Οταν στις 25 Ιανουαρίου 2020 διάβασα για πρώτη φορά ότι ο κορωνοϊός εξαπλωνόταν στην Κίνα, αμέσως σκέφτηκα τις επιπτώσεις που θα είχε αυτό το γεγονός στην παγκόσμια δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου. Από τα διαβάσματά μου για το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο ήξερα ότι η παρακώλυση και η αποδιοργάνωση της συνέχειας της κεφαλαιακής ροής θα είχαν ως αποτέλεσμα υποτιμήσεις αξίας και ότι η γενίκευση και εμβάθυνση αυτών των υποτιμήσεων θα σηματοδοτούσε την έναρξη κρίσεων. Γνώριζα, επίσης, καλά ότι η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ότι στην πραγματικότητα είχε σώσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2007-8. Αυτό σήμαινε ότι κάθε πλήγμα στην οικονομία της ήταν βέβαιο ότι θα είχε σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία, που έτσι κι αλλιώς βρισκόταν σε μια επικίνδυνη φάση. Το υφιστάμενο μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαίου αντιμετώπιζε, κατά τη γνώμη μου, πολλές δυσκολίες. Σχεδόν παντού υπήρχαν κινήματα διαμαρτυρίας (από το Σαντιάγο μέχρι τη Βηρυτό), πολλά από τα οποία υποστήριζαν ότι το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο δεν λειτουργούσε καλά για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στηρίζεται όλο και πιο πολύ στο πλασματικό κεφάλαιο και σε μια τεράστια επέκταση της προσφοράς χρήματος και του χρέους. Εδώ και καιρό, μάλιστα, είναι αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ανεπάρκειας της ενεργού ζήτησης, η οποία είναι αναγκαία για την πραγμάτωση της αξίας που μπορεί να παράγει το κεφάλαιο. Έτσι, πώς θα μπορούσε αυτό το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, με την κλονισμένη νομιμοποίησή του και την εύθραυστη υγεία του, να απορροφήσει και να αντέξει τις αναπόφευκτες επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης πανδημίας; Η απάντηση εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια και την επέκταση της αναταραχής, γιατί όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ, η υποτίμηση της αξίας των εμπορευμάτων δεν συμβαίνει επειδή αυτά δεν μπορούν να πουληθούν, αλλά γιατί δεν μπορούν να πωληθούν εγκαίρως.
Όταν εμφανίστηκε ο Covid-19, η κυρίαρχη αντίδραση ήταν να παρουσιαστεί σαν μια επανάληψη του SARS, κάτι που δεν θα δικαιολογούσε κάποιον πανικό. Το γεγονός ότι η επιδημία μαινόταν στην Κίνα, η οποία κινήθηκε γρήγορα και ανελέητα για να περιορίσει τις επιπτώσεις της, οδήγησε επίσης τον υπόλοιπο κόσμο να αντιμετωπίσει λανθασμένα το πρόβλημα σαν κάτι που συνέβαινε «εκεί πέρα», και συνεπώς αθέατο και αδιανόητο (μια υποτίμηση του κινδύνου που συνοδευόταν από κάποια ενοχλητικά σημάδια αντικινεζικής ξενοφοβίας σε ορισμένα μέρη του κόσμου).
