Εχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια μετά το διαβόητο «τέλος της Ιστορίας», από τότε που ο Φουκουγιάμα διακήρυττε την κατάρρευση της ουτοπίας και θριαμβολογούσε εναντίον ενός ιστορικιστικού μαρξισμού. Για εκείνον, όπως και για άλλους προπαγανδιστές του καπιταλισμού, η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της αγοράς ήταν η αναπόφευκτη και αδιαμφισβήτητη –χωρίς κομμουνιστικό αντίπαλο– μοίρα της ανθρωπότητας. Οι αρχές του 21ου αιώνα είδαν το δόγμα ΤΙΝΑ («there is no alternative», «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση») να αναλαμβάνει να εδραιώσει το αξιωματικό αναπόφευκτο του παγκόσμιου καπιταλισμού, αποκλείοντας την ιστορική δυνατότητα για εναλλακτικά κοινωνικοπολιτικά γίγνεσθαι. Τα τελευταία χρόνια, ριζοσπαστικά δημοκρατικά κινήματα, καθώς και η παγκόσμια Αριστερά, μέσα από αποκεντρωμένες πειραματικές μορφές διαμαρτυρίας και αυτο-οργάνωσης, αντιστάθηκαν στο κλείσιμο του ορίζοντα της Ιστορίας και αφιερώθηκαν στην έμπρακτη επεξεργασία εναλλακτικών επιτελέσεων του πολιτικού. Διαφοροποιούμενα ριζικά από τη ρηχή αντισυστημική στάση διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων (κάποιες από αυτές εθνικιστικές και ρατσιστικές), αντέταξαν στον οικονομικό και κρατικό αυταρχισμό, που επέφερε η δομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα και το αίτημα για μια άλλη δημοκρατία, συνυφασμένη με μια πολιτική κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε κάποιες από τις πιο επιδραστικές εκφάνσεις αυτών των συλλογικών μορφών πολιτικής δράσης, ο αγώνας οπισθοφυλακής (για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και όσων κοινωνικών δικαιωμάτων έχουν απομείνει) έγινε πεδίο για την ανανεωτική διεκδίκηση των οραμάτων του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία στο σήμερα. Απέναντι στην αποδυνάμωση της αγωνιστικής παρακαταθήκης της δημοκρατίας, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απαξίωση των δημόσιων αγαθών, την αποθέωση του ατομικού συμφέροντος και την άνοδο του εθνικισμού και του ρατσισμού σε όλο τον ευρωατλαντικό χώρο, η πρόκληση για την παγκόσμια Αριστερά είναι να παράγει συνεκτική πολιτική που θα κρατά επίκαιρη την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης. Που θα αναχαιτίζει τη διαβρωτική επίδραση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στο κοινωνικό φαντασιακό και στην ίδια την άσκηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και που θα εργάζεται για να ανακόψει τη ραγδαία πορεία συντηρητικοποίησης η οποία σήμερα αποτυπώνεται στην κυριαρχία του οικονομικού έναντι του πολιτικού, στην ανόρθωση περιφράξεων στο όνομα μιας μονομερούς «ασφάλειας», στην ανάδειξη ηγεσιών που προωθούν τη φιλοεπιχειρηματική οικονομία, τη λευκή υπεροχή και την εθνική καθαρότητα, το μιλιταρισμό και το σεξισμό (βλ. νεοφασιστική ατζέντα Τραμπ και ακροδεξιές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις). Στην Ευρώπη-Φρούριο, στην ξενοφοβική δυσαρέσκεια και στους ακροδεξιούς «εχθρούς» της παγκοσμιοποίησης, η Αριστερά καλείται να αντιτείνει μια διεθνιστική στρατηγική για μια μη-ευρωκεντρική Ευρώπη, για κοινωνίες αλληλεγγύης, ισότητας και ελευθερίας χωρίς διακρίσεις. Απέναντι στον αντιδημοκρατικό κυνικό στιγματισμό της λαϊκής κυριαρχίας και στην υποβάθμιση των δικαιωμάτων στο επίπεδο της λογιστικής διαχείρισης ιδιωτικών συμβάσεων, η «υπαρξιακή» πρόκληση με την οποία αναμετριόμαστε σήμερα είναι να ενεργοποιήσουμε εκ νέου την επαναστατική δυναμική της δημοκρατίας ως διαρκούς αυτοθέσμισης, πέραν της υπαρκτής μετα-πολιτικής και μετα-δημοκρατικής «δημοκρατίας». Στην ετερονομία του πολιτικού χρειάζεται να αντιταχθεί μια πολιτική επιτελεστικότητα που θέτει εκ νέου και αναθεωρεί συνεχώς τις έννοιες και τις γενεαλογίες της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού: που πειραματίζεται με αυτές αλλά και πέρα από αυτές. Έχει, όμως, νόημα να αναλαμβάνει η Αριστερά τη διακυβέρνηση υπό συνθήκες που δεν επιτρέπουν την αυτονομία του πολιτικού πράττειν; Ναι, στον βαθμό που είναι (ή μπορεί να γίνει) μαχητή η δυνατότητα για άσκηση πολιτικής με διαφορετικό τρόπο, προς όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων: με συλλογική ηθική, με διαρθρωτικές τομές και με αξιακές δεσμεύσεις, δηλαδή ως μετασχηματιστική (και όχι διαχειριστική) δυνατότητα. Ναι, για να εγγυάται την προστασία των δικαιωμάτων στη χώρα και διεθνώς, και να καλλιεργεί δεσμούς αλληλεγγύης με την κοινωνική Αριστερά άλλων χωρών, με τους πρόσφυγες και τους απάτριδες. Ναι, στον βαθμό που δημιουργεί ρήξεις στα καθεστώτα της βιοπολιτικής αγριότητας: στον κοινωνικό ρατσισμό, το σεξισμό, την ομοφοβία/τρανσφοβία και το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Ναι, αν εργάζεται –και συγκρούεται– για την αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, χωρίς να απολογείται κυνικά στην κατεστημένη τάξη στο όνομα του κυβερνητικού ρεαλισμού. Ναι, στον βαθμό που δεν αφομοιώνεται από την κοινοτοπία του κυβερνητισμού και του αρχηγισμού. Ναι, αν παραμένει πολυφωνικά κινηματική και επιμένει σε μια πλουραλιστική και συμμετοχική κομματική συλλογικότητα που εγγυάται τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων και λογοδοσία. Αλλιώς, το «ναι» οφείλει να μετατραπεί σε «όχι». Ή να εργαστούμε τώρα για έναν αυτο-μετασχηματισμό σε βάθος. Ας αναλογιστούμε. Η Αριστερά είναι συλλογικός κριτικός αναστοχασμός στην πράξη ή δεν υπάρχει.
Η Αθηνά Αθανασίου Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή: Η Αυγή