Τα τρέχοντα κοσμοϊστορικά γεγονότα—και δη η άμεση αμερικανική εμπλοκή—αναδιαμορφώνουν τη Μέση Ανατολή και θα καθορίσουν την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος, το οποίο παραμένει στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του.
Αν θα μπορούσε να βγει κάτι θετικό από την κλιμάκωση της ισραηλινο-ιρανικής σύγκρουσης, θα ήταν η ενδεχόμενη βελτίωση της κατάστασης στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, τουλάχιστον σε σχέση με την καθημερινότητα που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι και ιδίως τον αυξανόμενο αριθμό θυμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε διάστημα 22 μηνών από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, ο πληθυσμός της έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 6% (υπολογίζοντας τους περίπου 56.000 νεκρούς και εκείνους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γάζα λόγω των βομβαρδισμών, της πείνας και των κακουχιών οι οποίοι ανέρχονται σε 100.000).
Εντούτοις παρατηρούμε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα ήδη δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 200 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 1000. Εξ αυτών, ένας σημαντικός αριθμός σκοτώθηκε στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν τα μόλις 4 (από τα 100 που υπήρχαν) σημεία διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας που πλέον διαχειρίζεται το Ανθρωπιστικό Ίδρυμα για τη Γάζα (GHF). Πρόκειται για έναν νέο μηχανισμό διανομής βοήθειας που δημιουργήθηκε, έπειτα από σχεδόν 3 μήνες διακοπής, με τη συνεργασία αμερικανικών και ισραηλινών αρχών με στόχο να αποκλειστούν και να αντικατασταθούν τοπικές και διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Η κλιμάκωση επέφερε και μία άλλη, λιγότερο εμφανή, επιδείνωση η οποία αφορά τους παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ (γνωστοί και ως Αραβο-ισραηλινοί) που αποτελούν περίπου το 21% του πληθυσμού. Οι πόλεις που κατοικούνται κυρίως από Αραβο-ισραηλινούς, όπως η Ταμρα, διαθέτουν ελάχιστα ή και καθόλου καταφύγια, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να είναι εκτεθειμένοι στους ιρανικούς πυραύλους. Ταυτόχρονα, υπάρχουν καταγγελίες για αποκλεισμό τους από τα καταφύγια σε πόλεις με μικτό πληθυσμό, συνεχίζοντας τη μακρά ιστορία αποκλεισμού και περιθωριοποίησής τους από το κράτος του Ισραήλ.
Παράλληλα, στη Δυτική Όχθη, οι ισραηλινές Αρχές εγκλώβισαν ουσιαστικά τους Παλαιστίνιους στις πόλεις και τα χωριά τους, ενεργοποιώντας τα περίπου 900 σημεία ελέγχου και πύλες εισόδου που υπάρχουν σε όλη τη Δυτική Όχθη. Παράλληλα με την απαγόρευση μετακίνησης, οι ισραηλινοί έποικοι δεν σταμάτησαν τις βίαιες επιδρομές εναντίων των Παλαιστινίων.
Μεταξύ φόβου και ελπίδας
Πολλοί Παλαιστίνιοι φοβούνται ότι ο πόλεμος μεταξύ Ιράν-Ισραήλ θα αποσυντονίσει τις προσπάθειες διαμεσολάβησης και θα παρατείνει περεταίρω τη γενοκτονία στη Γάζα και την εθνοκάθαρση στη Δυτική Όχθη. Στο πολιτικό παλαιστινιακό προσκήνιο, σε αντίθεση με τις άλλες ηγεσίες της Μέσης Ανατολής, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια για τον πόλεμο Ιράν-Ισραήλ, καθώς από την μία πλευρά ευελπιστεί ότι η αποδυνάμωση του Ιράν θα συμβάλει στην έκλειψη ομάδων όπως η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, εξουδετερώνοντας έτσι την αντιπολίτευση στο πρόσωπο του Μαχμούντ Αμπάς. Από την άλλη πλευρά, ελπίζει ότι το Ιράν θα καταφέρει να κλονίσει—σε κάποιο βαθμό—την υπεροψία του Ισραήλ, διότι αν δεν το πλήξει και βγει αλώβητο από αυτόν τον πόλεμο, δεν θα υπάρχει κανένα κίνητρο ή πίεση για αναθεώρηση των σχεδίων του για τη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Το σχέδιο της πληθυσμιακής αποστράγγισης των Παλαιστινίων και η επέκταση του Ισραήλ
Παρόλο που οι ισραηλινές Αρχές ανακοίνωσαν ότι η Γάζα υποβιβάζεται σε δευτερεύον μέτωπο έως τη λήξη του πολέμου με το Ιράν, δεν φαίνεται αυτό να μεταφράζεται σε κάποια αλλαγή του ευρύτερου ισραηλινού σχεδιασμού. Το Ισραήλ επιδιώκει τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία του στη Γάζα, τουλάχιστον στο ήδη ελεγχόμενο 70% των εδαφών, από όπου έχει εκδιωχθεί ο παλαιστινιακός πληθυσμός. Παράλληλα, πολλοί από το κίνημα των εποίκων έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να εγκατασταθούν στον θύλακα. Συνεπώς, οι δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιοι στη Γάζα, ή τουλάχιστον όσοι έχουν απομείνει, θα περιοριστούν στις λεγόμενες «ζώνες ασφαλείας ή ανθρωπιστικές ζώνες», όπως αυτές που υπάρχουν τώρα στο νότιο τμήμα της Γάζας.
Ομοίως, η κατάσταση στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ σηματοδοτεί την παρουσία αντίστοιχων προθέσεων. Οι ισραηλινοί έποικοι—700.000 στη Δυτική Όχθη και 300.000 στην Ανατολική Ιερουσαλήμ—αποτελούν βασικό εργαλείο για την προώθηση της επεκτατικής πολιτικής του Ισραήλ. Στοιχεία δείχνουν ότι από το 2011 εντατικοποιήθηκαν οι στρατιωτικές επιδρομές και οι επιθέσεις από εποίκους, οδηγώντας στον εκτοπισμό μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων. Υπολογίζεται ότι μόνο το 2024 πάνω από 800 παλαιστινιακά σπίτια ή περιουσίες καταστράφηκαν ή και καταλήφθηκαν από εποίκους. Οι έποικοι είναι οπλισμένοι και συνήθως στο «έργο» τους τούς συνδράμουν οι Ισραηλινές Δυνάμεις Ασφαλείας (IDF), σε αντίθεση με τους Παλαιστίνιους που οποιαδήποτε αντίδραση ή αντίστασή τους οδηγεί σε φυλάκιση ή και δολοφονία. Αν και τα περιστατικά βίας έχουν αυξηθεί δραματικά από την 7η Οκτωβρίου και έπειτα, αποτελούν συχνό φαινόμενο στην καθημερινότητα των Παλαιστινίων εδώ και χρόνια.
Πέρα από τη de facto υλοποίηση του σχεδίου προσάρτησης, η απόφαση της Κνέσετ της 18ης Ιουλίου του 2024 για την οριστική απόρριψη της λύσης δύο κρατών αποτέλεσε την ταφόπλακα μιας μακράς ειρηνευτικής διαδικασίας που είχε την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας και του ΟΗΕ (με τα ψηφίσματα 242, 194, 3236, κ. ά.). Αντίστοιχα, η ψήφιση νόμου του 2017 που καθιστά το Ισραήλ επίσημα εβραϊκό κράτος διέλυσε τις ελπίδες για λύση του ενός κράτους και τον τερματισμό της συστημικής και συστηματικής διάκρισης εναντίον των Παλαιστινίων είτε εντός του Ισραήλ είτε στα Κατεχόμενα.
Επομένως, ο πόλεμος Ιράν-Ισραήλ φαίνεται να μεταθέτει την «επόμενη μέρα». Παρά το γεγονός ότι η στρατιωτική νίκη του Ισραήλ εναντίον του Ιράν είναι σχεδόν βέβαιη, η πιθανή φθορά του πρώτου μπορεί να αποτελεί τη μοναδική ελπίδα αναδιάταξης των δυναμικών της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης. Τα τρέχοντα κοσμοϊστορικά γεγονότα—και δη η άμεση αμερικανική εμπλοκή—αναδιαμορφώνουν τη Μέση Ανατολή και θα καθορίσουν την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος, το οποίο παραμένει στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του.