Η ομιλία του Κωστή Παπαϊωάννου στην εκδήλωση “Το στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών” που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής.
Είχε δίκιο ο Κων/νος Μητσοτάκης, όταν είπε το 1993 την εμβληματική φράση πως το όνομα που θα λάβουν τα Σκόπια δεν έχει μεγάλη σημασία, γιατί κανείς δεν θα το θυμάται σε 10 χρόνια;
Σε πρώτη ανάγνωση δεν είχε δίκιο. 26 χρόνια μετά ακόμα συζητάμε για το όνομα. Επί της ουσίας όμως πιστεύω πως είχε. Εάν είχε κλείσει τότε η υπόθεση με αμοιβαία κοινή ονομασία, σήμερα θα αποτελούσε ένα επεισόδιο της πρόσφατης ιστορίας και μάλιστα επεισόδιο μάλλον έλασσον.
Όμως τα πράγματα πήραν άλλο δρόμο. Και έχει σημασία να ανατρέξει κανείς στην πορεία αυτών των 30 ετών, για να αντλήσει χρήσιμα μαθήματα για το πώς διαπράττονται τα μεγάλα λάθη. Συχνά δεν είναι η μεγάλη απόφαση μιας στιγμής, αλλά μια ακολουθία μικρών λαθών. Ή ούτε καν αυτό. Είναι ένα άθροισμα στιγμών στις οποίες, κι αν δεν γινόταν το λάθος, πάντως δεν γινόταν το σωστό. Μια διολίσθηση στο μη σωστό είναι αυτά τα 30 χρόνια, μια διαρκής βύθιση στο φαντασιακό, μια διαρκής ανεπάρκεια, μια αδυναμία του πολιτικού συστήματος, των ΜΜΕ, της πνευματικής ηγεσίας, των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, της κοινωνίας των πολιτών να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αντ’ αυτού επιλέξαμε το μύθο, την ψευδαίσθηση, την εναλλακτική πραγματικότητα.
Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά, δεν έχω εγώ να εισφέρω στην καταγραφή των γεγονότων. Επιλέγω όμως εισαγωγικά δυο επισημάνσεις. Η μία αφορά το μοιραίο άνθρωπο σε αυτή την ιστορία, τον νέο και φιλόδοξο τότε Υπουργό Εξωτερικών που επέδειξε πολλά από τα αρνητικά γνωρίσματα αρκετών Βαλκάνιων ηγετών του μετακομμουνιστικού κόσμου. Φούσκωσε και καβάλησε το ρεύμα του αναδυόμενου εθνικισμού, ποντάρισε στο αδιέξοδο, επέλεξε τον ρόλο της Ιφιγένειας, αποπέμφθηκε γιατί η πολιτική του ήταν, όπως ειπώθηκε στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον ΠτΔ, «χορός του Ζαλόγγου», βγήκε από το ψυγείο της πολιτικής εξορίας και περιφέρεται ως τιμητής στα ερείπια του Μακεδονικού.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι η ακατανόητη σιωπή πρώην πρωθυπουργών που χειρίστηκαν το θέμα. Προξενεί θλίψη πως σήμερα, με την λύση του ζητήματος μπροστά μας, δεν θεωρούν σκόπιμο να καταθέσουν με παρρησία τη γνώμη τους, να εισφέρουν στο δημόσιο διάλογο, να αναμετρηθούν με την ευθύνη που προκύπτει από τη θεσμική τους θέση. Πιστεύω ότι αυτή η φυγή τους από την αναμέτρηση με την ατομική ευθύνη θα κριθεί αυστηρά από τον ιστορικό του μέλλοντος.
Το Μακεδονικό είναι μια πληγή. Είναι όμως και πολιτικό εργαλείο. Υποστηρίζω σταθερά πως το Μακεδονικό είναι μια μεγάλη επιχείρηση με τεράστια κέρδη, πολιτικά και οικονομικά. Το Μακεδονικό έφτιαξε πολιτικές και εκκλησιαστικές καριέρες. Το Μακεδονικό κατέστησε την εκκλησία συνδιαμορφωτή της εξωτερικής πολιτικής, οδήγησε σε ακόμα πιο σφιχτό εναγκαλισμό με το κράτος και, με την έννοια αυτή, με κάποιον τρόπο προετοίμασε τη μάχη των ταυτοτήτων.
Το Μακεδονικό εξέθρεψε την trash αισθητική, ένθεν κακείθεν των συνόρων. Μας γέμισε Μεγαλέξανδρους και Βουκεφάλες. Στα καθ’ ημάς «καρατζαφεροποίησε» το δημόσιο διάλογο. Ανέδειξε τηλεαστέρες της βαλκανικής ομφαλοσκόπησης και των θεωριών συνωμοσίας. Μετακίνησε τον άξονα της πολιτικής ζωής προς τα δεξιά, έφερε με τρόπο τοξικό και διαιρετικό στο επίκεντρο πολιτικών αντιπαραθέσεων τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Άνοιξε έναν επικίνδυνο δρόμο στα θέματα που επιτρέπεται να τίθενται σε δημόσιο διάλογο. Έτσι, τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» καθίστανται θέματα ευαίσθητα, στα οποία επικρατεί ένα καθεστώς εξαίρεσης: δεν χωράνε ιδεολογικές ή απλώς πραγματιστικές προσεγγίσεις, ακόμα και η πιο ήπια αποκλίνουσα άποψη μπορεί να ξεσηκώσει «οργή λαού». Πρόκειται για τοτεμοποίηση των «εθνικών θεμάτων» που πρέπει υποτίθεται να μας ενώνουν και, στην αντίθετη περίπτωση, όποιος διαφωνεί σωπαίνει. Στη λογική του εθνικού συμφέροντος ευθυγραμμίστηκε κάθε φωνή και κατεστάλησαν ακόμα και με ποινικές διώξεις οι λίγοι που τότε τόλμησαν να ψελλίσουν το αυτονόητο. Με την αναγωγή των θεμάτων αυτών σε «εθνικά θέματα», η (Ακρο)Δεξιά διαρκώς συσσωρεύει πολιτικό κεφάλαιο, όντας ο αυθεντικός εκφραστής μιας θεόθεν εκπορευόμενης επιταγής: στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν χωράνε ιδεολογικές αναγνώσεις, στα ζητήματα εθνικής ταυτότητας δεν χωράνε επιστημονικές απόψεις, η επιστήμη υποτάσσεται στην εθνική ορθότητα. Η αλήθεια έχει χαραχτεί στο γρανιτένιο βράχο της Ιστορίας άπαξ και διαπαντός.
Με λίγα λόγια, το Μακεδονικό επανανομιμοποίησε την Ακροδεξιά, για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση. Έγινε κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Λίγοι θυμούνται ότι στο μακεδονικό συλλαλητήριο της 10ης Δεκεμβρίου 1992 μια ομάδα ροπαλοφόρων έκανε οργανωμένες επιθέσεις στο κέντρο της Αθήνας αφήνοντας πίσω της αντιπάλους -ανθρώπους που επέλεγε με κριτήριο την εμφάνιση- βαριά τραυματίες στα πεζοδρόμια. Ήταν η Χρυσή Αυγή που αποφάσισε να ξεπλύνει το ναζιστικό στίγμα και να ανοιχτεί στα πελάγη του αναδυόμενου εθνικισμού. Σε αυτά τα πελάγη πλέει και σήμερα, ιδίως όσο στριμώχνεται από την επικείμενη ετυμηγορία για τις εγκληματικές της δραστηριότητες.
Το Μακεδονικό καλλιέργησε συλλογικά σύνδρομα, παρόξυνε την εθνική αυτοθυματοποίηση, επιτάχυνε την αποκοπή από τη διεθνή πραγματικότητα. Στον τόπο μας φούντωσε ένας ιδιότυπος «αμυνόμενος μεγαλοϊδεατισμός». Οι πλατείες σείστηκαν από το μυριόστομο σύνθημα «Ο γιαλός είναι στραβός, εμείς καλά αρμενίζουμε». Όσοι ανέβαιναν στην εξέδρα χτυπούσαν τα πλήθη γλυκά στην πλάτη: «Δεν πα’ να τη λένε όλοι Μακεδονία, μη τους ακούς. Εμείς θα κλείνουμε τα αυτιά μας. Θα σπαταλήσουμε διπλωματικό κεφάλαιο, θα κάνουμε πείσματα, θα αποσυρόμαστε από καλλιστεία και τουρνουά σκακιού, θα σβήνουμε τα αρχικά της ακατονόμαστης χώρας από την οθόνη σου όταν θα βλέπεις μπάσκετ, θα τους κρατάμε μούτρα, θα κάνουμε μποϊκοτάζ στο ένταμ και εμπάργκο στο πετρέλαιο. Θα καταψηφίζουμε στη Γιουροβίζιον. Θα γεμίζουμε ψησταριές και ΚΤΕΛ με αστέρια της Βεργίνας. Θα μιλάμε με δάκρυ στη φωνή, θα τεντώνουμε ορθόδοξα τόξα».
Συλλαλητήρια, εθνικοπατριωτικός οίστρος και έξαρση. Κι από την άλλη πλευρά των συνόρων, αυτοεκπληρούμενη και ανατροφοδοτούμενη προφητεία: οι εθνικιστές στην εξουσία των Σκοπίων κι οι δρόμοι τους μια Ντίσνευλαντ κιτσάτου εθνικισμού.
Ακούμε σήμερα πάλι τις ίδιες φωνές: να μη δεχτούμε, να βάλουμε βέτο. Ώσπου να μη μείνει καμιά χώρα που να μην τη λέει νέτα σκέτα Μακεδονία. Επαναλαμβάνω, υπάρχει ευαισθησία σε τμήματα του πληθυσμού ανάμικτη με αφέλεια και εθελοτυφλία. Όμως κινούν αίτιο είναι και οι Μακεδονομάχοι ΑΕ, η επιχείρηση που από το ‘90 παρουσιάζει μόνο κέρδη κάνοντας εμπόριο πατριωτισμού.
Έχουμε μπροστά μας ένα πλαίσιο συμφωνίας σχετικά ισοβαρές και συνεκτικό με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η Αθήνα αποσπά αλλαγή του ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων (με ασφαλιστικές δικλίδες τη συνταγματική αναθεώρηση και την ψήφιση από τη Βουλή των Σκοπίων). Τα Σκόπια κρατούν το στοιχειώδες, την ονομασία/ταυτότητα του λαού. Εξάλλου, η συμφωνία θα είναι βιώσιμη, μόνο αν δεν πιέζει αβάσταχτα τη μια πλευρά και δεν τροφοδοτεί υπέρμετρα τους εθνολαϊκιστές της.
Έστω, λοιπόν, με την πίεση του διεθνούς παράγοντα, έστω για λόγους ευρύτερης γεωστρατηγικής, άνοιξε η προοπτική επίλυσης ενός ζητήματος που από καιρό κακοφορμίζει. Η συγκυρία είναι μοναδική. Αφ’ ενός δύσκολα θα ξαναβρούμε Ζάεφ. Αφ’ ετέρου δύσκολα θα ξαναβρούμε ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί παρά τη βούληση του Βουκεφάλα, των ιεραρχών και των ενώσεων εφέδρων που εννοούν να ασκούν εξωτερική πολιτική. Χωρίς συμφωνία, το Μακεδονικό θα συνεχίσει να επιδρά τοξικά και οι θιασώτες του τέλματος θα έχουν πάρει την παρτίδα.
Αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη πρόκληση. Δεν νοείται υποχώρηση. Δεν υπάρχει άλλο διπλωματικό κεφάλαιο για κάψιμο, τυχόν υπαναχώρηση θα το εξαντλήσει με τρόπο βίαιο. Δεν μπορούμε άλλο πια να καταγγέλλουμε τον αλυτρωτισμό των άλλων με το ανακριβές, ανιστόρητο και -στα αυτιά των τρίτων- αλυτρωτικό: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Επιτέλους, ας αναγνωρίσουμε ότι η διεθνής διπλωματική και επικοινωνιακή εκστρατεία για την ελληνικότητα της Μακεδονίας ήταν μια θηριώδης «πατάτα». Παγιδευτήκαμε σε μια στρατηγική εσωτερικής κατανάλωσης. Αν υπογραφεί συμφωνία, η υπόθεση διασώζεται. Αν όχι, θα έχουμε εφαρμόσει υποδειγματικά τέτοια στρατηγική εγκλωβισμού στο αδιέξοδο που στο μέλλον θα διδάσκεται στις διπλωματικές ακαδημίες. Αν όχι, ο «χορός του Ζαλόγγου» που λέγαμε νωρίτερα θα ολοκληρωθεί.
Το Μακεδονικό είναι και ένας τρόπος να δούμε πόσο βαθιά, όχι μόνο δημοσιονομική, είναι η κρίση που μας μαστίζει. Δείγμα βαθιάς κρίσης ο διπλός λόγος. Διπλός ο λόγος πολλών μελών του πολιτικού προσωπικού στις ιδιωτικές τους συζητήσεις και στις δημόσιες τοποθετήσεις. Πρέπει να συμφωνήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να το πούμε στο λαό. Αυτό ακούμε χρόνια τώρα. Το ακούμε και τώρα, κάντε το εσείς, εμείς δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Διπλός ο λόγος της ραχοκοκαλιάς του διπλωματικού σώματος που έβλεπε το αδιέξοδο, αλλά δεν το διατύπωσε ποτέ. Διπλός ο λόγος εντός και εκτός συνόρων. Είναι καινοφανές το φαινόμενο, οι δύο παραδοσιακοί σχηματισμοί που αντανακλούν στην Ελλάδα τη σοσιαλδημοκρατία και τη χριστιανοδημοκρατία, στο ζήτημα του Μακεδονικού να αφίστανται πλήρως από τις θέσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών τους ομάδων. Δείχνει αυτό μια βαθιά κρίση ταυτότητας.
Βαθιά κρίση και το γεγονός ότι οι κήρυκες ενός «δρεπανηφόρου αντιλαϊκισμού» που κόβει ό,τι προεξέχει σε άλλα θέματα, σε τούτο εδώ το θέμα εμπορεύονται τον πιο αγοραίο λαϊκισμό. Κοιτάζει κανείς τις μεγάλες κυρίες του αστικού μας τύπου και δεν πιστεύει στα μάτια του.
Η Συμφωνία είναι ένα στοίχημα, γιατί ανοίγει την προοπτική κάποιας μετατόπισης του πολιτικού άξονα. Η διαρκής διολίσθηση προς τα ακροδεξιά έφερε τα τελευταία χρόνια διάφορες εκφάνσεις της να έχουν σταθερά θέση στις κυβερνήσεις ως σήμερα. Αυτό μπορεί να λάβει τέλος με την αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη γύρω από ερωτήματα υπαρξιακά για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εθνικό μας βηματισμό. Είναι φυσικά θλιβερό δείγμα της κρίσης το ότι έφτασε να εξαρτάται η εξέλιξη της Συμφωνίας εν μέρει από τον κ. Καμμένο. Ας αναλογιστούμε πώς φτάσαμε εδώ. Αλλά είναι επίσης δείγμα της βαθιάς, δομικής κρίσης μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης να χρησιμοποιούν ως φύλλο συκής για την ανεπάρκειά τους τον κ. Καμμένο.
Η αυξημένη ευαισθησία πολλών ανθρώπων απέναντι στο ζήτημα πρέπει να είναι σεβαστή και εμείς που θέλουμε την επίλυση του ζητήματος δεν πρέπει να τους απαξιώνουμε χαρακτηρίζοντάς τους συλλήβδην ως εθνικιστές. Είναι τεράστιο σφάλμα και χαρίζεις έναν κόσμο ολόκληρο στις δυνάμεις του αντικοινοβουλευτισμού. Από την άλλη, νομίζω ότι όλοι μας, σε όποια πλευρά και να τασσόμαστε σε αυτή την υπόθεση, έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη για το ποιος είναι δίπλα μας. Και στην πλευρά των αντιτιθέμενων, δυστυχώς, έχουν μαζευτεί πάρα πολλοί που κάνουν «πολιτικό κοντραμπάντο» με το Μακεδονικό, με τρόπο επικίνδυνο.
Εν κατακλείδι. Η Συμφωνία δίνει φωτεινή προοπτική σε έναν ορίζοντα βαρύ. Η ελπίδα να κλείσει θετικά δημιουργεί πολλαπλές θετικές προοπτικές για τις δύο χώρες και γενικότερα για την περιοχή των Βαλκανίων. Τα Βαλκάνια, άλλωστε, παρουσιάζουν κύκλους γεωπολιτικής αστάθειας με ανοιχτές εστίες αμφισβητήσεων και εθνικισμών. Επιπλέον, η επικύρωση της Συμφωνίας στέλνει θετικό σήμα, σε περίοδο ανόδου της εθνικιστικής περιχαράκωσης και της εσωστρέφειας των ευρωπαϊκών κρατών. Η Συμφωνία απεγκλωβίζει Ελλάδα και ΠΓΔΜ από μια διένεξη τριών δεκαετιών, η οποία τοξικά λειτούργησε για τις δύο κοινωνίες, συσσωρεύοντας ένα φορτίο έντασης, καχυποψίας, εθνικής μνησικακίας, και αυτοοικτιρμού.
Και πάντως, στα καθ’ ημάς, όλοι μας και πρωτίστως οι βουλευτές καλούνται να αποφασίσουν σε ποια πλευρά της Ιστορίας θέλουν να βρεθούν. Υπάρχει η πλευρά της περιχαράκωσης, της εθνικής μεμψιμοιρίας, του βαλκανικού επαρχιωτισμού. Υπάρχει και η πλευρά των ανοιχτών οριζόντων. Της αναμέτρησης με το μέλλον. Είναι η πλευρά του δημιουργικού, δημοκρατικού πατριωτισμού. Οι καιροί είναι πονηροί, το επόμενο διάστημα θα απαιτήσει ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και αποφασιστικότητα. Θα δεχτούμε επιθέσεις και προκλήσεις. Οι Μακεδονομάχοι ΑΕ δεν θα μείνουν αδιαμαρτύρητα χωρίς δουλειά. Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να αναδιατάξει και να διαμορφώσει το σκηνικό με νέους συσχετισμούς. Και πάντως, ακόμα και όσοι καταψηφίσουν τη Συμφωνία, είτε για λόγους συνείδησης είτε για λόγους μόνο αντιπολιτευτικούς, ας το κάνουν με επίγνωση του μείζονος διακυβεύματος. Αν έχουν σωφροσύνη, θα κρατήσουν αποστάσεις από φωνές περί μειοδοσίας που στο παρελθόν οδήγησαν σε εθνικούς διχασμούς. Και ελπίζω, έστω μόνοι με τον εαυτό τους, το βράδυ πριν κοιμηθούν, να ευχαριστούν τον Ύψιστο που άλλος αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος για τον τραγέλαφο που δημιούργησαν.
Κωστής Παπαϊωάννου
Πηγή: Η Αυγή