8 Μάρτη, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, και κινείται γύρω από μια σειρά θεμάτων που αφορούν τις διεκδικήσεις των γυναικών για ισότητα παντού, αλλά και για μια σειρά άλλα θέματα, επίσης επείγοντα, όπως μας δείχνει ακατάπαυστα η επικαιρότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στην έμφυλη βία και στην πιο ακραία έκφρασή της, τις γυναικοκτονίες, αλλά και στον καθημερινό σεξισμό που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις σύγχρονες αλλά ακόμη πατριαρχικά δομημένες κοινωνίες.
Θα μπορούσε η απάντηση να είναι η ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική, ή ακόμη καλύτερα μια άλλη πολιτική που θα εμφορείται από πιο «θηλυκές» αξίες και θα ασκεί αντίστοιχες πρακτικές; Θα μπορούσε η θηλυκοποίηση της πολιτικής να είναι όχι μόνο μια απάντηση στην έμφυλη ανισότητα, αλλά κι ένας άλλος τρόπος άσκησης της εξουσίας με ορίζοντα έναν καλύτερο κόσμο;
Αν παρακολουθήσει κανείς τις διαδικασίες οποιουδήποτε κόμματος, σε όλο το εύρος της πολιτικής βεντάλιας μάλιστα, θα συναντήσει μια μάλλον δυσοίωνη αναλογία μεταξύ ομιλητών και ομιλητριών. Σε σχέση με το φύλο, τα άτομα που παίρνουν τον λόγο σε μια πολιτική διαδικασία είναι άνισα κατανεμημένα και χωρίς εξαιρέσεις υπερτερούν συντριπτικά οι άνδρες. Ταυτοχρόνως ωστόσο, οι σύγχρονες τάσεις πριμοδοτούν την είσοδο γυναικών και δη νέων γυναικών στην πολιτική, ενώ η πολιτική θεωρία, κυρίως η φεμινιστική, μιλά για την ανάγκη «θηλυκοποίησης της πολιτικής».
Τι σημαίνει όμως θηλυκοποίηση όταν μιλάμε για το χώρο της πολιτικής;
Κατ’ αρχάς, το απλούστερο και πλέον προφανές. Έμφυλη ισότητα στη θεσμική εκπροσώπηση και στη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Με άλλα λόγια, περισσότερες γυναίκες στην πολιτική, περισσότερες γυναίκες σε θέσεις ευθύνης, μεγαλύτερη συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες κάθε είδους, είτε αυτές αφορούν τα επίσημα κόμματα, είτε γενικότερα την πολιτική δράση μέσα στην κοινωνία.
Δεύτερον, δέσμευση στην εφαρμογή πολιτικών που προωθούν την έμφυλη ισότητα και αμφισβητούν τους καθιερωμένους ρόλους και τα στερεότυπα όσον αφορά τα φύλα. Πράγμα που σημαίνει, έμπρακτη αμφισβήτηση των πατριαρχικών δομών που συγκροτούν, δυστυχώς ακόμη, τις κοινωνίες μας.
Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, θηλυκοποίηση της πολιτικής σημαίνει έναν διαφορετικό τρόπο να κάνουμε πολιτική, βασισμένο σε αξίες και πρακτικές που δίνουν έμφαση στην καθημερινή ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, το κοινό καλό, την οικονομία της φροντίδας. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η τελευταία πρωταγωνιστεί στα συνθήματα των αριστερών κομμάτων για τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και μάλιστα σε αντιδιαστολή με την οικονομία των όπλων και του πολέμου.
Αυτό το τρίτο λοιπόν, μοιάζει να είναι το βασικότερο στοιχείο μιας πολιτικής με «θηλυκή ταυτότητα», το οποίο θα πηγαίνει πέρα από την αναλογία στην εκπροσώπηση και τις πολιτικές προώθησης της ισότητας (χωρίς προφανώς να υποτιμά αυτές τις διεκδικήσεις ή/και κατακτήσεις των γυναικών) και θα αναφέρεται σε μια διαφορετική σχέση μεταξύ (κοινωνικού) φύλου και εξουσίας τόσο στην εννοιολόγηση όσο και στις πρακτικές της.
Η θηλυκή εκδοχή της πολιτικής δίνει έμφαση στη συλλογική παραγωγή πολιτικής, στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία, στην οικονομία της φροντίδας (όχι όμως ως στερεοτυπικό γυναικείο ρόλο και απλήρωτη εργασία των γυναικών), στην πολιτική λειτουργία του συναισθήματος (στην συν-κίνηση), σε συμμετοχικές πρακτικές λήψης αποφάσεων.
Το παράδειγμα της τοπικής αυτοδιοίκησης
Η θηλυκή όψη της πολιτικής, ως μια διαφορετική οπτική στον τρόπο άσκησης της εξουσίας, βρίσκει ίσως το πιο πρόσφορο έδαφος στην τοπική αυτοδιοίκηση, ίσως επειδή ακριβώς το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αφορά σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα, το τοπικό επίπεδο, τις πολιτικές στήριξης της κοινότητας. Ένας άλλος λόγος είναι ότι στο πεδίο αυτό, συναντάμε αρκετές γυναίκες που από θέσεις εξουσίας υπερασπίζονται έναν διαφορετικό τρόπο άσκησης της πολιτικής, με γνωστότερο και ίσως πιο επιτυχημένο παράδειγμα την πρώην δήμαρχο της Βαρκελώνης Άντα Κολάου.
Η τοπική αυτοδιοίκηση μοιάζει λοιπόν προνομιακό πεδίο για τη «θηλυκοποίηση» της πολιτικής. Θα έλεγε επίσης κανείς ότι συχνά και οι εκλογείς μοιάζουν να προτιμούν γυναίκες για να αναλάβουν ρόλους ευθύνης, τουλάχιστον όταν δεν επηρεάζονται από τα κατεστημένα πολιτικά δίκτυα προβολής προσώπων.
Άλλωστε, ο όρος «θηλυκοποίηση της πολιτικής», που εμφανίστηκε εμφατικά στην Ισπανία στις αρχές της δεκαετίας του 2010, μέσα και από το κίνημα των Αγανακτισμένων (Indignados) αλλά και τα κινήματα κατά της λιτότητας ή κατά των εξώσεων, έδωσε σε πρώτη φάση στη συγκεκριμένη χώρα δύο γυναίκες δημάρχους, σε Μαδρίτη και Βαρκελώνη, πριν κάνει το επόμενο βήμα στην κεντρική πολιτική σκηνή, με το Sumar, μια πολιτική πλατφόρμα με γυναικεία ηγεσία και έντονη παρουσία γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
Το πεδίο εφαρμογής άλλωστε της πολιτικής στο επίπεδο του δήμου ή της περιφέρειας, π.χ. η καθαριότητα, η φροντίδα των ευάλωτων, των ηλικιωμένων και των νηπίων, ο επιμερισμός αρμοδιοτήτων στο επίπεδο της γειτονιάς και γενικότερα της καθημερινότητας, η πολιτιστική πολιτική κατά κύριο λόγο στη μικρή κλίμακα, είναι ζητήματα που στερεοτυπικά παραπέμπουν στον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας.
Η πραγματικότητα, βέβαια, δεν είναι τόσο απλή και μονοσήμαντη. Ακόμη και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, λέει η εμπειρία, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες να ακουστούν, αντίστοιχα εμπόδια στη συμμετοχή τους, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικευμένα, και ο κίνδυνος να εγκλωβιστούν στο μικρό, τοπικό επίπεδο, και σε αρμοδιότητες που αφορούν τις «γυναικείες δουλειές» δεν είναι ασήμαντος.
Και για να επανέλθουμε στο αρχικό παράδειγμα των πολιτικών διαδικασιών, ακόμη και τα κλασικά εργαλεία για την ισότιμη εκπροσώπηση των γυναικών, όπως η πολύ σημαντική κατάκτηση της ποσόστωσης, δεν αρκούν για την ουσιαστική ενδυνάμωση των γυναικών ως προς τη συμμετοχή τους στην πολιτική.
Ωστόσο αυτό το κείμενο θα ήθελε να σταθεί με αισιοδοξία στη δυνατότητα μιας αλλαγής που θα προέλθει από την είσοδο των γυναικών στην πολιτική, και ακόμη περισσότερο στην εισαγωγή «θηλυκών», φεμινιστικών αρχών και πρακτικών με ορίζοντα μια πραγματική κοινωνική αλλαγή. Εστιάζοντας σε δύο στοιχεία, σε ένα διαφορετικού είδους «συναίσθημα» που θα «συν-κινεί», μακριά από τις αυταρχικές ή λαϊκιστικές εκδοχές της μονοπρόσωπης εξουσίας ή του «χαρισματικού ηγέτη» με μεσσιανικά χαρακτηριστικά, και στην «οικονομία της φροντίδας» ως ορατής δημόσιας πολιτικής πρακτικής με στόχο την ενδυνάμωση και τη συμμετοχή όλων στην πολιτική ζωή σε όλα τα επίπεδα.
Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε περισσότερες γυναίκες στην πολιτική, αλλά και περισσότερες φεμινιστικές αξίες και πρακτικές στον τρόπο που συμμετέχουμε όλοι, όλες, όλα στην πολιτική, δηλαδή στη ζωή μας.
Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια, πρώην δημοτική σύμβουλος στον Δ. Αθηναίων και μέλος της γραμματείας του Φεμινιστικού Δικτύου – Νέα Αριστερά.