Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας στην παρ. 8 του άρθρου 497 ορίζει ότι «Τότε μόνο …. απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του».
Όσο δύσκολο και αν είναι να προσεγγίσει κανείς την ουσία μιας υπόθεσης χωρίς να έχει μπροστά του το σύνολο των στοιχείων, το νόημα των εγγυήσεων που συνδέονται με τη δημοσιότητα της δίκης και την υποχρέωση πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων βρίσκεται στο να μπορεί να ελεγχθεί, από όποιον παρακολουθεί τη διαδικασία ή διαβάζει την απόφαση, αν ορισμένος δικανικός συλλογισμός ήταν επιτυχημένος ή όχι.
Όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να εμφανίσουν ότι μόνο στελέχη της κυβέρνησης ή βουλευτές της συμπολίτευσης ενδιαφέρονται σχετικά, η αλήθεια είναι ότι συνολικά το ενδιαφέρον της κοινωνίας, στο πλαίσιο μιας σταθερής αναζήτησης της Δικαιοσύνης, είναι αυτό που αναδεικνύει ερωτήματα, όπως:
Τι από όλα όσα ορίζει το ως άνω άρθρο του ΚΠΔ ίσχυσε, πειστικά αιτιολογημένα, στην περίπτωση της Ηριάννας και το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών Αθήνας απέρριψε την αίτησή της για αναστολή εκτέλεσης της ποινής, που της είχε επιβληθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής της σε δεύτερο βαθμό;
Και, κατά πόσο η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου δεν έρχεται σε αντίθεση με άλλες σχετικά πρόσφατες αποφάσεις, με τις οποίες πρωτοβάθμια δικαστήρια δέχθηκαν να έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα οι εφέσεις κατηγορουμένων για οικονομικά και άλλα σοβαρά εγκλήματα, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινές πολυετούς κάθειρξης;
Και, ποιος μπορεί να μη σκεφτεί ότι η έλλειψη επιείκειας και η επίδειξη τέτοιας αυστηρότητας σε βάρος της συγκεκριμένης κατηγορούμενης δεν σχετίζεται με τη συγκυρία ή ότι αυτή δεν χρησιμοποιείται ως εργαλείο άσκησης πολιτικού σωφρονισμού και κοινωνικής πειθάρχησης;
Αυτονόητα, ο σεβασμός στη διάκριση των λειτουργιών και την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις της δεν υπόκεινται σε κριτική. Και όσοι θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται θα πρέπει να απαντήσουν τα ίδια ερωτήματα ευθέως στην ίδια την κοινωνία. Στην υπόθεση ανθρώπων, ιδίως των νέων, που οδηγούνται στη φυλακή μετά από μια κρίση που δεν έχει καν τελεσιδικήσει, δεν έχει κανείς δικαίωμα να μην υπερασπίζεται το δικαίωμα γνώμης υπέρ της αξίας του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν έχει δικαίωμα να σιωπά.
Ανάρτηση της Έφης Αχτσίογλου στο Facebook