Macro

Θανάσης Καμπαγιάννης: Η εισαγγελέας και η υπεράσπιση της Χρυσής Αυγής

Η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας Αδαμαντίας Οικονόμου στη δίκη της Χρυσής Αυγής ήταν σκανδαλώδης. Η τοποθέτηση αυτή από την πλευρά της πολιτικής αγωγής δεν έχει να κάνει με το καθαυτό θετικό ή αρνητικό πρόσημο της πρότασης. Εισαγγελικές προτάσεις με τις οποίες διάδικοι διαφωνούν είναι η καθημερινότητα στα δικαστήρια της χώρας. Ομως, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτό.

Υστερα από τεσσεράμισι χρόνια διαδικασίας, η εισαγγελέας δεν τοποθετήθηκε επί του πραγματικού περιεχομένου του κατηγορητηρίου και του παραπεμπτικού βουλεύματος. Η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν είναι μια δίκη τριών «μεμονωμένων» κακουργημάτων των μελών της οργάνωσης, αφενός, και ποινικοποίησης λόγου (λόγου μίσους, λόγου διεγερτικού) των στελεχών και διευθυντών της, αφετέρου. Αυτή φυσικά είναι η εκδοχή της υπεράσπισης, την οποία η εισαγγελέας αποδέχτηκε. Ομως το κατηγορητήριο δεν λέει αυτό.

Η Χρυσή Αυγή δικάζεται γιατί διέθετε έναν μηχανισμό τέλεσης εγκληματικών πράξεων: τις ομάδες κρούσης («τάγματα εφόδου»), αποτελούμενες από μέλη και υποστηρικτές της (όχι δηλαδή από τον κάθε ψηφοφόρο ή συμμέτοχο σε ανοιχτές εκδηλώσεις της οργάνωσης) που συγκροτούνταν με τρόπο ιεραρχικό, εκπαιδεύονταν, δρούσαν ομοιόμορφα και πειθαρχημένα και βρίσκονταν σε διαρκή εγκληματική ετοιμότητα ανάλογα με τις εντολές της ηγεσίας.

Η πιο εμβληματική συμπύκνωση αυτής της «εγκληματικής δομής σε διαρκή ετοιμότητα», που απαιτεί το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, είναι το βίντεο που βρέθηκε στον σκληρό δίσκο του κατηγορούμενου Πατέλη, το περίφημο «ό,τι κινείται σφάζεται»: μέσα στα γραφεία της Νίκαιας (τα γραφεία από τα οποία εφόρμησε η ομάδα κρούσης που επιτέθηκε στον Παύλο Φύσσα), ο πυρηνάρχης εξηγεί στα μέλη της «ασφάλειας» ότι μια οπλισμένη ομάδα θα είναι έτοιμη για να επιτεθεί σε μετανάστες στο παζάρι της Παναγίτσας, μόνον όμως «αν πάρουμε το οκέι από τον Λαγό».

Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι το άρθρο 187 δεν ποινικοποιεί την τέλεση των επιμέρους κακουργηματικών πράξεων (για τις οποίες υπάρχει το εκάστοτε οικείο άρθρο), αλλά την ύπαρξη της εγκληματικής δομής που τις επιδιώκει. Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι η «ασφάλεια» της Νίκαιας, που κινητοποιήθηκε το βράδυ της δολοφονίας Φύσσα, κομμάτι της οποίας ήταν και ο Ρουπακιάς, ήταν ομάδα εκ των προτέρων σχηματισμένη, ορκισμένη στον «Αρχηγό» (δηλαδή τον Μιχαλολιάκο) σε τελετές μύησης, εκπαιδευμένη σε σεμινάρια και κατασκηνώσεις, ενώ διέθετε στολές, ασπίδες, ασυρμάτους, επικοινωνούσε με διαβαθμισμένα μηνύματα και ακολουθούσε την ιεραρχική δομή.

