Οι αισιόδοξοι θέλουν να πιστεύουν ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα λειτουργήσει ως “καταλύτης” για να τολμήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να βγει από τις πολλαπλές κρίσεις στις οποίες είναι βυθισμένη – και να καταλήξει επιτέλους σε μια βιώσιμη λύση και για το ελληνικό ζήτημα. Οι απαισιόδοξοι, πάλι, βλέπουν να έρχεται η διάλυσή της και υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ. Στο σημερινό ρευστό παγκόσμιο σκηνικό το μόνο βέβαιο είναι ότι ο “καταλύτης” είναι εδώ, κάθε πρόβλεψη για το είδος της αντίδρασης που θα πυροδοτήσει είναι παρακινδυνευμένη.
Υπενθυμίζεται ότι, με εξαίρεση εκείνες τις ταραγμένες μέρες πριν από τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου, στις αρχές του αιώνα, όταν η αμερικανική κυβέρνηση απαιτούσε τη συμμετοχή των Ευρωπαίων στην εκστρατεία κατά του Σαντάμ Χουσεΐν, επικαλούμενη τα δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ, κι έβρισκε μόνο την ανταπόκριση της Βρετανίας και της «νέας» Ευρώπης, οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών – Ε.Ε. ήταν πάντοτε παραπάνω από στενές.
Όχι ότι απουσίαζαν οι διαφωνίες και οι εμπορικοί ανταγωνισμοί, αλλά σε γενικές γραμμές, τρεις γενιές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, ακόμη κι όταν διαδήλωναν ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ή όταν υφίσταντο δικτατορίες με την εύνοια της Ουάσιγκτον, μεγάλωσαν με τη βεβαιότητα ότι το μπλοκ της Δύσης είναι ενιαίο.
Πάνω σ’ αυτή τη βεβαιότητα στηρίχθηκε και η ΕΟΚ και μετέπειτα Ε.Ε., θεωρώντας αυτονόητη τη συμμαχία με τις ΗΠΑ, οπωσδήποτε στον τομέα της ασφάλειας, αλλά όχι μόνο. Αυτό ήταν που εννοούσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ τις προάλλες όταν μιλούσε για την «αμερικανική εξωτερική πολιτική των τελευταίων 70 χρόνων», την οποία, όπως εκτιμά, θέτει υπό αμφισβήτηση ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Το σωτήριον έτος 2017 η από καιρό βαθιά διχασμένη Ε.Ε. βλέπει αυτή τη βεβαιότητα να ανατρέπεται. Και, εκούσα – άκουσα, καλείται να επανατοποθετηθεί, να απαντήσει με μια νέα ενότητα στους κινδύνους που απορρέουν από τη νέα αμερικανική πολιτική, όπως δηλώνουν μεγαλόσχημοι παράγοντές της, από τον Τουσκ μέχρι τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ. Ή, όπως πιο προσεκτικά το εκφράζει η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, καλείται να προσπαθήσει να συνεργαστεί με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, αλλά «στη βάση των ευρωπαϊκών αξιών».
Κάτι που φαντάζει δύσκολο με δεδομένο ότι τις πρώτες μέρες του στο Οβάλ Γραφείο ο Ντόναλντ Τραμπ έδρασε ως οδοστρωτήρας. Υλοποιώντας κατά γράμμα εκείνες τις προεκλογικές υποσχέσεις του, οι οποίες είχαν παγώσει το αίμα του δημοκρατικού κόσμου, ανήγγειλε την κατασκευή του τείχους με το Μεξικό για να κρατήσει έξω τους μετανάστες, αποφάσισε την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ σε πολίτες με βίζα και πράσινη κάρτα από επτά χώρες με πλειοψηφία μουσουλμανικού πληθυσμού, εξέφρασε την άποψη ότι είναι αποτελεσματικά τα βασανιστήρια.
Αυτά και άλλα πολλά έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις “ευρωπαϊκές αξίες”, οι οποίες, όμως, έχουν… νερώσει τα τελευταία χρόνια στη δίνη της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης. Δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το τείχος του Τραμπ δεν μοιάζει με το κλείσιμο των συνόρων στον βαλκανικό διάδρομο, αρχής γενομένης από την Ουγγαρία -ο ηγέτης της οποίας θαυμάζει τον Αμερικανό πρόεδρο- και με τις πρόσφατες προσπάθειες να “κλείσει” η Μεσόγειος και να συγκρατούνται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στη Βόρεια Αφρική.
Ωστόσο, ακόμα τουλάχιστον, καμιά χώρα της Ε.Ε. δεν έχει διανοηθεί να κλείσει τα σύνορά της σε ανθρώπους με βίζα, μόνο εξαιτίας της καταγωγής ή της θρησκείας τους, ούτε να επαινέσει τα βασανιστήρια.
Πέρα από την κόντρα στο ζήτημα των αξιών, όμως, οι πρώτες δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου και των ανθρώπων του δείχνουν ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. βρίσκονται ενώπιον μιας εμπορικής σύγκρουσης. Ο Τραμπ αφήνει να εννοηθεί ότι θα ήθελε πολύ να διαλυθεί η Ε.Ε., καθώς ιδρύθηκε “για να χτυπήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο εμπόριο”, και ρίχνει λάδι στη φωτιά των εσωτερικών τριγμών της επαναλαμβάνοντας ότι η Ε.Ε. δεν είναι παρά “το όχημα για να υλοποιήσει τους σκοπούς της η Γερμανία”.
Εάν συνεχίσει να κρατά αυτή τη στάση, πρωτίστως η Γερμανία -μέχρι τουλάχιστον να περάσουν οι γαλλικές εκλογές και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εκλεγεί η Μαρίν Λεπέν- θα πρέπει να βρει την τόλμη να κάνει ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Όχι για να κρατήσει την Ε.Ε. ενωμένη -δεν είναι- αλλά για να την ενώσει.
Αυτό προϋποθέτει ότι η καγκελάριος Μέρκελ, πρώτον, θα εγκαταλείψει την εξαντλητική λογική του “βήμα – βήμα” και, δεύτερον, ότι δεν θα λογαριάσει προεκλογικά το πολιτικό κόστος να συγκρουστεί με τις… βεβαιότητες με τις οποίες κυβέρνηση και μέσα ενημέρωσης έχουν πείσει τους Γερμανούς. Ότι, δηλαδή, είναι “πολύ γενναιόδωροι”, όπως λέει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και σώζουν με τους φόρους τους τους… τεμπέληδες του Νότου -στην οικονομική κρίση- και με τη γενναιοψυχία τους τούς ξενοφοβικούς της Ανατολής – στην προσφυγική κρίση.
Πριν από τον Τραμπ οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπήρχαν. Ούτε είναι βέβαιο ότι η Μέρκελ θα καταφέρει τώρα να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Κάκη Μπαλή
Πηγή: Η Αυγή