Η Σαντάλ Μουφ επιμένει στη στρατηγική του «αριστερού λαϊκισμού», του «ριζοσπαστικού ρεφορμισμού», στο πλαίσιο του οποίου οι δρόμοι του καπιταλισμού και της δημοκρατίας ενδέχεται να χωρίσουν.
Στο πολιτικό αυτό δοκίμιο, θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν σοβαρά τα συναισθήματα ανασφάλειας που έχουν κυριεύσει το κοινωνικό σώμα, καθώς και το συνακόλουθο αίτημα για ασφάλεια και προστασία. Υπενθυμίζει ότι ο εθνικισμός της Ακροδεξιάς και ο τεχνο-αυταρχισμός των νεοφιλελεύθερων έχουν ήδη ενεργοποιηθεί προς την κατεύθυνση της εκμετάλλευσης των συναισθημάτων ευαλωτότητας, ενώ ασκεί κριτική στην Αριστερά που επιμένει στην ανωτερότητα των «προοδευτικών» και κοσμοπολίτικων αξιών της έναντι της «συντηρητικής» έννοιας της ασφάλειας. Αν και η Αριστερά, μας λέει, παραμένει πιστή στο ιδεώδες της δημοκρατίας, δεν μπορεί να την υπερασπίσει αποτελεσματικά, αφού αγνοεί τον ζωτικό ρόλο που παίζουν τα πάθη και οι συναισθηματικές ταυτίσεις. Και εδώ που τα λέμε, παρατηρούμε ότι η ανάγκη υπεράσπισης της δημοκρατίας δεν συνεγείρει τα πλήθη. «Η πίστη στη δημοκρατία είναι ζήτημα ταύτισης με τις δημοκρατικές αξίες», λοιπόν. Κι όταν αυτό είναι εφικτό, παίρνει τη μορφή του «αγωνισμού», όπου η σύγκρουση γίνεται μεταξύ αντιπάλων και όχι εχθρών, σε αντίθεση με τον «ανταγωνισμό».
Όπως όμως έχει δείξει ο Αλμπέρ Καμύ στον Επαναστατημένο άνθρωπο, η άρση των διαχωρισμών και η επανεύρεση μιας χαμένης ενότητας, που έχει ωστόσο εκθρέψει ολοκληρωτικές ιδεολογίες και πολιτικά εγχειρήματα, είναι σε θέση να εγείρει μεγάλα πάθη πολύ πιο εύκολα. Με τη σειρά της, η δημοκρατία, η οποία μπορούσε να εγείρει μεγάλα πάθη λόγω της δυνατότητάς της να βελτιώνει τη ζωή των ανθρώπων, έχει περιοριστεί εδώ και καιρό στην απλή φιλοξενία των παθών, αν όχι στην καταπίεση των παθών, στο όνομα ενός ακόμα «τέλους της Ιστορίας», νεοφιλελεύθερης έμπνευσης αυτή τη φορά. Με λίγα λόγια, ο αντιδημοκρατικός τρόπος συναισθηματικής αποσυμπίεσης φαίνεται και στις μέρες μας να είναι πιο πρόσφορος από τον δημοκρατικό.
Για να καναλιζαριστούν τα συναισθήματα εντός της δημοκρατίας, μας λέει η Μουφ, η Αριστερά πρέπει «να μεταφέρει συναισθήματα που συντονίζονται με τις ανησυχίες και τις προσωπικές εμπειρίες των ανθρώπων». Επικαλείται μεταξύ άλλων τον Μπουρντιέ, ο οποίος θεωρεί ότι αυτό που ωθεί βασικά τους ανθρώπους να δράσουν δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες αλλά τα συναισθήματα και οι ταυτίσεις στις οποίες αυτά εγγράφονται. Στη συνέχεια, δίνει προτεραιότητα στις ταυτίσεις έναντι των ταυτοτήτων, λόγω της συναισθηματικής διάστασης που αυτές προσδίδουν στις ίδιες τις ταυτότητες, κάνοντας τις απαραίτητες αναφορές στον Φρόιντ, αλλά και στον δικό μας Γιάννη Σταυρακάκη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συνεχίζει η Μουφ, πρέπει να γίνει αντιληπτή η αδυναμία της ρασιοναλιστικής Αριστεράς να συνδεθεί με τις λαϊκές τάξεις, αλλά και η συλλήβδην καταδίκη όλων των δεξιών κινημάτων ως νεοφασιστικών. Την Αριστερά την απωθεί το αίσθημα της μνησικακίας. Ξεχνά όμως ότι η μνησικακία είναι το βασικό αίσθημα των δημοκρατικών κοινωνιών, όπως πολύ σωστά είχε παρατηρήσει ο Τοκβίλ, μιας και οι άνθρωποι εξεγείρονται που σε μια κοινωνία τυπικής ισότητας βασιλεύει η ανισότητα. Το θέμα λοιπόν, επιστρέφοντας στη Μουφ, δεν είναι να προσπαθήσει η Αριστερά να εξαλείψει τη μνησικακία, αλλά να τη στρέψει στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Και καταλήγει: Πρέπει να σκεφτούμε τον σοσιαλισμό ως τη «ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας», αλλά αυτό δεν μπορούμε πλέον να το κάνουμε χωρίς τη συνάρθρωση του αντινεοφιλελεύθερου αγώνα με τον οικολογικό, χωρίς το τέλος του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης. Και προτείνει την «Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση» ως το ηγεμονικό σημαίνον που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει και να εμπλουτίσει το δημοκρατικό φαντασιακό και να δημιουργήσει μια αλυσίδα ισοδυναμίας αιτημάτων ενός υπό κατασκευή «λαού». Η πρόταση της Μουφ συνομιλεί τόσο με το οικοσοσιαλιστικό πρόταγμα όσο και με τη συζήτηση για το μέλλον της δημοκρατίας, δημιουργώντας τη δική της αλυσίδα ισοδυναμίας όπου μια κόκκινο-κόκκινο-πράσινη συμμαχία θα δώσει ζωή στη δημοκρατία μέσω της οικολογίας περιγράφοντας τις επαναστάσεις της νέας εποχής. Και πετυχαίνει διάνα ως προς το εξής: Τα τρία σημαίνοντα (Οικολογία, Δημοκρατία, Επανάσταση) μόνο μέσα από τη συνέργειά τους μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρές συναισθηματικές ταυτίσεις. Μόνα τους, όχι.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.