Η κυβέρνηση δυσκολεύεται να αποδώσει στον κορονοϊό τα αδιέξοδά της. Στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο είδαμε ότι τώρα, πια, το δέχονται και στην κυβέρνηση, όπως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αναφέρονται μόνο αποσπασματικά, επικοινωνιακά στην πανδημία παρά τη “φιλική διάθεση” των μέσων ενημέρωσης να το “εκλαϊκεύσουν”. Είναι δε, αυτό αντικειμενικό. Πρώτον, διότι και τα προβλήματα που ανακύπτουν και συνδέονται απευθείας με τον κορονοϊό σε μεγάλο βαθμό μεγεθύνονται από παραλείψεις ή πράξεις της κυβέρνησης. Η ευθύνη της κυβέρνησης φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Δεύτερον, συσσωρεύονται, πλέον, πλήθος καθημερινών προβλημάτων που γεννά η πολιτική της κυβέρνησης και δεν αποδίδονται στην πανδημία.
Εν τω μεταξύ, ενώ όλα δείχνουν, τόσο η καθημερινότητά μας όσο και οι δημοσκοπήσεις, ότι αυξάνεται ραγδαία η δυσαρέσκεια της κοινωνίας έναντι της κυβερνητικής πολιτικής, η κυβέρνηση προσφεύγει στον αυταρχισμό, στην καταστολή, ενώ στο πολιτικό επίπεδο αναζητεί υποκινητές. Ο ΣΥΡΙΖΑ – Π. Σ. είναι, βέβαια, ο πρώτος ύποπτος ιδίως για τις καταλήψεις των σχολείων. Δεν θα αρχίσει να εγκαλείται και για τις απεργιακές κινητοποιήσεις που οσονούπω θα προκύψουν λόγω των διαδοχικών αντεργατικών μέτρων.
Υπουργικό για να «βγει λάδι» ο πρωθυπουργός
Η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μεσοβδόμαδα ήταν καθρέφτης όσων συμβαίνουν στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Σχεδιάστηκε, προφανώς, για να “βγει λάδι” ο τα πανθ’ ορά αρχηγός, για να βγάλει τον εαυτό του απ’ έξω από όσα ευτράπελα ή σοβαρά ή τραγικά συνέβησαν τελευταία. Όμως, ήταν υποχρεωτικό να παραδεχτεί ότι αυτό λάνσαρε ο ίδιος ως επιτελικό κράτος κτλ, κτλ, διάτρητο σήμερα πανταχόθεν, με ευθυνόφοβους υπουργούς, αλληλοκαταγγελλόμενους, με έκδηλα ανίκανους αξιωματούχους με μεγάλο κοινωνικό κόστος.
Ο Κ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να μιλήσει ανοικτά. “Δεν είναι ηθικά και πολιτικά αποδεκτό οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλίει ευθύνες σε άλλους ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες, επικαλούμενος αναρμοδιότητα”, σημείωσε. “Είμαστε συλλογικό όργανο και όλοι μαζί αναλαμβάνουμε την ευθύνη και επιτυχιών μας, αλλά και των όποιων αστοχιών μας”, πρόσθεσε. Ούτε όμως ο φιλικός του Τύπος δεν το “κατάπιε”. Στο κύριο άρθρο της η “Καθημερινή”, απάντησε ευθέως στον πρωθυπουργό. “Στη συλλογικότητα θα συντελούσε και η αποκατάσταση του πολιτικού ρόλου των υπουργών, η οποία έχει μερικώς επισκιασθεί”, παρατήρησε αυστηρά.