Ποιο είναι λοιπόν το σκάνδαλο; Η εισαγγελέας δεν αναφέρθηκε σε κανένα από αυτά τα στοιχεία, ούτε καν για να τα απορρίψει. Το γεγονός αυτό μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας αντεπίθεσης εκείνων των τμημάτων του κρατικού μηχανισμού που συστηματικά συγκάλυπταν (με πράξεις και παραλείψεις) την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής πριν από τον Σεπτέμβριο του 2013 και που πλέον νιώθουν αρκετή αυτοπεποίθηση, ώστε να προωθήσουν την απαλλαγή της ηγεσίας της ναζιστικής οργάνωσης.

Ο σχεδιασμός αυτός δεν είναι άσχετος με τη συνολικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της έντασης της καταστολής και του αυταρχισμού των οποίων είμαστε μάρτυρες τους τελευταίους μήνες. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε (χωρίς να υποδυθούμε και τους έκπληκτους) είναι η ετοιμότητα της Εισαγγελίας της χώρας (που εκφράστηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο πρόσωπο της εισαγγελέως της έδρας, μετά την άρνηση εναλλακτικής πρότασης από τον αναπληρωτή εισαγγελέα Στ. Κωσταρέλλο) να επανανομιμοποιήσει μια οργάνωση που έχει συστηματικά διασαλεύσει την έννομη τάξη, ακόμα και αντιποιούμενη την αρχή (έλεγχοι σε λαϊκές κ.λπ.).

Και επειδή στον πραγματικό κόσμο τίποτα δεν είναι έξω από πολιτικές συνάφειες, μια απαλλαγή της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής θα σημάνει όχι μόνο την επαναλειτουργία των ομάδων κρούσης που μεσουράνησαν το 2012-2013, αλλά και την επιστροφή της παρακρατηθείσας κρατικής χρηματοδότησης, ποσού που ανέρχεται πλέον σε πάνω από 8 εκατομμύρια ευρώ. Το να θεωρήσει κανείς την εισαγγελική αρχή «αφελή» είναι δικαίωμά του, είναι πάντως λάθος που εμείς δεν σκοπεύουμε να κάνουμε. Η εισαγγελική πρόταση είναι μια καμπάνα που χτυπάει για όλες και όλους μας.

Κατόπιν τούτων, πρέπει να σημάνει συναγερμός. Τα θύματα και οι υπερασπιστές τους, η πολιτική αγωγή, θα απευθυνθούμε στο δικαστήριο χωρίς τη συνδρομή της εισαγγελικής αρχής, με τις αγορεύσεις μας που ξεκινούν στις 8 Ιανουαρίου. Το δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για την έκδοση της απόφασης, χωρίς να δεσμεύεται από την εισαγγελική πρόταση.

Η κατακραυγή της κοινωνίας πρέπει να ακουστεί, οι συγκεντρώσεις που ετοιμάζονται για το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου είναι μια καλή αρχή. Κάθε συλλογικότητα, φορέας, σωματείο, οργάνωση, κάθε δημοκρατικός πολίτης, πρέπει να εκφράσει με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο την απαίτηση για καταδίκη της ναζιστικής οργάνωσης και για απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα. Εμείς δεν έχουμε άλλα όπλα, ούτε δρούμε τη νύχτα, όπως κοκορεύονται τα στελέχη της ναζιστικής συμμορίας. Εχουμε «μόνο» τη φωνή της μεγάλης αντιφασιστικής πλειοψηφίας. Η δικαστική μάχη είναι ακόμα μπροστά μας.

Για τους ανθρώπους που εκτεθήκαμε σ’ αυτήν τη μάχη, θύματα που προσήλθαν στις Αρχές και μίλησαν, μάρτυρες που κατέθεσαν ευθαρσώς και έδειξαν, δικηγόρους που εργάστηκαν, δημοσιογράφους που αποκάλυψαν, αλληλέγγυους που συμπαραστάθηκαν, κρατικούς λειτουργούς που έκαναν το καθήκον τους, η κατάληξη είναι μονόδρομος. Δεν υπάρχουν αρκετά διαβατήρια για μας. Και δεν σκοπεύουμε να πάμε πουθενά.

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι συνήγορος πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών στη δίκη της Χρυσής Αυγής

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών