Ομολογώ τη θεμελιώδη άγνοιά μου στην ψηφιακή τεχνολογία. Και παρότι είμαι, όπως όλοι μας, εκών άκων χρήστης μερικών από τις αναρίθμητες εφαρμογές και εκδοχές της τεχνητής νοημοσύνης, η δυνατότητα κατανόησής της παραμένει στο επίπεδο της φυσικής ανοησίας. Μπορεί αυτό να είναι ψιλο-υπερβολή για να υπηρετηθεί το σχήμα λόγου (τεχνητή νοημοσύνη>< φυσική ανοησία), αλλά μερικές φορές αισθάνομαι πραγματικά χαζός και πιθανότατα θα παραμείνω για τις επόμενες λίγες δεκαετίες του βίου μου, καθώς η AI (Artificial Intelligence) και τα ρομπότ θα εξελίσσονται αλματωδώς, αλλά ο δικός μου νους θα μένει καθηλωμένος στα πενιχρά κεκτημένα της αναλογικής εποχής.
Με παρηγορεί, ωστόσο, η ιδέα ότι τα επιτεύγματα του γενναίου νέου κόσμου για τα οποία επαίρονται οι πολυεθνικές της τεχνητής νοημοσύνης προέρχονται από ανθρώπους της γενιάς μου και λίγο μικρότερους. Οι ιδιοκτήτες της Google είναι ήδη πενηντάρηδες, ο Μπέζος κοντεύει τα 60 και ο Γκέιτς είναι ήδη 67. Ακόμη πιο παρηγορητικό είναι πως αρκετοί συνομήλικοι φίλοι που δεν είχαν αλλεργία στα μαθηματικά, τη φυσική και τις λεγόμενες θετικές επιστήμες δεν έχουν καμιά αμηχανία και κανένα μεταφυσικό δέος απέναντι στα μηχανήματα του διαβόλου, τους αλγόριθμους και τα ρομπότ. Κι αν χρειαστεί, θα βάλουν ένα χέρι βοήθειας.
Ισως η πιο αισιόδοξη και θετική είδηση των τελευταίων ημερών για το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης είναι ότι το Bard της Google έκανε λάθος. Αδιάφορο αν η εταιρεία έχασε μετά 100 δισ. δολάρια χρηματιστηριακή αξία, μην ανησυχείτε, σε δυο βδομάδες μπορεί να την ανακτήσει γιατί, ανεξάρτητα από τις γκάφες της τεχνητής νοημοσύνης, η αγελαία κερδοσκοπική ανοησία της αγοράς είναι αήττητη. Η είδηση ότι το Bard όπως και το ChatGPT κάνουν λάθη είναι αισιόδοξη γιατί μας θυμίζει πως είναι ανθρώπινες κατασκευές. Οι μηχανές μπορούν να είναι τόσο σοφές, τόσο έξυπνες, αλλά και τόσο χαζές και τόσο άσχετες όσο τα δισεκατομμύρια ανθρώπων των οποίων τη γνώση και την άγνοια ενσωματώνουν. Οι πληροφορίες που διαχειρίζονται και επεξεργάζονται τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης της Google ή της Microsoft είναι οι πληροφορίες που εμείς διαθέτουμε και εισάγουμε στην τεράστια ψηφιακή δεξαμενή δεδομένων της ανθρωπότητας. Αλλά, μαζί με τις τεκμηριωμένες, επιστημονικά διασταυρωμένες πληροφορίες εισάγουμε και δοξασίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεωρίες συνωμοσίας, παρανοήσεις και απλές μπούρδες. Το λάθος είναι ο πρόγονος του σωστού. Είναι ο τρόπος που ο ανθρώπινος εγκέφαλος μαθαίνει διορθώνοντας διαρκώς τον εαυτό του.
Το ανθρώπινο λάθος του Bard μας θυμίζει ότι το πρωταρχικό ερώτημα στο οποίο οι μηχανές απαγορεύεται να κάνουν λάθος είναι αυτό: Ποιος σας έφτιαξε; Αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι τόσο αυτονόητη ώστε ακόμη και οι «αυτοκράτορες» της ΑΙ δεν μπορούν να κρύψουν ότι οι μηχανές είναι προϊόντα της συλλογικής ανθρώπινης διάνοιας, την οποία αυτοί απλώς ιδιοποιούνται, στο επόμενο ερώτημα οι δρόμοι μας όχι απλώς χωρίζουν, αλλά μας βάζουν σε τροχιά σύγκρουσης: «Και ποιον ωφελείτε;» είναι το ερώτημα που οφείλει να απευθύνει στις μηχανές κάθε πολίτης του ψηφιακού σύμπαντος. Οχι μόνο ως αμήχανος Λουδίτης της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και ως καταναλωτής-συμπαραγωγός κάθε προϊόντος τεχνητής νοημοσύνης, με κάθε εφαρμογή που χρησιμοποιεί στο κινητό του, με κάθε «κούκι» που αποδέχεται, με κάθε ανάρτηση που κάνει ανυποψίαστος στα σόσιαλ, διά να απολαύσει την εκτίμηση του πλήθους και τα λάικ των ακολούθων.
Οι ίδιες οι μηχανές ίσως αδυνατούν να απαντήσουν στο ερώτημα «ποιον ωφελείτε;» χωρίς να αποφύγουν τις προγραμματισμένες κοινοτοπίες ότι τα ρομπότ είναι απλώς υπηρέτες των ανθρώπων. Αλλά οι διαχειριστές, ιδιοκτήτες και πωλητές των μηχανών ήδη απαντούν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο. Οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που ανακοινώνουν εδώ και μήνες οι τεχνολογικοί κολοσσοί της Silicon Valley ενσαρκώνουν το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της ψηφιακής ολιγαρχίας του πλανήτη: η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ είναι γι’ αυτούς το μέσο απαλλαγής από την ενοχλητική μισθωτή εργασία, από τη φυσική παρουσία των εργαζομένων, με τα μπλε ή τα λευκά κολάρα τους, με τις απαιτήσεις, τις δυσφορίες, τις διεκδικήσεις τους. Με τις ατομικές κι αυθόρμητες ή με τις οργανωμένες και συλλογικές αντιδράσεις τους.
Θεωρητικά η τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ και η αυτοματοποίηση της παραγωγής, που ενσωματώνουν τη συλλογική ευφυΐα της ανθρωπότητας από την ανακάλυψη της φωτιάς μέχρι το Bard, είναι η μεγάλη της ευκαιρία να κάνει χειροπιαστό το όραμα του Λαφάργκ για το δικαίωμα στην τεμπελιά. Δηλαδή, για τη χειραφέτηση του είδους μας από την εργασία ως καταναγκασμό. Αν τα ρομπότ κάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της βρομοδουλειάς, διανοητικής ή χειρωνακτικής, απελευθερώνεται όλο και περισσότερος χρόνος για απόλαυση και δημιουργική σχόλη. Ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας περιορίζεται θεαματικά, παρότι η παραγωγικότητά της απογειώνεται ακόμη πιο θεαματικά. Για να το πούμε πολύ απλά, η τεχνητή νοημοσύνη, που είναι η δική μας, ανθρώπινη νοημοσύνη πολλαπλασιασμένη ψηφιακά, επιτρέπει με ένα μισαωράκι δουλειάς να παράγεις πλούτο που αντιστοιχεί σε κοπιαστική εργασία ετών της αναλογικής εποχής. Καθόλου άσχημα, έτσι;
Αυτό είναι το μυστικό της τεχνητής νοημοσύνης που η ολιγαρχία των αλγορίθμων θέλει να αποκρύψει πάση θυσία. Δεν είναι άχρηστοι και περιττοί οι χιλιάδες και εκατομμύρια εργαζόμενοι που οι θέσεις εργασίας τους καταργούνται. Ισα ίσα, είναι πιο πολύτιμοι και παραγωγικότεροι από ποτέ. Θα έπρεπε να δουλεύουν λιγότερο από ποτέ και να αμείβονται περισσότερο από ποτέ. Χρυσοφόρο μυστικό, που υποχρεώνει τους ολιγάρχες της τεχνητής νοημοσύνης να την περιβάλλουν με τόσο μυστικισμό και φαντασιοπληξίες που τη μεταλλάσσουν στο αντίθετό της, μια άτεχνη ανοησία.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η φυσική νοημοσύνη, η μόνη που υπάρχει πραγματικά, είναι χαρακτηριστικό του κοινωνικού ανθρώπου κι αυτό που ονομάζουμε τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι παρά ένα από τα αξιοθαύμαστα προϊόντα της εργασίας του. Από τις δικές του επιλογές και μόνο εξαρτάται αν αυτή η καινούργια, ισχυρότατη παραγωγική δύναμη που διαχέεται σε όλες τις πλευρές της σύγχρονης ζωής θα αποδειχθεί ιστορικά μέσο χειραγώγησης ή εργαλείο απελευθέρωσης.
Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Ανθρωποι και ρομπότ»
ΚΙΜΠΙ