Η “Καθημερινή” λέει και κάτι άλλο, εξίσου σοβαρό ως προειδοποίηση, αν και όχι αληθές πλέον. “Ο κίνδυνος για την κυβέρνηση είναι να υπερεκτιμήσει τη δημοσκοπική της θέση”, παρατηρεί. Μια ματιά σε δυο από τα πρόσφατα γκάλοπ, της ΠΡΟΡΑΤΑ και της ΜΕΤΡΟΝ, τα ευρήματα δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει. Σε ορισμένα μέτωπα η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση έχει δραστικά μειωθεί –οικονομία, παιδεία, υγεία– ενώ άλλοι δείχτες εμφανίζουν σοβαρά μειωμένη συμφωνία με την πολιτική, γενικά, της κυβέρνησης. Η κοινωνική δυσαρέσκεια, μάλιστα, αγγίζει πλέον και το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Πχ στη ΜΕΤΡΟΝ τον Απρίλιο οι θετικές γνώμες ήταν 74% και οι αρνητικές 22%, ενώ τώρα ήταν 58% και 34% αντίστοιχα. Το 53% αξιολογεί αρνητικά την κατάσταση της οικονομίας, ενώ το 67% προβλέπει ότι θα χειροτερέψει.
Φυσικά, οι ερωτώμενοι στις δημοσκοπήσεις δεν είναι οικονομικοί αναλυτές απαντούν εμπειρικά. Πλην τους επιβεβαιώνει και το ΙΟΒΕ. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που καταρτίζει, υποχώρησε και τον Σεπτέμβριο και έφθασε στις -41 από -34,7 μονάδες, φέρνοντας τους Έλληνες καταναλωτές στην πρώτη θέση απαισιοδοξίας. Κάμψη σημείωσε και ο δείκτης οικονομικού κλίματος από 90,8 μονάδες τον Ιούλιο και 90,7 τον Αύγουστο στο 89,5 τον Σεπτέμβριο, ενώ στην Ευρωζώνη και ΕΕ συνεχίζει την ανοδική του πορεία. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 το τελευταίο τρίμηνο του 2023. Για το 2020 προβλέπει ύφεση 9,5% και άνοδο το 2021 μόνο 4%.
Πώς αντιδρά η κυβέρνηση;
Πώς αντιδρά η κυβέρνηση σ΄ αυτή τη μουντή προοπτική; Συνεχίζει την ίδια πολιτική σε αμήχανη ανησυχία. Έτσι μπορεί να ερμηνεύσει κανείς μέτρα, πράγματι ασπιρίνες αν ισχύουν αυτά που μόλις αναφέραμε. Να γίνει, για παράδειγμα, μη επιστρεπτέο μέρος της επιστρεπτέας ενίσχυσης ή να αναβιώσουν οι 120 δόσεις σε όσους είχαν χάσει το δικαίωμα αυτό λόγω πανδημίας. Και για να μην ξεχνάμε ότι η κρίση είναι ευκαιρία για περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας, τώρα όσοι ενταχθούν στο μέτρο της επιστρεπτέας δεν θα δεσμεύονται από τον όρο της μη απόλυσης!
Η κυβέρνηση, όπως ήδη σημειώθηκε, αντιδρά, και με αυταρχισμό, καταστολή. Το πιο αυθεντικό παράδειγμα είναι η κ. Κεραμέως στην παιδεία. Να σημειωθεί, όμως, πριν μιλήσουμε για το μέτρο της τιμωρητικής – απεργοσπαστικής τηλεκπαίδευσης, ότι οι προχθεσινές αποφάσεις σκλήρυνσης έναντι των μαθητών πάρθηκαν σε σύσκεψη υπό τον Κ. Μητσοτάκη και συμμετέχοντες τους κ. Σκέρτσο, Γεραπετρίτη, Κεραμέως, Ζαχαράκη. Προφανώς, ο πρωθυπουργός δεν προήδρευε σ’ αυτή μόνο. Τα μέτρα αυτά είναι μια προκλητική έκφραση ενός βαθιά συντηρητικού και αυταρχικού μοντέλου εκπαιδευτικού συστήματος, που έχει ως αντίληψη η υπουργός. Ξεκίνησε από την προσευχή και το κατηχητικό, αλλά τώρα απαιτεί από τους διευθυντές των σχολείων να φτιάξουν προσωπικά τους καταλόγους των παιδιών που συμμετέχουν στην κατάληψη!
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή