Συνεντεύξεις

Éric Vuillard: Ο πόλεμος των φτωχών δεν έχει τελειώσει

Ερίκ Βυϊγιάρ «Ο Πόλεμος των Φτωχών», μετάφραση: Γιώργος Φαράκλας, εκδόσεις Πόλις, 2021

 

Στην «Ημερήσια Διάταξη», βιβλίο που κέρδισε το Βραβείο Γκονκούρ 2017, ο Ερίκ Βυϊγιάρ γράφει για το «Άνσλους», την προσάρτηση δηλαδή της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά και για τη μυστική σύναξη, στις 20 Φεβρουαρίου του 1933, είκοσι τεσσάρων βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας και της ηγεσίας των ναζί, όπου αποφασίστηκε η ενεργή οικονομική στήριξη του ναζιστικού κόμματος. Στο «Κογκό» το θέμα του είναι η αποικιοκρατία, ο κυνικός Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου και το Κογκό, που περισσότερο από κράτος, ιδρύθηκε ως προσωπική επιχείρηση.
Στα άλλα δύο βιβλία του όμως, που κυκλοφορούν στα ελληνικά, μιλάει για τις εξεγέρσεις των κατώτερων τάξεων. Στη «14η Ιουλίου» μιλάει για τον ξεσηκωμό των παρισινών προαστίων και την κατάληψη της Βαστίλης, για την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης δηλαδή, ενώ στον «Πόλεμο των Φτωχών», που κυκλοφόρησε στη Γαλλία πέρυσι και στην Ελλάδα πριν από λίγες μέρες, και το οποίο είχε μπει φέτος και στη «μικρή λίστα» του
International Booker Prize, περιγράφει ακόμα παλιότερες εξεγέρσεις. Πρόκειται για τον «Πόλεμο των χωρικών», όπως έχει μείνει στην Ιστορία και για τον ηγέτη του, τον ιερέα Τόμας Μύντσερ, που πραγματοποιήθηκε το 1525. Για την ακρίβεια η εξέγερση των χωρικών, των εργατών ορυχείων αλλά και των φτωχών των πόλεων, ξεκίνησε το 1524 στο Νότο της Γερμανίας και επεκτάθηκε σε Ελβετία, Αλσατία και γερμανική Λωρραίνη. Είναι η εποχή της Μεταρρύθμισης, αλλά ο Μύντσερ είναι πιο μαχητικός από τον Λούθηρο και τα βάζει με τους ηγεμόνες και τους φεουδάρχες. Ο Βυϊγιάρ αρχίζει την εξιστόρηση από την Αγγλία του 14ου αιώνα όπου έγιναν οι πρώτες ανάλογες εξεγέρσεις και διατυπώθηκε για πρώτη φορά ένας λόγος περί ισότητας, περιγράφει όμως εκτενέστερα το σχετικά λησμονημένο επεισόδιο του «Πολέμου των χωρικών», που είχε ωστόσο μεγάλη βαρύτητα και για το οποίο ο Γάλλος συγγραφέας μας μιλάει αναλυτικά και στη συνέντευξη που ακολουθεί. Στο ξέσπασμα της εξέγερσης έπαιξε ρόλο και η εφεύρεση της τυπογραφίας, που έκανε τη Βίβλο πιο προσιτή. Όμως, όπως γράφει στο αφήγημά του ο Ερίκ Βυϊγιάρ: «Δεν εξεγείρεται ο Θεός αλλά η αγγαρεία, τα μισθώματα, οι δεκάτες, η απαγόρευση του διαθέτειν, το ενοίκιο, ο φόρος ακινήτων, η μετάληψη του ετοιμοθάνατου, η περισυλλογή του άχυρου, το δικαίωμα πρώτης νυκτός, οι κομμένες μύτες, τα βγαλμένα μάτια, τα καμμένα, χτυπημένα, μαχαιρωμένα σώματα».

 

Τη συνέντευξη πήρε ο Μανώλης Πιμπλής

 

Από τη μια μεριά ο Γουτεμβέργιος, από την άλλη η μετάφραση των θεολογικών κειμένων στα γερμανικά και τα αγγλικά, υπονοείτε ότι έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα που περιγράφετε. Θα θέλατε να μιλήσετε λίγο παραπάνω γι’ αυτό;

Έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι οι τεχνικές ανακαλύψεις καθορίζουν την πορεία της Ιστορίας. Αλλά αν σταθεί κανείς στην εφεύρεση της τυπογραφίας, θα δει ότι αυτή δεν είχε καμία αξιοσημείωτη συνέπεια πριν συναντηθεί με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Στην πραγματικότητα, η εκτύπωση της Βίβλου στα λατινικά συνάντησε πολύ μικρό αγοραστικό ενδιαφέρον και ο Γουτεμβέργιος χρεοκόπησε. Αλλά μόλις εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Μαρτίνος Λούθηρος, μόλις εκτυπώθηκαν τα φλογερά μικρά κηρύγματά του, μόλις τα λιβελλογραφήματά του κατά του παπισμού δημοσιεύτηκαν στα γερμανικά, στη γλώσσα που μπορούσε να τα διαβάσει ο εγγράμματος λαός, η τυπογραφία γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αυτό λοιπόν που προκαλεί μια Επανάσταση είναι η σύνδεση μιας τεχνικής ανακάλυψης, της τυπογραφίας, και ενός πολιτικο-θρησκευτικού κινήματος, της Μεταρρύθμισης.

Πρόκειται για πλήρη ανατροπή στη διάδοση της γνώσης. Από κει και πέρα, η γνώση δεν θα ήταν πλέον ζήτημα των Λατινικών, μιας καλλιεργημένης ελίτ που εκφράζεται σε μια νεκρή γλώσσα την οποία ο λαός δεν μπορεί να καταλάβει, αλλά θα μεταφερόταν στο δημόσιο χώρο, θα γινόταν πλέον αντικείμενο συζήτησης. Οι διαφωνίες εκδηλώνονται ανοιχτά, τα επιχειρήματα είναι γνωστά σε όλους, η εξέταση των θεμάτων γενικεύεται και ολόκληρη η κοινωνία μπαίνει σε αναβρασμό.

Κι έπειτα η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσο επικοινωνίας. Με την τυπογραφία και τη Μεταρρύθμιση, μέσω της δημοσίευσης των κηρυγμάτων του Λούθηρου, του Μύντσερ και των συντρόφων τους, γεννήθηκε μια νέα μορφή γραφής. Μια πιο άμεση, λιγότερο περιορισμένη μορφή, σε ύφος πιο παραστατικό, πιο ζωντανό, φτιαγμένο για να πείθει. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε δημοκρατικό ύφος, κατανοητό σε όλους, ορθολογικό, φτιαγμένο για να διαχειρίζεται πραγματικά προβλήματα. Είναι αυτό που ονομάζουμε πρόζα.

 

Σε ένα προηγούμενο βιβλίο σας, στο Κογκό, λέγατε ότι: «Πρέπει να γράφουμε γι’ αυτά που αγνοούμε. Και πρέπει να αφηγηθούμε όσα δεν έχουν γραφτεί». Θα θέλατε να μας πείτε πώς ακριβώς δουλεύετε τα βιβλία σας; Καταπιάνεστε με αποσιωπήσεις ή διαστρεβλώσεις της επίσημης Ιστορίας; Εμβαθύνετε σε κάτι στο οποίο η Ιστορία αφιερώνει ένα κάποιο λόγο, αλλά εσείς διασπάτε τον «ουδέτερο» τόνο αυτού του λόγου, μέσω της χρήσης των πηγών;

Η εξέταση των πηγών, των γραπτών πηγών, είναι πρωταρχικής σημασίας για την οικοδόμηση μιας γνώσης, αλλά πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στο αίσθημα ουδετερότητας που ενθαρρύνει η κάθε γνώση. Ας πάρουμε ένα από τα οικουμενικής εμβέλειας χαρακτηριστικά της μυθιστορηματικής γραφής, το γεγονός ότι θέλει να δίνει σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, να τους ζωντανεύει. Δεν πρόκειται για κάτι το ασήμαντο, για κάποιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, απλώς για κάποια μαγικά. Μια τόσο γενικευμένη ανάγκη, ένα φαινόμενο τόσο βαθιά εγγεγραμμένο στη λογοτεχνική πρακτική, δεν μπορεί παρά να έχει μια σοβαρή δικαιολόγηση.

Εκεί που η ανάλυση παγώνει τις μορφές, αποδιώχνει τη δράση, η λογοτεχνία έρχεται κοντά, δημιουργεί οικειότητα, τις κάνει προσιτές αυτές τις μορφές σε όλους, τις κάνει δικές μας. Στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, νιώθουμε να ερχόμαστε κοντά στον Χίθκλιφ, η γραφή της Έμιλι Μπροντέ μας κάνει κοινωνούς των βασάνων του. Είμαστε μαζί του, ακριβώς δίπλα του. Κι έτσι, για μερικές ώρες, γινόμαστε κάποιος άλλος. Γινόμαστε ένα μελαψό πιτσιρίκι που βρέθηκε να περιπλανιέται στους δρόμους του Λίβερπουλ. Αποτελεί κι αυτό μια μορφή γνώσης. Και αυτή η γνώση δεν είναι άχρηστη.

 

Λέτε ότι το χρήμα, η δύναμη, η εξουσία είναι οι τρεις λέξεις που βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης των από πάνω με τους από κάτω, μάλιστα αυτή η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Δηλαδή η Ιστορία επαναλαμβάνεται αενάως; Προχωράει μπροστά παρ’ όλα αυτά;

Το 1525, στο αποκορύφωμα της εξέγερσης, ο Μύντσερ γράφει: «Είναι οι ίδιοι οι φεουδάρχες που κάνουν τον φτωχό άνθρωπο εχθρό τους. Αν δεν θελήσουν να εξαλείψουν τις αιτίες της εξέγερσης, πώς θα μπορούσε να υπάρξει διευθέτηση μακροπρόθεσμα;» Σε αυτό το απόσπασμα, ο Μύντσερ ισχυρίζεται ότι οι αιτίες της εξέγερσης μπορούν να εξαλειφθούν, κάτι που δημιουργεί οριστικά ρήξη με την κάθε μοιρολατρική αντίληψη περί Ιστορίας. Ο φόβος για ένα πόλεμο δίχως τέλος δεν υπάρχει στην οπτική του και από αυτή την άποψη, ο χιλιασμός είναι πιο σύγχρονος από τα πεσιμιστικά σχήματα που είμαστε υποχρεωμένοι να υπομένουμε.

Μια συνηθισμένη οδός μετριοπάθειας, που είναι ακριβώς ένα πεσιμιστικό σχήμα του οποίου υπεραμύνονται αυτοί που μας κυβερνούν, συνίσταται στην αντίληψη ότι οι πολιτικές επιλογές δεν διαφέρουν σε τίποτα από τη διαχείριση των επιχειρηματικών υποθέσεων, ότι πρόκειται απλώς για διαιτησία σε ένα πλαίσιο περιορισμένων επιλογών· και ότι όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς μάταια. Κατά βάθος, αυτή η άποψη, η οποία εμφανίζεται ότι δεν έχει εναλλακτική, εκφράζει μια ισχυρή αντιδημοκρατική ροπή· βασίζεται σε μια περιοριστική αντίληψη περί ελευθερίας. Αξιώνοντας, μαζί με τον Μύντσερ, να μπορούμε να επηρεάζουμε κάπως τον ρου των πραγμάτων, καθιστούμε εφικτή μια πιο λογική σύλληψη της ανθρώπινης ελευθερίας και ανοίγουμε πολύ πιο συναρπαστικές προοπτικές.

 

Οι εξεγέρσεις αυτού του τύπου, άοπλων εξαθλιωμένων απέναντι σε ένοπλες δυνάμεις που υπηρετούν την εξουσία και το χρήμα, είναι κατά κανόνα καταδικασμένες σε αποτυχία. Αφήνουν παρόλα αυτά κάτι; Και πότε;

Υπάρχει μια διαρκής, ενδημική αντίσταση στην αδικία, στην εξουσία, που συνθέτει στην Ιστορία μια μακριά σειρά εξεγέρσεων και ξεσηκωμών. Τα ίχνη που αφήνει αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιάζουν κενά και να σβήνονται, διαθέτουν όμως κι ένα είδος αντοχής. Το 2018 τα Κίτρινα Γιλέκα, από τους κυκλικούς κόμβους και τους σταθμούς διοδίων που καταλαμβάνουν, απαιτούν την εφαρμογή του άρθρου 6 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1789, το οποίο διακηρύσσει ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συμπράττουν προσωπικά στη διαμόρφωση των νόμων. Και να που η εμπειρία που έχει ο καθένας από μας, η εμπειρία της εκτροπής της λαϊκής κυριαρχίας, της υφαρπαγής της από λίγους, βρίσκει εκ νέου την έκφρασή της. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια βιωμένη εμπειρία και μια ανάμνηση. Είναι αναμφίβολα αυτό που ο Ρεμπώ αποκαλεί «Λογικές εξεγέρσεις».

 

Στη Βοημία, γράφετε στο βιβλίο, εμφανίστηκε μέχρι και αίτημα για κατάργηση του κράτους και μοίρασμα όλων των αγαθών. Ο Μύντσερ μιλούσε για κόσμο χωρίς προνόμια, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς κράτος. Μάλιστα του αποδίδεται η φράση omnia sunt communia (όλα είναι κοινά). Πρόκειται για πράγματα αδιανόητα σήμερα, ιδίως για τον θεολογικό λόγο, σε μια εποχή μάλιστα που οι ανισότητες έχουν πιάσει ταβάνι.

Τα επαναστατικά κινήματα πιάνονται από διαθέσιμες ιδεολογίες. Αν δεν υπάρχει νέα ιδεολογία, θέτουν τότε την εξουσία ενώπιον των ίδιων της των αντιφάσεων και δείχνουν ότι προδίδει τις αρχές πάνω στις οποίες είναι θεμελιωμένη.

Έτσι, η προτεσταντική Μεταρρύθμιση εξαναγκάζει τον Χριστιανισμό να επανεξετάσει την εφαρμογή των πιο παλαιών αρχών του. Αν η πτωχεία του Ευαγγελίου δεν είναι απλώς μια λέξη, ο πλούτος των αρχιερέων γίνεται πραγματικό αμάρτημα, αν το ευαγγελικό κάλεσμα σε λιτό βίο δεν είναι μόνο μια φράση ρουτίνας, τότε η Εκκλησία έχει απομακρυνθεί από το λόγο του Χριστού.

Σχεδόν όλες οι κοινωνίες μας κληρονόμησαν τις αρχές της ισότητας και της ελευθερίας από τη Γαλλική Επανάσταση. Στις μέρες μας ωστόσο οι ανισότητες προκαλούν ίλιγγο. Αρκεί να διαβάσει κανείς μια στιγμή τις κοσμικές στήλες όπου βασικό θέμα έχει γίνει το διαζύγιο του Μπιλ Γκέιτς. Ο λόγος για το πώς θα γίνει η μοιρασιά εκατόν τριάντα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλαδή άνω του εβδομήντα πέντε τοις εκατό του ΑΕΠ της Ελλάδας για δύο μόνο άτομα!

Μια τόσο γενικευμένη ανισορροπία ανάμεσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και στους λαούς δεν μπορεί παρά να διαβρώσει τις δημοκρατικές διαδικασίες και να καταστρέψει τις ελευθερίες. Όπως η ευαγγελική πτωχεία δεν μπορεί να περιοριστεί στο ράσο των ιερέων και σε ένα ζευγάρι σανδάλια, έτσι και η δημοκρατία δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια και μόνη διαδικασία. Επομένως, οι διεκδικήσεις του Μύντσερ δεν είναι ξεπερασμένες.

 

Ο κόσμος, γράφετε επίσης, δυσκολευόταν να καταλάβει γιατί ο Θεός των φτωχών ήταν με τους πλούσιους. Από την άλλη, και ο Έγκελς έχει γράψει με θετικό μάτι για τον πόλεμο των χωρικών. Τι πιστεύετε για τη σχέση χριστιανών και Αριστεράς;

Οι άνθρωποι διακηρύσσουν δικαίως ότι είναι ελεύθεροι και ίσοι, το διακηρύσσουν όπως μπορούν, με κάθε ευκαιρία, σε μια γλώσσα που είναι η γλώσσα του καιρού τους. Στον 16ο αιώνα, η μόνη ιδεολογία που γνωρίζουν είναι ο Χριστιανισμός, γι’ αυτό και ξεσηκώνονται στο όνομά του, στο όνομα μιας ανάγνωσης της Βίβλου πιο ζωντανής και πιο πιστής στο κείμενο.

Κι έπειτα υπάρχουν στον Χριστιανισμό δύο ανταγωνιστικά ρεύματα, υπάρχει ένα ιεραρχικό, αυταρχικό ρεύμα, το οποίο είναι επιφυλακτικό απέναντι στην άμεση επαφή με τις Γραφές, και υπάρχει και ένα θεμέλιο ανυποταξίας που επανέρχεται διαρκώς, μια αντίσταση στον πλούτο, ένα είδος διαμαρτυρίας κατά των μεγαλείων, που επικαλείται μάλιστα μια προσωπική σχέση με τα Ευαγγέλια. Ο Φραγκισκανισμός ήταν η πειθαρχημένη μορφή αυτής της διαμαρτυρίας, ο Προτεσταντισμός μια μορφή της πιο θυελλώδης. Αλλά οι Εκκλησίες πάντα κοίταζαν να απαρνούνται αυτά τα πρωτόγονα ξεσπάσματα, να συγκρατούν τις εξάρσεις τους. Σήμερα προτιμούν να ασχολούνται με το προφυλακτικό, να θρηνούν για την ηθική κατάπτωση της νεολαίας, αντί να συντροφεύουν αυτόν τον πανάρχαιο θυμό.

 

Έχει συζητηθεί αρκετά το ζήτημα του αν ισότητα και ελευθερία είναι ανταγωνιστικές έννοιες ή όχι. Εσείς στο βιβλίο, μιλάτε βέβαια κυρίως για την ισότητα. Τι πιστεύετε για αυτή τη σχέση; Ποια από τις δύο αυτές λέξεις είναι πιο σημαντική;

Χωρίς ισότητα, υπάρχει μόνο μια τυπική ελευθερία. Θεωρητικά, ένας υπάλληλος της Tesla είναι ελεύθερος να ταξιδέψει όσο μακριά θέλει στην άδειά του, όπως το αφεντικό του, ο Ίλον Μασκ. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ τους, είναι ελεύθεροι. Στην πραγματικότητα, όμως, το ένα και μοναδικό του ταξίδι θα είναι μεταξύ του σπιτιού του και του τόπου εργασίας του, μία ώρα δρόμος για να πάει στο εργοστάσιο από το προάστιο όπου διαμένει. Κι αυτό γιατί είναι αδύνατον για έναν εργάτη να έχει την κατοικία του κοντά στο εργοστάσιο, τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά. Και ενώ οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να κάνουν καθημερινά, πρωί και βράδυ, ένα μακρύ και κοπιαστικό δρομολόγιο, δεν έχουν ποτέ χρήματα να ταξιδέψουν, και περνούν τις διακοπές τους δυο βήματα από το σπίτι τους. Είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν, αλλά δεν μπορούν να το κάνουν.

Η δυνατότητα για έναν ιδιώτη να εκτοξεύει διαστημικά οχήματα στο διάστημα ή να βαφτίζει τον γιο του X Æ A-XII, όπως ήθελε να κάνει ο Μασκ, σε κάθε περίπτωση δεν ανήκει στη σφαίρα της ελευθερίας. Μια τέτοια δυνατότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά έκφραση μιας υπεροχής. Σε ό,τι αφορά την εκτόξευση ενός ιδιωτικού διαστημόπλοιου, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη ταινία επιστημονικής φαντασίας μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα σ’ αυτήν μια πράξη δεσποτισμού. Σε ό,τι αφορά το όνομα του γιου του, αυτό ονομάζεται απλώς καπρίτσιο.

Για την άσκηση της ελευθερίας μας δεν απαιτούνται τέτοιες υπερβολές. Κανείς δεν θέλει να διαθέτει μια σεληνιακή βάση ούτε να αποκαλεί τον γιο του X Æ A-XII. Πρόκειται καταφανώς για πράγματα που ξεπερνούν το μέτρο, για παραξενιές, και για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους για ένα είδος ιδιαίτερης αλλοτρίωσης, για ένα μείγμα γραφικότητας, τύπου Silicon-Valley, άγνοιας και βλακείας.

 

Από την άποψη της λογοτεχνίας, τι σας συγκινεί σε όλα αυτά; Ο άνθρωπος ως αστάθμητος παράγοντας; Ο διαρκής αγώνας του; Το πόσο καθοριστική για τη συμπεριφορά του είναι η κοινωνική του θέση;

Αυτές τις μέρες επανεκδίδεται στις Ηνωμένες Πολιτείες το The man who lived underground, ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ράιτ. Αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1941, και μόνο τώρα, 80 χρόνια μετά, κυκλοφορεί επιτέλους στην πλήρη εκδοχή του. Το κείμενο είχε εκδοθεί παλιότερα αλλά μια κρίσιμη σκηνή είχε λογοκριθεί, σκηνή στην οποία η αστυνομία βασανίζει έναν μαύρο άνδρα προκειμένου να του αποσπάσει ομολογία για έγκλημα που δεν διέπραξε. Χρειάστηκαν λοιπόν 80 χρόνια για να δημοσιευθεί πλήρες το κείμενο, με αυτή τη σκηνή αστυνομικής βίας. 80 χρόνια είναι λοιπόν η ταχύτητα με την οποία ταξιδεύει το φως σε μια φιλελεύθερη κοινωνία.

Αυτό είναι το μέτρο με το οποίο πρέπει να μετράμε τη λογοτεχνία, με το οποίο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τι είναι η λογοτεχνία μέσα σε αυτή τη σπαρμένη με εμπόδια κίνηση, να αντιλαμβανόμαστε επίσης το θάρρος και το ταλέντο του Ρίτσαρντ Ράιτ και την ικανότητα απόκρυψης που χαρακτηρίζει την κοινωνία, αυτή την αόρατη βία που ενδημεί στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η αφήγηση είναι και αυτό που περιγράφει ο Ράιτ, η βία κατά των μαύρων, των φτωχών, αλλά και το γεγονός ότι αυτή η βία κρύβεται, λειαίνεται, υποβαθμίζεται, λογοκρίνεται αδιάκοπα.

Αυτές είναι οι δύο παράλληλες κινήσεις στις οποίες προσπαθώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου. Η αφήγηση, η εξιστόρηση, η ιστορία μιας λαϊκής εξέγερσης στα τέλη του Μεσαίωνα, η ζωή ενός ανθρώπου, του Τόμας Μύντσερ, που οι περιστάσεις και το θάρρος του θα τον θέσουν επικεφαλής αυτής της εξέγερσης. Αλλά και όλα όσα βαραίνουν αυτή την αφήγηση, όσα της όρθωσαν εμπόδια.

Η πλοκή στα βιβλία, η επίμονη αλήθεια τους, βρίσκεται ανάμεσα στη φυσική φόρα που αποκτά η αφήγηση και στις κοινωνικές δυνάμεις που παρεμποδίζουν τη ροή της.

 

«Το μαρτύριο είναι μια παγίδα για τους καταπιεζόμενους, μόνον η νίκη είναι ευκταία. Θα τη διηγηθώ». Μιλάτε για επόμενο βιβλίο σας; Και ποια θα είναι η νίκη των καταπιεσμένων;

Οι τελευταίες σελίδες του «Πολέμου των Φτωχών» εξιστορούν ότι αυτά τα πλήθη αγροτών, τεχνιτών, μικρεμπόρων που ξεσηκώθηκαν για περισσότερη ισότητα σφαγιάστηκαν από τους μισθοφόρους που είχαν τεθεί στην υπηρεσία των πριγκίπων. Αυτό το ιστορικό επεισόδιο δεν εξαντλεί την ιστορία που αφηγείται το βιβλίο και η οποία θα γραφτεί από τους πάντες, γιατί ο πόλεμος των φτωχών πολύ απέχει από το να έχει τελειώσει.

Πηγή: Η Εποχή