Micro

Με το βλέμμα προς τις κοινωνικές ουτοπίες

Ως ιστορικός έχει ξεχωρίσει με βιβλία για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια που έγιναν έργα αναφοράς για την Ευρωπαϊκή Ιστορία όπως τα: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ: η εμπειρία της Κατοχής», «Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι 1430-1950» , «Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη». Σήμερα, μετά το «Κυβερνώντας τον κόσμο: η ιστορία μιας ιδέας», ο Μαρκ Μαζάουερ γίνεται βιογράφος της οικογένειάς του και φωτίζει την ευρωπαϊκή περιπέτεια της ρωσο-εβραϊκής ιντελιγκέντσιας κατά τον 20ό αιώνα.

Δεν υπήρξε ποτέ μαρξιστής ούτε κομμουνιστής, ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, ωστόσο σήμερα κάνει την έκπληξη με ένα βιβλίο διαφορετικό, που καταξιώνει τη στάση ζωής, τη δράση, τις αξίες των Ρωσο-Εβραίων μαρξιστών σοσιαλιστών του 20ού αιώνα, απαντώντας στην έντονη εσωστρέφεια του 21ου αιώνα και στον κυρίαρχο σκεπτικισμό απέναντι στις κοινωνικές ουτοπίες.

Οξυδερκής ιστορικός, κοσμοπολίτης, με φιλοσοφική παιδεία, ο Μαζάουερ έθετε ανέκαθεν άκρως ενοχλητικά ερωτήματα προκειμένου να πλησιάσει την αλήθεια.

Από το 1988, όταν ολοκλήρωσε το διδακτορικό του πάνω στο πιο σκοτεινό θέμα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τότε -την αδυναμία αποπληρωμής του ελληνικού χρέους το 1932 και τις συνέπειές της- έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στη Ελλάδα δίνοντάς της κομβική θέση στη βαλκανική, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια σύγχρονη Ιστορία, ιδιαίτερα για τη μελέτη του εθνικισμού και των εθνοτικών συγκρούσεων.

Σήμερα όμως, εγκατεστημένος πια στη Νέα Υόρκη και καθηγητής στο Κολούμπια, επιστρέφει στο προσκήνιο ως βιογράφος της πολύτροπης οικογένειάς του, παρακολουθώντας από το 1874 έως το 1997 το ρωσικό παρελθόν της και τη διαδρομή προς τη νέα της πατρίδα, τη Βρετανία, μέσα από το «Οσα δεν είπες» (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Αγρα).

Πρόκειται για ένα έργο υβριδικό: συναρπαστικό σαν κοινωνικό μυθιστόρημα με στοιχεία περιπέτειας μυστηρίου, ενδιαφέρον σαν πολιτικό-ανθρωπολογικό δοκίμιο που σχολιάζει έμμεσα την εποχή μας, και πρωτότυπο αφού εδώ η βιογραφία μιας οικογένειας λειτουργεί σαν λοξή ιστορία ενός κόσμου που έχει ελάχιστα μελετηθεί: της ρωσο-εβραϊκής ιντελιγκέντσιας και της ζωής της στην εξορία.

Αυτή η πολιτισμική τάξη που εκπατρίστηκε (από επιλογή) σε εποχές αναταραχών και αστάθειας δεν ανήκε ακριβώς στον κόσμο των προσφύγων, ούτε των μεταναστών, ούτε των μειονοτήτων, και μεταξύ της δεν είχε επαγγελματικούς ή οικονομικούς δεσμούς αλλά τη συνέδεε το κοινό και αδιάπτωτο ενδιαφέρον των μελών της για τα δημόσια πράγματα και την πολιτική δραστηριότητα. Οι πρωταγωνιστές τού «Οσα δεν είπες» δεν βίωσαν το Ολοκαύτωμα.

Ο παππούς του, Μαξ (αριστερά) στο Σαράτοφ της Ρωσίας το 1912
Ο παππούς του, Μαξ (αριστερά) στο Σαράτοφ της Ρωσίας το 1912 |

Εζησαν την τσαρική απολυταρχία, απανωτά πογκρόμ, μια επανάσταση, έναν εμφύλιο, έναν λιμό, δύο παγκόσμιους πολέμους, εκκαθαρίσεις στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και εκτοπισμούς.

Συνεπής μαζί τους στη συγγραφική του προσέγγιση, ο Μαρκ Μαζάουερ αντιστέκεται στη σαγήνη που εξασκεί στη σημερινή εποχή η παντοδυναμία του ψυχικού τραύματος και μετατοπίζει τον φακό του από την οδύνη τους, τις στερήσεις, τους αποκλεισμούς, τις απώλειες και την αποξένωσή τους, προκειμένου να εστιάσει στο ψυχικό σθένος τους, στην ανθεκτικότητα, στην αποφασιστικότητα και στον πραγματισμό τους: σε μια δυναμική της επιβίωσης, εν τέλει, θωρακισμένη με ιδανικά, που κοίταζε θετικά προς το μέλλον αντί να κοιτάζει προς το παρελθόν της παλιάς πατρίδας τους.

Ιδεολόγοι και πραγματιστές στη ρωσο-εβραϊκή ιντελιγκέντσια

Ο παππούς Μαξ Μαζάουερ(1874-1952), από το Γκρόντνο, υπήρξε επαναστάτης σοσιαλιστής στην τσαρική Ρωσία, κάτι για το οποίο δεν μίλησε ποτέ στην οικογένειά του. Δρώντας στην παρανομία με ψευδώνυμο, εμφανιζόταν ως αξιοσέβαστος διευθυντής μεταφορικής εταιρείας, αλλά μετά το 1901 εκτοπίστηκε δύο φορές στη Σιβηρία, απέδρασε, έζησε εξόριστος στην Ελβετία και στη Γερμανία, μέχρι που εγκατέλειψε την ενεργό πολιτική δράση και ρίζωσε μετά το 1909 στην Αγγλία, αποκτώντας βρετανική υπηκοότητα μόλις το 1935, στα 61 του. Παντρεύτηκε πενηντάρης, εργάστηκε ως επενδυτής σε αγοραπωλησίες ακινήτων και ώς το τέλος κράτησε ακλόνητα τα ιδανικά του.

Με τη γιαγιά Φρούμα Τουμάρκιν (1893-1964) από το Σμόλενσκ, που η υπόλοιπη οικογένειά της καθρέφτιζε τις απίστευτες παραδοξότητες της ζωής στην ΕΣΣΔ αλλά και στη Γαλλία του Βισί, εγκαταστάθηκαν σε μια μονοκατοικία στο νέο προάστιο Χάιγκεϊτ του ΒΔ Λονδίνου, και πρωτοστατούσαν σε ένα δίκτυο αλληλεγγύης των Ρώσων εμιγκρέδων που συνέδεε παλιούς επαναστάτες μπουντιστές με κύκλους μενσεβίκων και αναρχικών, μεταξύ των οποίων σπουδαίοι διανοούμενοι και αντι-σιωνιστές.

Συναρμολογώντας την περιπετειώδη διαδρομή του παππού Μαξ, ο Βρετανός ιστορικός μεταφέρει στον αναγνώστη τον απόηχο της ρωσο-εβραϊκής σοσιαλιστικής παράδοσης, που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, και τον αγώνα για τον πολιτικό μετασχηματισμό στην προεπαναστατική Ρωσία. Αναδεικνύει τη δυναμική των πληθυσμών στην οριοθετημένη Ζώνη Υποχρεωτικής Εγκατάστασης των Εβραίων της αυτοκρατορίας (4 εκατομμύρια το 1880, με βασική γλώσσα τα γίντις), οι οποίοι αφανίστηκαν από μια σειρά πογκρόμ (1880, 1903 κ.ά.) που εξαπέλυσε κυρίως ο στρατός των Λευκών.

Ταυτόχρονα φωτίζει τις ιδεολογικές ζυμώσεις στην αυτοκρατορία ή στα βασικά κέντρα της ρωσικής πολιτικής δράσης (Βερολίνο, Γενεύη, Παρίσι, Νέα Υόρκη) και δίνει πνοή στο, λησμονημένο πια, παράνομο κίνημα της «Γενικής Ενωσης Εβραίων Εργατών της Λιθουανίας, Πολωνίας και Ρωσίας», που ιδρύθηκε το 1897 και έγινε γνωστό ως «Μπουντ».

Αφοσιωμένο στον μαρξιστικό σοσιαλισμό, μιλούσε τη γλώσσα της προλεταριακής επανάστασης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γέννηση της αριστερής κομματικής πολιτικής στην τσαρική αυτοκρατορία, ώσπου τελικά επισκιάστηκε από τον μπολσεβικισμό. Ομως μέχρι να κυριαρχήσει το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα στη δεκαετία του ’20, το Μπουντ ήταν, γράφει ο Μαζάουερ, η μεγαλύτερη και πιο αποτελεσματική επαναστατική δύναμη.

Σ’ αυτό το τοπίο ο παππούς Μορντεκάι (Μαξ) ξεχώρισε ως συντονιστής της δράσης του σε μεγάλους εμπορικούς ή βιομηχανικούς κόμβους της αυτοκρατορίας, όπως η Βίλνα, η Βαρσοβία και το Λοτζ…

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η πρώτη γενιά των Ρωσο-Εβραίων του Λονδίνου, παρά τη σιωπή που υιοθέτησε και τις ματαιωμένες ελπίδες της, κατάφερε να κληροδοτήσει στην επόμενη γενιά το πνεύμα της: «Μια αντίληψη που, ενώ δεν πίστευε πια ότι μπορούσε να διαμορφώσει το μέλλον, εξακολουθούσε να είναι στρατευμένη, άκρως ενημερωμένη και πιστή στις αρχικές αξίες της».

Ο πατέρας του συγγραφέα, ο Μπιλ (1925-2009), γιος του Μαξ και της Φρούμα , μεγάλωσε ως Βρετανός σε ένα περιβάλλον αλληλοδιείσδυσης δύο κόσμων: του κόσμου του Μπουντ και της μεσοπολεμικής μεσαίας τάξης της Αγγλίας που είχε το ήθος του εργατικού κινήματος.

Αφυπνίστηκε πολιτικά με τον Ισπανικό Εμφύλιο, σπούδασε στην Οξφόρδη στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διάλεξε μια σταθερή δουλειά σε μια πολυεθνική εταιρεία και υιοθέτησε τα ιδανικά του Εργατικού Κόμματος του 1945 για μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα.

Ομως τα μεγαλύτερα, ετεροθαλή, αδέλφια του, που ενηλικιώθηκαν στον Μεσοπόλεμο, ο Αντρέ και η Ιρίνα, παιδιά από το τραυματικό παρελθόν των γονιών του, κινήθηκαν στην αντίθετη πλευρά του πολιτικού φάσματος, χωρίς πάντως να κόψουν τους δεσμούς με την οικογένειά τους. Ο Αντρέ κατέληξε υποστηρικτής του Φράνκο και ακροδεξιός, ενώ η Ιρα συγγραφέας ιστορικών ρομάντζων που εξιδανίκευαν την τσαρική περίοδο…

Γύρω από τους Μαζάουερ και τους (πολυπληθέστερους) Τουμάρκιν, που πρωταγωνιστούν στο «Οσα δεν είπες», κινείται ένας χορός από προβεβλημένες φυσιογνωμίες που φωτίζουν αριστοτεχνικά τα ιστορικά συμφραζόμενα της περιπέτειας της ρωσο-εβραϊκής ιντελιγκέντσιας στην Αγγλία.

Ανάμεσά τους: ο Μαξίμ Λιτβίνοφ από την παρέα του Λονδίνου που έγινε λαϊκός επίτροπος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, ο Φέλιξ Ντζερζίνσκι, πρώτος σύζυγος της αδελφής τής Φρούμα και ιδρυτής της μυστικής αστυνομίας Τσεκά που κυνηγούσε τους «αντεπαναστάτες», ο Νικολάι Κριλένκο, αδελφός της νεανικής συντρόφου του Μαξ, που έγινε γενικός εισαγγελέας στην ΕΣΣΔ και τελικά έπεσε θύμα των εκκαθαρίσεων τις οποίες ο ίδιος ενορχήστρωσε, αλλά και ο Οσγουολντ Μόσλι με τους φασίστες του στο Λονδίνο ή ο ποιητής Τ.Σ. Ελιοτ που συνομιλούσε με τον Αντρέ, αλλά και η Αμερικανίδα αναρχική Εμα Γκόλντμαν που δείπνησε με τους Μαζάουερ και τον δημοσιογράφο Ουίλιαμ Ζούκερμαν, επικριτή του «Αμερικανο-Εβραϊκού Φυλετισμού»…

Ετσι λοιπόν, καθώς ο συγγραφέας ιχνηλατεί τις μυστικές, αποσιωπημένες ή υποφωτισμένες διαδρομές των μελών της οικογένειάς του, γράφει παράλληλα και μια σύγχρονη Ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών από τα κάτω, ανοίγοντας παράθυρα σε θεματικές τόσο διαφορετικές όπως τα κινήματα των εθνοτήτων που μιλούσαν γίντις ή ο ρόλος της ψυχιατρικής στο σοβιετικό αστυνομικό κράτος, επίσης η διαδικασία της αφομοίωσης των Ρωσο-Εβραίων εμιγκρέδων στους τόπους της εγκατάστασής τους και η αντίληψή τους για την έννοια της εβραϊκότητας κ.ο.κ.

Το δικό του μυστικό είναι ότι ξέρει να αφηγείται με λογοτεχνική μαεστρία. Ετσι ανανεώνει διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Οταν μια οικογενειακή βιογραφία σπάει κόκαλα

Ο Μαρκ Μαζάουερ δεν γνώρισε τον παππού Μαξ ούτε «ανέκρινε» ποτέ τον πατέρα του Μπιλ για τη ζωή του, παρά μονάχα προς το τέλος της, όταν έκαναν συζητήσεις, όχι όμως ιδιαίτερα διεισδυτικές, που τις μαγνητοφωνούσαν. Στο «Οσα δεν είπες» δεν εργάστηκε λοιπόν ως ρομαντικός συγγενής με τη συνακόλουθη αυθαιρεσία, αλλά ως κοινωνικός ανθρωπολόγος και ως γνήσιος ιστορικός… με ζήλο ντετέκτιβ.

Και για να ανακαλύψει όσα δεν είπαν οι συγγενείς του, βασίστηκε λιγότερο σε προφορικές πηγές και κυρίως σε γραπτές πηγές, κάνοντας δουλειά μυρμηγκιού σε κρατικά, δημοτικά και ακαδημαϊκά αρχεία της Δύσης και της Ανατολής (π.χ. στο Αρχείο της Ρωσικής Ομοσπονδίας της Μόσχας), σε ιδιωτικές αλληλογραφίες, καθώς και σε δοκίμια, αυτοβιογραφικά βιβλία ή προσωπικά ημερολόγια, μελών της ρωσο-εβραϊκής ιντελιγκέντσιας. Μεταξύ τους και το «Ημερολόγιο 1941-1997» του πατέρα του, που δεν το άνοιξε παρά μετά τον θάνατό του.

Αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση εγγυάται και τη σημασία τού «Οσα δεν είπες», καθώς ο Μαζάουερ, ως ον κοινωνικό και θαυμαστής (αλλά όχι συνοδοιπόρος) του κομμουνιστή Ερικ Χομπσμπάουμ, παίρνει θέση στα πράγματα χωρίς να κάνει ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Σχολιάζει λοιπόν:

«Σήμερα, ο σκεπτικισμός απέναντι στις κοινωνικές ουτοπίες, ακόμα και τις πιο πρακτικές, έχει προκαλέσει υπερβολική απογοήτευση, και έχει παροπλίσει πολλούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν να αγωνιστούν πλέον παρά μόνο για την τελειοποίηση της ψυχής τους».

Γι’ αυτόν τον λόγο ξεχώρισε στο βιβλίο του την περίπτωση του Μαξ. Διότι, καθώς γράφει, «στο θάρρος και στην αφοσίωση της νεότητάς του» διέκρινε «μια στάση που θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τη δική μας την περισσότερο κυνική εποχή, με τους δημαγωγούς, τον χυδαίο πλούτο της και την ακόμα πιο έντονη εσωστρέφεια».

Αντίθετα, ο Μαξ «πάλεψε σκληρά για τους άλλους», εμφορούμενος από ένα λίαν παρωχημένο, σήμερα, «πάθος για δικαιοσύνη», και έχοντας γνωρίσει από πρώτο χέρι τη φτώχεια και την εκμετάλλευση.

Βέβαια, καταλήγει ο συγγραφέας, «το κίνημα για το οποίο αγωνίστηκε πριν από περισσότερο από έναν αιώνα βγήκε ζημιωμένο και παραδόθηκε στη λήθη, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία. Οι χαμένοι της Ιστορίας έχουν να μας διδάξουν περισσότερα από τους νικητές της. Καμία νίκη δεν διαρκεί εσαεί –σημασία έχει το πώς διαχειρίζεσαι την ήττα».

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών