Τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία; Τι σημαίνει «συντηρητικοποίηση» και πού οφείλεται; Γιατί τόσο υψηλό ποσοστό νέων ψήφισε Ακροδεξιά; Πόσο μας αφορούν όσα συμβαίνουν στη Γαλλία αυτές τις μέρες; Πού οφείλεται το ρεκόρ αποχής και, ιδίως, η αδιαφορία στις εκλογές του Ιουνίου; Ας προσπαθήσουμε για λίγες στιγμές να μπούμε στα παπούτσια του 1 εκατομμυρίου νεότερων ψηφοφόρων, εκείνων δηλαδή που γεννήθηκαν από το 1995 μέχρι το 2006 και σήμερα είναι 17-28 χρονών. Πώς μεγάλωσαν; Πώς ζουν σήμερα; Τι σκέφτονται;
Είναι τα παιδιά που πρόλαβαν τα τελευταία χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας και ξαφνικά, μαθητές στο σχολείο, είδαν έναν κόσμο να γκρεμίζεται με πάταγο γύρω τους–οικονομική κρίση, λουκέτα, ανεργία, πολιτική και κοινωνική ένταση, ανασφάλεια και στο τέλος του δρόμου πανδημία, λοκντάουν, ενεργειακή κρίση. Ένας έμπειρος ψυχολόγος θα μπορούσε να εξηγήσει πώς διαμορφώθηκε η προσωπικότητα αυτών των παιδιών, όμως αυτό δεν θα αρκούσε.
Αλλά και το αμέσως προηγούμενο 1 εκατομμύριο ψηφοφόρων, οι γεννημένοι από το 1984 μέχρι το 1994, που σήμερα είναι 29-39 χρονών, βίωσαν το τραύμα των κρίσεων με οδυνηρό τρόπο, καθώς βρέθηκαν να τελειώνουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης, να ψάχνουν για δουλειά την ώρα που όλα κατέρρεαν, σε οικογένειες που ζορίζονταν πια να τους διασφαλίσουν τα ανέμελα χρόνια των σπουδών που απολαύσαμε οι μεγαλύτεροι και μία ομαλή είσοδο στην αγορά εργασίας. Επίσης, βασανιστικές συνθήκες εύρεσης στέγης και δημιουργίας οικογένειας για τα νέα ζευγάρια, εργασιακή επισφάλεια και συχνά ταπεινωτικοί όροι απασχόλησης. Είναι, επιπλέον, οι νέοι άνθρωποι που το 2012-2015, στις πρώτες εκλογές που ψήφισαν, πίστεψαν ότι αυτή η συνθήκη μπορεί να αλλάξει, αλλά οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν.
Πόσοι από τους επιφανείς πολιτικούς μας έχουν σήμερα τέτοια βιώματα ή την ενσυναίσθηση για να κατανοήσουν τι σημαίνουν πράγματι αυτές οι συνθήκες για την πολιτική συμπεριφορά μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας;
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Η έκρηξη στη Γαλλία είναι το τελευταίο δείγμα των κοινωνικών συγκρούσεων που προκάλεσαν η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, οι ανισότητες, οι διαχωρισμοί και η ατιμώρητη αστυνομική βία σε συνδυασμό με την αδυναμία των παραδοσιακών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων στην Ευρώπη να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα. Ότι η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν καταγράφεται σήμερα πρώτη στις δημοσκοπήσεις, 6% μπροστά από τον πρόεδρο Μακρόν, είναι ένα ισχυρό μήνυμα, όπως και η επικράτηση της Ακροδεξιάς στην Ιταλία, τη Σουηδία ή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όμως η ελληνική ιδιαιτερότητα συναρτάται αφενός με τις πρωτοφανείς σε παγκόσμια κλίμακα συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βίωσε η χώρα επί μία δεκαετία και αφετέρου με τα ακραία φαινόμενα ακροδεξιάς βίας που εκκόλαψε η Χρυσή Αυγή.
Για να καταλάβουμε πώς σκέφτονται και πώς ενεργούν οι άνθρωποι πρέπει να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση τους. Αυτό στην ατομική ψυχολογία λέγεται ενσυναίσθηση, αλλά με όρους κοινωνικής ψυχολογίας απαιτούνται πιο σύνθετες αναλύσεις. Η πολιτική τάξη δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει (ίσως ούτε να ενδιαφέρεται κατά βάθος, πέρα από τον ρηχό, επικοινωνιακό προσπορισμό ψήφων) τι συμβαίνει με τις γενιές των διαδοχικών κρίσεων. Πόσοι ενδιαφέρονται να διερευνήσουν σε βάθος τους λόγους που μεγάλο μέρος των νέων δεν ψηφίζουν ή στρέφονται προς τα κόμματα της μνησικακίας, της οργής και της βίας;
Ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός στοχαστής Αλέξις ντε Τοκβίλ είχε γράψει ότι κάθε γενιά είναι ένας νέος λαός. Σήμερα στην Ελλάδα έχω την αίσθηση ότι συμβιώνουμε τουλάχιστον δύο λαοί, οι μικρότεροι από σαράντα χρονών, που υπό διάφορες εκδοχές εντάσσονται στις γενιές της κρίσης, και οι άνω των σαράντα, όσοι μεγαλώσαμε σε μια εποχή που θεωρούνταν δεδομένο ότι κάθε χρονιά θα βελτιωνόταν (ή έστω δεν θα χειροτέρευε) το βιοτικό μας επίπεδο. Κάθε πολιτική ανάλυση που αγνοεί αυτό το δεδομένο είναι καταδικασμένη να οδηγηθεί σε ατελή ή εσφαλμένα συμπεράσματα και σε αλυσιτελείς, επιφανειακές ή και επικίνδυνες πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανόδου της Ακροδεξιάς.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου