Τον γνωρίσαμε από το σύντομο μυθιστόρημά του «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια» –με την αληθινή ιστορία του κομουνιστή εργάτη Φερνάν Ιβτόν, του μοναδικού ευρωπαίου, ανάμεσα στους διακόσιους περίπου πολιτικούς κρατούμενους που εκτέλεσε το γαλλικό κράτος κατά τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία της Αλγερίας–, βιβλίο για το οποίο αρνήθηκε το βραβείο Goncourt. Και αμέσως μετά, με την ποιητική αναφορά του στο θρυλικό λιμάνι της Χάβρης, «Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος», και αργότερα με το «Κανακύ» και την εκτέλεση του ηγέτη στον αγώνα της Καληδονίας Αλφόνς Ντιανού – τη δεκαετία του 1980 από γάλλους αποικιοκράτες. Αλλά και με τα πιο πρόσφατα: «Έτσι τους κάνουμε πόλεμο» –την έξοχη αφήγηση για τις απαρχές, την αιχμή και την υποχώρηση του ριζοσπαστικού κινήματος ενάντια στη θανάτωση και τον βασανισμό των ζώων– και «Μακριά, ο ουρανός του Νότου» τη σύντομη διαμονή του εμβληματικού ηγέτη της βιετναμέζικης επανάστασης Χο Τσι Μινχ στο Παρίσι κατά τη νεότητά του.
Για όλα αυτά είχαμε τη χαρά και την τιμή να μιλήσουμε με τον γάλλο συγγραφέα Ζοζέφ Αντράς σε μία από τις σπάνιες ομολογουμένως συνεντεύξεις του.
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον μεταφραστή του Αντράς, Γιώργο Καράμπελα, για τη μετάφραση και συνολικά για την πολύτιμη βοήθειά του.
Θα λέγατε ότι η λογοτεχνία σας είναι στρατευμένη με την κλασική έννοια του όρου;
Προτιμώ να αντιστρέψω την πρόταση. Κάθε έργο, από τη στιγμή που βγαίνει στον δημόσιο χώρο, στρατεύεται. Συνδέεται με την κοινωνική τάξη. Αποφαίνεται, μιλώντας ή σιωπώντας, υπέρ ενός κόσμου ή ενός άλλου κόσμου: αυτού που υπάρχει, εκείνου που θα μπορούσε να υπάρξει. Παρατείνει, λοιπόν, σε ποικίλους βαθμούς, την πορεία των πραγμάτων ή προσπαθεί να της αντιταχθεί. Επιβεβαιώνει τις κυρίαρχες συντεταγμένες ή τις παραβιάζει. Διαιωνίζει το σύνηθες ή αρνείται να το επικυρώσει. Ένα μυθιστόρημα για έναν αρχιτέκτονα που ερωτεύεται παράφορα τη σύντροφο του πελάτη του είναι τρομερά στρατευμένο. Τέτοιες ιστορίες φτιάχνονται για να συνεχίζουμε να αφηγούμαστε τον κόσμο ως έχει. Και, παράλληλα, άλλες ιστορίες καταπιάνονται με άλλα πράγματα. Δεν αισθάνομαι λοιπόν περισσότερο «στρατευμένος» από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα.
Πώς κρίνετε την υποδοχή που επιφύλαξαν οι συστημικοί κριτικοί αλλά και το αναγνωστικό κοινό στη σκληρή σας αφήγηση για την εκτέλεση του Φερνάν Ιβτόν από το γαλλικό κράτος στο πρώτο σας βιβλίο, «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια»; Σας εξέπληξε;
Εκείνη την εποχή, είχα κρατηθεί μακριά από τη δημοσίευση του βιβλίου. Από την πρόσληψή του. Η έκδοσή του είχε περιβληθεί από συζητήσεις ξένες προς το κείμενο, έτσι είχα συγκεντρωθεί σε άλλες δουλειές. Αργότερα μόνο διάβασα ορισμένες κριτικές – αλλά τα πράγματα στο τέλος πάντα σε αγγίζουν. Σου λένε: «Διάβασες το τάδε ή το δείνα;» Μου έκανε λοιπόν εντύπωση που η υποδοχή του βιβλίου ήταν, ας πούμε, ενθουσιώδης. Αυτό που μου προξένησε έκπληξη ήταν το εξής: ένας κομουνιστής εργάτης που βάζει μια βόμβα για να υποστηρίξει τον αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, κανονικά δεν θα έπρεπε να προκαλεί τέτοια ομόφωνη αποδοχή από τους κριτικούς. Προβληματίστηκα. Δύο διαστάσεις δημιούργησαν αυτή την παρεξήγηση: η λέξη «μυθιστόρημα» και ο ιστορικά παρελθών χαρακτήρας των γεγονότων που αφηγούμουν. Η μυθοπλασία ημερώνει, κολακεύει, γοητεύει. Και το παρελθόν λειαίνει τα πάντα. Κάνει αξιαγάπητο ό,τι άλλοτε θα καταπολεμιόταν. Εκθειάζει ό,τι άλλοτε θα αντιμετωπιζόταν με βδελυγμία. Αυτό άλλαξε τη σχέση μου με τη γραφή της Ιστορίας: δεν ξαναέγραψα μυθιστόρημα.
Για να περάσουμε στις πιο πρόσφατες δουλειές σας, στο «Έτσι τους κάνουμε πόλεμο», σκιαγραφείτε έξοχα τις απαρχές, την αιχμή και την υποχώρηση του ριζοσπαστικού κινήματος ενάντια στη θανάτωση και τον βασανισμό των ζώων. Πιστεύετε πως κάθε κίνημα που θέλει να αλλάξει την κοινωνία οφείλει να συμπεριλάβει σήμερα το ζήτημα αυτό ως ένα από τα βασικά αιτήματά του;
Θα έλεγα για την ακρίβεια ότι θεωρώ το ζήτημα των ζώων κεντρικό. Με την κυριολεκτική έννοια του όρου: τοποθετείται στο κέντρο. Το θεωρώ τον πυρήνα, την αφετηρία από την οποία θα μπορούσαμε, σταδιακά, να καταλύσουμε όλες τις υποταγές και τους διωγμούς. Η βία που πλήττει τα ζώα είναι η πιο μαζική και η πιο αποδεκτή – με χαώδη διαφορά. Τόσο πολύ, μάλιστα, που δεν εκλαμβάνεται καν ως βία. Ακυρώνουμε μέχρι και την ιδέα της ζωής, της ατομικότητας. Βασανίζουμε το «τίποτα». Σκοτώνουμε κατά συρροή το μηδέν. Η κοινωνική μας τάξη στηρίζεται σε αυτή την ολοκληρωτική άρνηση. Όμως αυτή η καθημερινή αποχαλίνωση της βίας δεν συγκαλύπτεται απλώς: καθοσιώνεται από τον νόμο. Τα πρόσωπα που αντιστέκονται σωματικά στον θάνατο άλλων προσώπων, ζώων εν προκειμένω, σέρνονται στα δικαστήρια. Σε τέτοιες βάσεις, μου φαίνεται αδύνατος ένας μετασχηματισμός της κοινωνίας. Θέλω να πω, ένας μετασχηματισμός διαρκείας. Τον Νοέμβριο του 1918, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε σε ένα άρθρο: «Ένας κόσμος πρέπει να ανατραπεί, αλλά κάθε δάκρυ που θα μπορούσε να αποφευχθεί είναι μια κατηγορία· και ο άνθρωπος που, πάνω στη βιάση του να κάνει κάτι σπουδαίο, συνθλίβει από αβλεψία έστω κι ένα κακόμοιρο σκουληκάκι διαπράττει έγκλημα». Δεν είναι τυχαίο ότι ένα σημαντικό κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος, περισσότερο από κάθε άλλη παράδοση αγώνα, έχει σκεφτεί και εντάξει προ πολλού στις διεκδικήσεις του το ζώο. Οι γυναίκες αυτές, υποβαθμισμένες και καταφρονημένες, έχουν αμφισβητήσει τη γενική αρχιτεκτονική του αποκλεισμού και της ιεραρχίας. Με άλλα λόγια, τα παρακλάδια της, τις παραφυάδες της, τα ξεσπάσματά της. Ο κύριος ανέκαθεν άπλωνε χέρι στο ζώο πριν χτυπήσει τον δούλο: πρέπει επομένως να ελευθερώσουμε μαζί το ζώο και τον δούλο, και μετά να εξοντώσουμε τον κύριο.
Στις σημειώσεις σας στο «Έτσι τους κάνουμε πόλεμο», αφιερώνετε το βιβλίο στους «ανυπότακτους, στους λιποτάκτες, στους σαμποτέρ και στους ειρηνιστές». Γιατί σε αυτούς;
Οι λέξεις αυτές εννοούν όλους εκείνους και όλες εκείνες που αρνούνται να πάρουν μέρος στην εκμετάλλευση του ζωικού κόσμου. Τους βλέπω, σε αυτόν τον πόλεμο που διεξάγουμε ενάντια στα ζώα, σαν πρόσωπα που αρνούνται να σηκώσουν όπλο και να ανοίξουν πυρ. Λιποτακτούν, καμιά φορά αθόρυβα, από το πεδίο της μάχης. Δεν θέλουν άλλη εμπλοκή στις επιχειρήσεις. Ανεμίζουν τη λευκή σημαία και λένε ότι μια άλλη κοινωνική δομή είναι νοητή – και ότι σε αυτήν όλοι θα βρεθούν λυτρωμένοι. Και, μερικές φορές, σαμποτάρουν τους εξοπλισμούς ελπίζοντας να μειώσουν τις απώλειες.
Στο «Μακριά, ο ουρανός του Νότου», καταπιάνεστε με τη βραχύβια διαμονή του εμβληματικού ηγέτη της βιετναμέζικης επανάστασης Χο Τσι Μινχ στο Παρίσι κατά τη νεότητά του. Πόσο θεωρείτε ότι συντέλεσε η διαμονή του αυτή στη διαμόρφωση της μετέπειτα ηγετικής φυσιογνωμίας του;
Ο Χο Τσι Μινχ διαμορφώθηκε στο Παρίσι. Πρόκειται λοιπόν για ουσιώδη στιγμή της ύπαρξής του. Έφτασε στη Γαλλία ως περιπλανώμενος εργάτης και ανακάλυψε στην πρωτεύουσα τις οργανώσεις, τις φυσιογνωμίες, τα κείμενα και τα θεωρητικά θεμέλια του σοσιαλιστικού και επαναστατικού κινήματος. Εκεί άρχισε να αγωνίζεται, να γράφει, να δημοσιεύει, να μιλάει δημόσια. Συνδέθηκε με το Κομουνιστικό Κόμμα πριν πάει στη Σοβιετική Ένωση και γίνει, αργότερα, ο κομουνιστής ηγέτης που γνωρίζουμε. Σε όλη του τη ζωή, σε διάφορες συναντήσεις και συζητήσεις του, μιλούσε γι’ αυτή την περίοδο της διαμόρφωσής του – με ένα είδος τρυφερότητας, νομίζω.
Στο ίδιο βιβλίο, με αφορμή τον Χο Τσι Μινχ, ταξιδεύετε γεωγραφικά και ιστορικά σε ό,τι συνέβαινε στο Παρίσι, στην Ευρώπη και στην αποικιοκρατούμενη Ινδοκίνα εκείνη την εποχή. Ο τρόπος δουλειάς σας σε αυτό το βιβλίο, όσο και στο λίγο παλιότερο «Κανακύ», με την προσωπική εμπλοκή σας στο κείμενο ως ερευνητή, μοιάζει να υποδηλώνει ότι η ιστορική μνήμη γενικά, και ειδικότερα η μνήμη των καταπιεσμένων, εξαρτάται απολύτως από την ενεργοποίησή της στο παρόν. Θα συμφωνούσατε; Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος –και τόπος– μιας τέτοιας ενεργοποίησης;
Ακριβώς έτσι είναι: μιλώ για το παρελθόν για σκοπούς του παρόντος. Η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία έχει φυσικά την αξία της, εγώ όμως προσπαθώ να ξεφύγω από τις μουσειακές αφηγήσεις. Από τις εκθέσεις τέχνης που επισκεπτόμαστε με τα χέρια στην τσέπη. Θυμίζω τι λέγαμε αναφορικά με το «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια»: το μυθιστορηματικό είδος, χωρίς συμμετοχή του αφηγητή, παράγει μια απόσταση ανάμεσα στο θέμα και την πρόσληψή του. Είναι ένας από τους λόγους που με έκαναν να προσθέσω αυτό το «εγώ», που δεν μου ερχόταν καθόλου αυθόρμητα. Χάρη σε αυτό, μπορώ να φέρω στο φως τις συνέπειες και τις συνέχειες. Δείχνω τον νεαρό Χο Τσι Μινχ τη στιγμή που η Γαλλία ζει έναν ξεσηκωμό εξεγερσιακού τύπου –ήταν όλα έτοιμα για να μπορέσει να δραπετεύσει ο Μακρόν σε περίπτωση εισβολής [των Κίτρινων Γιλέκων] στο προεδρικό μέγαρο–, ενώ το «Κανακύ» συνδέει τη ζωή του Αλφόνς Ντιανού τη δεκαετία του 1980 με το πρόσφατο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Νέας Καληδονίας. Είναι αυτός ένας τρόπος για να βουλώσει η μυθιστορηματική και ρομαντική διέξοδος.
Συμφωνείτε ότι τα κείμενά σας έχουν μια μύχια σχέση με την ποίηση; Θα δεχόσασταν την άποψη ότι υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση της πρόζας σας προς πιο ποιητικές μορφές, ιδίως μετά το αφηγηματικό σας ποίημα «Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος»;
Μύχια, σίγουρα. Όμως η σχέση αυτή υπάρχει από τις πρώτες στιγμές της γραφής μου. Στο μυαλό μου, το «Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος» δεν σηματοδοτεί κάποια ρήξη: η γλώσσα αυτή ήταν εκεί, παρούσα, στη διάθεσή μου. Με μια έννοια, με υποχρέωσα να γράψω το «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια» σε μια γλώσσα απογυμνωμένη, φιλτραρισμένη, εύληπτη. Υποχρέωση που επέτρεψα στον εαυτό μου να άρει με το «Μακριά, ο ουρανός του Νότου» και το «Έτσι τους κάνουμε πόλεμο». Αυτά, οφείλω να ομολογήσω, τα έγραψα χωρίς να έχω στον νου μου τον αναγνώστη.
Αντώνης Ν. Φράγκος