Οι δημόσιες αρχές και τα συστήματα υγείας πιάστηκαν παντού με μεγάλες ελλείψεις προσωπικού. Σαράντα χρόνια νεοφιλελευθερισμού στη Βόρεια και Νότια Αμερική και στην Ευρώπη είχαν αφήσει το δημόσιο εντελώς εκτεθειμένο και απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση δημόσιας υγείας, αν και οι προηγηθείσες απειλές από τις επιδημίες Sars και Ebola είχαν δώσει πληθώρα προειδοποιήσεων και πειστικών μαθημάτων ως προς το τι έπρεπε να γίνει. Σε πολλά μέρη του υποτιθέμενου «πολιτισμένου» κόσμου, οι τοπικές κυβερνήσεις και οι περιφερειακές/κρατικές αρχές, που είναι πάντα η πρώτη γραμμή άμυνας σε παρόμοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, στερούνται πόρων λόγω της πολιτικής λιτότητας που σχεδιάστηκε έτσι ώστε να χρηματοδοτεί τις μειώσεις φόρων και τις επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Το επιχειρησιακό μοντέλο που εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών δημόσιας υγείας έχει εξαφανίσει κάθε δυνατότητα αντιμετώπισης μιας ενδεχόμενης περίπτωσης έκτακτης ανάγκης. Η πρόληψη δεν είναι ένα δελεαστικό πεδίο, ούτε καν για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλιστικού καταναλωτισμού
Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι εκτός ελέγχου σε όλο τον κόσμο. Η αναταραχή που μεταδίδεται μέσω των αλυσίδων αξίας των εταιρειών σε ορισμένους κλάδους αποδείχτηκε ότι είναι περισσότερο συστημική και σημαντική απ’ όσο είχε εκτιμηθεί αρχικά. Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα μπορεί να είναι η σύμπτυξη ή η διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων με στόχο τη δημιουργία μορφών παραγωγής μικρότερης έντασης εργασίας (με τεράστιες δυσμενείς συνέπειες στην εργασία) και η μεγαλύτερη εξάρτηση από παραγωγικά συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Η αποδιάρθρωση των παραγωγικών αλυσίδων συνεπάγεται την απόλυση εργαζομένων ή την παροχή σ’ αυτούς υποχρεωτικής άδειας, κάτι που εξασθενεί την τελική ζήτηση, ενώ η μείωση της ζήτησης πρώτων υλών εξασθενεί την παραγωγική κατανάλωση. Αυτές οι επιπτώσεις στην πλευρά της ζήτησης θα μπορούσαν να παραγάγουν, αυτοτελώς, το λιγότερο μια ήπια ύφεση.
Αλλά η αχίλλειος πτέρνα του οικονομικού συστήματος βρίσκεται αλλού. Ο τρόπος καταναλωτισμού που επικράτησε μετά το 2007-8 συντρίφτηκε με καταστροφικές συνέπειες. Αυτός ο τρόπος βασιζόταν στη δραστική μείωση του χρόνου ανανέωσης της κατανάλωσης, ώστε αυτός να προσεγγίζει όσο πιο πολύ γίνεται το μηδέν. Η πλημμύρα των επενδύσεων για την κάλυψη των αναγκών αυτού του καταναλωτισμού συνδέεται άμεσα με τη μέγιστη απορρόφηση του εκθετικά αυξανόμενου όγκου κεφαλαίου σε μορφές καταναλωτισμού που είχαν το συντομότερο δυνατό χρόνο ανανέωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο διεθνής τουρισμός. Τα διεθνή ταξίδια αυξήθηκαν από 800 εκατομμύρια σε 1,4 δισεκατομμύρια μεταξύ του 2010 και του 2018. Αυτή η μορφή άμεσου «βιωματικού» καταναλωτισμού απαιτούσε μαζικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, σε αεροδρόμια και αεροπορικές εταιρείες, σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, σε θεματικά πάρκα και πολιτιστικά γεγονότα, κλπ. Αυτός ο τόπος της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν υπάρχει πια σήμερα, οι αεροπορικές εταιρείες είναι κοντά στην πτώχευση, τα ξενοδοχεία είναι άδεια και ο κίνδυνος μαζικής ανεργίας στους κλάδους φιλοξενίας είναι άμεσος.
Το φαί έξω από το σπίτι δεν είναι καλή ιδέα και σε πολλά μέρη έχουν κλείσει τα εστιατόρια και τα μπαρ. Ακόμα και να παίρνεις φαγητό σε πακέτο θεωρείται επικίνδυνο. Όσοι και όσες ανήκουν στον τεράστιο στρατό των εργαζόμενων στην οικονομία περιστασιακής απασχόλησης [gig economy], ή σε άλλες μορφές επισφαλούς εργασίας, απολύονται χωρίς ορατά σημάδια κάποιας στήριξής τους. Εκδηλώσεις όπως πολιτιστικά φεστιβάλ, πρωταθλήματα ποδοσφαίρου και μπάσκετ, συναυλίες, επιχειρηματικά και επαγγελματικά συνέδρια, ακόμα και προεκλογικές πολιτικές συγκεντρώσεις, ματαιώνονται. Αυτές οι μορφές του «βασιζόμενου σε εκδηλώσεις» βιωματικού καταναλωτισμού έχουν πια εκλείψει. Τα έσοδα των τοπικών κυβερνήσεων καταβαραθρώθηκαν. Τα πανεπιστήμια και τα σχολεία κλείνουν.
Ένα μεγάλο μέρος του πρωτοποριακού μοντέλου του σύγχρονου καπιταλιστικού καταναλωτισμού έχει τεθεί εκτός λειτουργίας στις παρούσες συνθήκες. Η επιθυμία αυτού που ο Αντρέ Γκορζ αναφέρει ως «αντισταθμιστικό καταναλωτισμό» (στον οποίο οι αλλοτριωμένοι εργάτες υποτίθεται ότι ανακτούν τη διάθεσή τους με ένα πακέτο διακοπών σε μια τροπική παραλία) αμβλύνθηκε.
Όμως, οι σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες εξαρτώνται σε ποσοστό 70% ή ακόμα και 80% από τον καταναλωτισμό. Η εμπιστοσύνη και το συναίσθημα του καταναλωτή είναι τα τελευταία σαράντα χρόνια το κλειδί για την κινητοποίηση της ενεργού ζήτησης, ενώ η κινητήρια δύναμη του κεφαλαίου είναι όλο και περισσότερο η ζήτηση και οι ανάγκες. Αυτή η πηγή της οικονομικής δραστηριότητας δεν έχει υποστεί ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις (με μερικές εξαιρέσεις, όπως η περίπτωση της έκρηξης του ισλανδικού ηφαιστείου το 2010 που μπλοκάρισε τις διατλαντικές πτήσεις για μια-δυο βδομάδες). Ο Covid-19 είναι η αιτία όχι μιας ανεξέλεγκτης διακύμανσης, αλλά μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης του πυρήνα εκείνης της μορφής του καταναλωτισμού που κυριαρχεί στις πιο πλούσιες χώρες. Η σπειροειδής μορφή της αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου καταρρέει εσωτερικά, από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Το μόνο πράγμα που μπορεί να τη σώσει, είναι ένας μαζικός καταναλωτισμός χρηματοδοτούμενος και προωθούμενος από τις κυβερνήσεις, που θα εμφανιστεί από το πουθενά με ένα μαγικό τρόπο. Αυτό θα απαιτήσει, για παράδειγμα, την κοινωνικοποίηση όλης της αμερικανικής οικονομίας, χωρίς αυτό να αποκληθεί σοσιαλισμός. Εδώ να σημειωθεί ότι ο παλαιός, ευρύτατα δημοφιλής, σκεπτικισμός σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης μιας κυβέρνησης εξοπλισμένης με ευρείες εξουσίες έχει υποχωρήσει, ενώ αναγνωρίζεται πλέον ευρύτερα η διαφορά μεταξύ καλών και κακών διοικήσεων. Η ύπαρξη κυβερνήσεων δουλικών στα συμφέροντα των μετόχων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (όπως συνέβη το 2007-8) αποδείχτηκε ότι ήταν μια κακή ιδέα.
Τα ταξικά χαρακτηριστικά της πανδημίας
Υπάρχει ένας βολικός μύθος ότι οι μολυσματικές ασθένειες δεν γνωρίζουν ταξικά ή άλλα κοινωνικά εμπόδια και σύνορα. Όπως συμβαίνει με πολλές από τις εκφράσεις αυτού του είδους, υπάρχει κάποια αλήθεια και σ’ αυτήν. Στις επιδημίες χολέρας του 19ου αιώνα, η υπέρβαση των ταξικών εμποδίων ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε να προκαλέσει τη γέννηση ενός κινήματος για δημόσιες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες υγείας (που απέκτησε επαγγελματικό χαρακτήρα), το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. Βέβαια, δεν είναι σαφές αν αυτό το κίνημα σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τους πάντες ή μόνο τις ανώτερες τάξεις. Σήμερα, όμως, οι συγκρίσεις των ταξικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας δείχνουν άλλα πράγματα.
Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις φιλτράρονται από τις «καθιερωμένες» (εθιμικές) διακρίσεις που είναι παντού ορατές. Κατ’ αρχάς, το εργατικό δυναμικό από το οποίο αναμένεται να αναλάβει τη φροντίδα του αυξανόμενου αριθμού ασθενών έχει συνήθως, στα περισσότερα μέρη του κόσμου, έντονα έμφυλα, φυλετικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά. Aντικατοπτρίζει το ταξικό δυναμικό που υπάρχει, για παράδειγμα, στα αεροδρόμια και σε άλλους κλάδους της υλικοτεχνικής υποδομής. Όσοι και όσες ανήκουν στη «νέα εργατική τάξη» είναι στην εμπροσθοφυλακή και η μοίρα τους είναι ή να γίνουν το εργατικό δυναμικό που διακινδυνεύει περισσότερο να μολυνθεί από το ιό λόγω της εργασίας τους, ή να απολυθούν χωρίς να έχουν κάποια άλλη πηγή εισοδήματος, λόγω των οικονομικών περικοπών που επιβάλλει ο κορωνοϊός. Για παράδειγμα, ένα ζήτημα είναι ποιοι μπορούν να εργαστούν από το σπίτι και ποιοι όχι. Αυτό οξύνει τον κοινωνικό διαχωρισμό, όπως και το ζήτημα ποιοι μπορούν να αντέξουν την απομόνωση ή την καραντίνα (αμειβόμενοι ή όχι) στην περίπτωση που έχουν έρθει σε επαφή με νοσούντα ή νοσούν οι ίδιοι. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι σεισμοί στη Νικαράγουα (1973) και στην Πόλη του Μεξικού (1985) ήταν, όπως τους είχα αποκαλέσει, «ταξικές δονήσεις», έτσι και η εξέλιξη του Covid-19 εμφανίζει τα χαρακτηριστικά μιας ταξικής, έμφυλης και φυλετικής πανδημίας. Αν και οι προσπάθειες για τον περιορισμό της νόσου κρύβεται βολικά στη μεγαλοστομία «σ’ αυτή τη δοκιμασία είμαστε όλοι μαζί», οι πρακτικές, ειδικότερα από την πλευρά των εθνικών κυβερνήσεων, υποκρύπτουν πιο σκοτεινά κίνητρα. Η σύγχρονη εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες (που αποτελείται κατά κύριο λόγο από αφροαμερικανούς, λατινοαμερικανούς και μισθωτές εργαζόμενες) είναι αντιμέτωπη με τη φρικτή επιλογή μεταξύ της μόλυνσης στο όνομα της φροντίδας και της διατήρησης ανοιχτών των βασικών εφοδιαστικών μονάδων (όπως τα σούπερ μάρκετ) και της ανεργίας χωρίς επιδόματα (που θα τους εξασφάλιζαν μια επαρκή υγειονομική περίθαλψη). Κάποιοι μισθωτοί (όπως εγώ) εργάζονται από το σπίτι και εισπράττουν την αμοιβή τους όπως πριν, ενώ τα υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων πετούν εδώ κι εκεί με ιδιωτικά τζετ και ελικόπτερα.
Το εργατικό δυναμικό στα περισσότερα μέρη του κόσμου έχει από καιρό εκπαιδευτεί κοινωνικά να συμπεριφέρεται σαν ένα καλό νεοφιλελεύθερο υποκείμενο (κάτι που σημαίνει όσοι και όσες ανήκουν σ’ αυτό να κατηγορούν τον εαυτό τους ή το θεό αν κάτι πάει άσχημα, αλλά να μην τολμούν ποτέ να διατυπώσουν την άποψη ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να είναι ο καπιταλισμός). Αλλά ακόμα και τα καλά νεοφιλελεύθερα υποκείμενα μπορούν να δουν ότι υπάρχει κάποιο λάθος στον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτή η πανδημία.
Το καθήκον όσων προτείνουν μια αντικαπιταλιστική πολιτική
Το μεγάλο ερώτημα είναι πόσο καιρό θα συνεχιστεί όλο αυτό. Μπορεί και πιο πολύ από ένα χρόνο και όσο περισσότερο διαρκέσει τόσο μεγαλύτερη θα είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Η ανεργία είναι σχεδόν βέβαιο ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρξουν μαζικές κρατικές παρεμβάσεις αντίθετες στη νεοφιλελεύθερη φύτρα, θα φτάσει σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά της δεκαετίας του 1930. Τα άμεσα επακόλουθα για την οικονομία, καθώς και για την κοινωνική καθημερινή ζωή είναι πολυάριθμα. Αλλά δεν είναι όλα άσχημα. Όσο ο σύγχρονος καταναλωτισμός γίνεται υπερβολικός, προσεγγίζει αυτό που ο Μαρξ είχε περιγράψει ως «υπερκατανάλωση και παράλογη κατανάλωση, που με τη σειρά της σηματοδοτεί το τερατώδες και το παράξενο, την κατάρρευση» του όλου συστήματος. Η αλόγιστη υπερκατανάλωση έχει παίξει ένα πολύ μεγάλο ρόλο στην περιβαλλοντική υποβάθμιση. Έτσι, η ματαίωση των πτήσεων και ο δραστικός περιορισμός των μεταφορών και των μετακινήσεων είχε θετικές συνέπειες σε σχέση με την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Η ποιότητα του αέρα στη Γιουχάν βελτιώθηκε πολύ, κάτι που συνέβη και σε πολλές αμερικανικές πόλεις. Οι οικοτουριστικές περιοχές θα έχουν το χρόνο να ανακάμψουν από τα ποδοπατήματα των επισκεπτών. Οι κύκνοι επέστρεψαν στα κανάλια της Βενετίας. Στο βαθμό που η επιθυμία για αλόγιστο και άφρονα υπερκαταναλωτισμό συγκρατηθεί, θα υπάρξουν κάποια μακροχρόνια οφέλη. Λιγότεροι θάνατοι στο Έβερεστ θα ήταν ένα καλό πράγμα. Και ενώ κανείς δεν το φωνάζει δυνατά, η δημογραφική μεροληψία του ιού μπορεί να καταλήξει στον επηρεασμό των ηλικιακών πυραμίδων με μακροχρόνια αποτελέσματα στο βάρος της κοινωνικής ασφάλισης και στο μέλλον του «κλάδου της φροντίδας». Ο ρυθμός της καθημερινής ζωής θα επιβραδυνθεί και για κάποιους ανθρώπους αυτό θα είναι μια ευλογία. Οι συνιστώμενοι κανόνες κοινωνικής απόστασης θα μπορούσε, αν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνεχιστεί για πολύ, να οδηγήσει σε πολιτισμικές αλλαγές. Η μόνη μορφή βιωματικού καταναλωτισμού που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ωφεληθεί, είναι αυτή που ονομάζω οικονομία του «Netflix», που τροφοδοτεί τους «αχόρταγους θεατές» διαφόρων σειρών.
Δεδομένου ότι η Κίνα δεν μπορεί να επαναλάβει το ρόλο που έπαιξε το 2007-8, το βάρος της εξόδου από την παρούσα οικονομική κρίση πέφτει τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, και εδώ έχουμε να κάνουμε με την απόλυτη ειρωνεία: οι μόνες πολιτικές που μπορούν να έχουν αποτελέσματα, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, είναι πολύ πιο σοσιαλιστικές από οτιδήποτε θα μπορούσε να προτείνει ο Μπέρνι Σάντερς, και αυτά τα προγράμματα σωτηρίας πρέπει να εφαρμοστούν υπό την αιγίδα του Ντόναλντ Τραμπ, ενδεχομένως με τη μάσκα του συνθήματος: «Να κάνουμε την Αμερική και πάλι μεγάλη». Όλοι αυτοί οι ρεπουμπλικάνοι που αντιτάχθηκαν τόσο διαισθητικά στο πακέτο σωτηρίας του 2007-8, θα πρέπει ή να πιουν το ξυδάκι τους ή να αψηφήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτός μάλλον θα ματαιώσει τις εκλογές λόγω της έκτακτης κατάστασης και θα διακηρύξει την έναρξη μιας αυτοκρατορικής προεδρίας για να σώσει το κεφάλαιο και τον κόσμο από την εξέγερση και την επανάσταση. Αν οι μόνες πολιτικές που αποδίδουν είναι οι σοσιαλιστικές, τότε η άρχουσα ολιγαρχία, χωρίς αμφιβολία, θα κινηθεί για να εξασφαλίσει ότι αυτές δεν θα είναι λαϊκές σοσιαλιστικές, αλλά εθνικές σοσιαλιστικές. Καθήκον των δυνάμεων που προτείνουν μια αντικαπιταλιστική πολιτική είναι να εμποδίσουν αυτή την εξέλιξη.
David Harvey
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή