Micro

Βιογραφία πολλών ανθρώπων και μιας ολόκληρης εποχής

Άρη Μαραγκόπουλου, “Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού” (εκδόσεις Τόπος, 2016)

yannopoulou

Το «Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού», τελευταίο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου, μοιάζει να ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία του συγγραφέα (προηγήθηκαν η Μανία με την Άνοιξη και το Χαστουκόδεντρο), στην οποία συναντά κανείς, όλο και πιο ώριμα δουλεμένες, όλες τις εμμονές του. Τη συνάρθρωση της λογοτεχνίας με την ιστορία και την πολιτική, τη βιογράφηση ζευγαριών που τα ενώνει όχι μόνο το πάθος του έρωτα αλλά και αυτό της πολιτικής και της επανάστασης, το παιχνίδι, όλο και πιο σύνθετο, της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία, την πολυφωνική, πολύτροπη αφήγηση. Επιπλέον, οι ήρωές του, το διάσημο ζευγάρι που σχημάτισαν από τη νεότητά τους και για περισσότερα από 40 χρόνια η δεύτερη κόρη του Μαρξ και ο συγγραφέας του Δικαιώματος στην τεμπελιά, αποτελούν, όπως ομολογεί ο Μαραγκόπουλος, μια ακόμη πολύχρονη εμμονή· ο Πολ και η Λόρα κάνουν σποραδικές εμφανίσεις από νωρίς στα βιβλία του ως δύο «ασυμμόρφωτοι» άγιοι της προσωπικής του μυθολογίας.

Αν πάρουμε δε ως πρώτο κλειδί για την ανάγνωση αυτού του πλούσιου και πυκνού μυθιστορήματος, ένα χαρακτηρισμό που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας του σε κάποιο από τα σημειώματά του (στο διαδικτυακό τόπο του βιβλίου) όπου το χαρακτηρίζει «ένα γαλλικό μυθιστόρημα», θα βρούμε μια ακόμη σταθερά στο έργο του Μαραγκόπουλου: τη συνειδητή προσπάθειά του να εισαγάγει στο ελληνικό μυθιστόρημα τρόπους και μορφές του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού μοντερνισμού. Αυτό το μπόλιασμα εδώ δεν γίνεται απλώς αλλά και δηλώνεται πολλαπλώς, με πιο εμφανή τρόπο τη συχνή χρήση ξένων λέξεων και φράσεων (στα γαλλικά κυρίως, αλλά και στα αγγλικά και στα γερμανικά), που μεταφράζονται στις υποσελίδιες σημειώσεις του βιβλίου. Ο Μαραγκόπουλος μιλά με όρους μεταφραστικής θεωρίας για «ξένισμα», για μετάφραση της ετερότητας, για την ίδια τη σχέση του ως συγγραφέα τόσο με την πραγματικότητα, όσο και με τα ιστορικά τεκμήριά της, σχέση που πριν περάσει στη λειτουργία της γραφής, περνά από αυτήν της μετάφρασης, της ανάγνωσης, της ερμηνείας, της αλλοίωσης, της παράφρασης, της αποδόμησης, της μίμησης και της αναδημιουργίας του υλικού της αλλά και των προτύπων της, υπογραμμίζοντας διαρκώς την ξενότητα, την ετερότητά τους.

Στις πρώτες του σελίδες το Πολ και Λόρα αφήνει μια αίσθηση μετάφρασης γαλλικού μυθιστορήματος της εποχής του, μιας εποχής ωστόσο που ανοίγεται σε συγγραφείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως ο Υγκό, ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ ή ο Ζολά, για να σταθούμε σε κάποιους από τους σημαντικότερους που αναφέρονται στο βιβλίο. Στα πέντε κεφάλαια του πρώτου μέρους παρακολουθούμε τη ζωή των Λαφάργκ από την πρώτη γνωριμία τους το 1865 μέχρι το τέλος της παραμονής τους στην Ισπανία το 1873, μια ζωή που συνδέεται με μια επαναστατική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η διάδοση των ιδεών των Μαρξ-Ένγκελς, η δημιουργία της Διεθνούς και των σοσιαλιστικών κομμάτων, η γαλλική Κομμούνα, η Ισπανία και η προσπάθεια του ζεύγους Λαφάργκ να εμποδίσει τη διάδοση των αναρχικών ιδεών παρουσιάζονται από τον συγγραφέα μαζί με τη δύσκολη προσωπική ζωή των ηρώων του, την εξέλιξη του γάμου τους, τους θανάτους των τριών παιδιών τους, την ιστορία της οικογένειας Μαρξ και του κύκλου της, αλλά και τη ζωή μιας σειράς άλλων προσώπων, κάθε τάξης και κάθε επαγγέλματος, ανθρώπων στρατευμένων στην πολιτική ή στην τέχνη ή και στα δυο μαζί. Ο Μαραγκόπουλος αφηγείται αυτή την εποχή με μαεστρία, συνδυάζοντας μυθοπλασία και ιστορικά τεκμήρια, πολλαπλασιάζοντας τις οπτικές γωνίες της αφήγησης, εξελίσσοντας τη φόρμα του παράλληλα με την εξέλιξη της ιστορίας.

Παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές

Από το κάπως ρομαντικό ξεκίνημα του μυθιστορήματος με τη νεαρή Λώρα να ρεμβάζει στο σπίτι της οικίας Μαρξ φτάνει στην αριστοτεχνικά πολυφωνική και εξόχως μοντέρνα αφήγηση της παρισινής Κομμούνας στο τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, απ’ το οποίο περνά μια ολόκληρη πινακοθήκη διάσημων και άσημων της εποχής διεκδικώντας τη δική τους οπτική, τη δική τους φωνή. Στο συντομότερο δεύτερο μέρος θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια του πρώτου, ο αναγνώστης θα γνωρίσει τη φόδρα της προηγούμενης αφήγησης και μια νέα εκδοχή της. Κινούμενος μεταξύ 1873 και 1911 (λίγο καιρό προτού οι Λαφάργκ δώσουν εκούσιο τέλος στη ζωή τους) θα παρουσιάσει τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός του σε μια προσπάθεια να ανασυνθέσουν μέσα από το πολλαπλό αρχείο τους την αφήγηση των όσων έζησαν. Με άλλο τρόπο τώρα, με άλλη συνειδητότητα, με εμφανή το στόχο πλέον, να αφήσουν πίσω τους μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Το τρίτο μέρος, ακόμη συντομότερο από το δεύτερο, θα εστιάσει πια στο τέλος και στον κόσμο που αφήνουν πίσω τους οι Λαφάργκ, στην ύστατη πολιτική τους πράξη (τον εκούσιο θάνατό τους) αλλά και στην αποτίμηση και τις τελευταίες στιγμές μιας μακρόχρονης συντροφικής ζωής.

Είναι δύσκολο να συνοψίσει κανείς το Πολ και Λόρα, να εξαντλήσει όλες τις πλευρές του μυθιστορήματος σε ένα σύντομο σημείωμα. Έτσι, κλείνοντας αυτό το κείμενο θα σταθώ σε κάποιες από τις όψεις του, που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές.

Πολιτική και καλλιτεχνικές επαναστάσεις

Ίσως το πρώτο μέλημα της πρόσφατης (αλλά, με άλλους τρόπους, και της παλαιότερης) λογοτεχνικής παραγωγής του Άρη Μαραγκόπουλου είναι να συνδέσει στο έργο του την πολιτική επανάσταση με τις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές επαναστάσεις. Να αναδείξει τις εποχές εκείνες που οι ιδέες προχωρούν με άλματα σε όλους τους τομείς. Η εποχή των Λαφάργκ του δίνει μια ιδανική ευκαιρία. Πλάι στην πολιτική ορμή των Κομμουνάρων επιτελούνται εμβληματικές ρήξεις στο πεδίο της λογοτεχνίας και της τέχνης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το Πρόγευμα στη χλόη του Μανέ αποτελεί εμβληματικό στοιχείο του μυθιστορήματος και εξώφυλλό του. Το ευφυές εύρημα του Μαραγκόπουλου να συνδέσει το ζωγραφικό έργο που προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του με τη ζωή και το έργο του Πολ Λαφάργκ πλουτίζει το μυθιστόρημα με μια σπάνια διαύγεια, γίνεται πηγή αναστοχασμού. Δεν έχει σημασία που ο Φλωμπέρ και ο Ζολά είναι επιφυλακτικοί ή και εχθρικοί απέναντι στην Κομμούνα και τον εξεγερμένο λαό, επιτελούν κι εκείνοι τη δική τους επανάσταση. Το πολιτικό και το καλλιτεχνικό πεδίο εξελίσσονται πάντοτε σε ομολογία μεταξύ τους, θα έλεγε ο Πιερ Μπουρντιέ και δεν είναι τυχαίο πως και οι δικοί του Κανόνες της τέχνης εστιάζουν ακριβώς στην ίδια περίοδο και σε πολλά από τα πρόσωπα που κάνουν το πέρασμά τους από το μυθιστόρημα.

Δύο ακόμη ενδιαφέροντα σημεία

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο ρόλος που επιφυλάσσει στις γυναίκες ηρωίδες του ο Μαραγκόπουλος, όπου παρατηρεί κανείς μια εξέλιξη από παλαιότερα βιβλία του ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Στα τελευταία μυθιστορήματά του (Η μανία με την άνοιξη, Χαστουκόδεντρο) κι ακόμη περισσότερο σ’ αυτό που εξετάζουμε, οι γυναίκες αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο, είναι οι σοφές, οι δασκάλες της ζωής για τους άνδρες ήρωές του, είναι επίσης εκείνες που τους φέρνουν σε επαφή με την τέχνη (η Μπέττυ Μπάρτλετ θα μάθει τον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ στον Αμπατιέλο, και η Βικτορίν, το μοντέλο του Προγεύματος, θα ανοίξει έναν καινούργιο κόσμο μπροστά στα μαργωμένα από τον πόθο μάτια του Λαφάργκ). Όσο για τη Λόρα, δεν είναι μόνο η σοφία και το ένστικτό της που απαθανατίζονται σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ούτε η «εκ γενετής» μαρξιστική παιδεία της και ο επαναστατικός της ζήλος, είναι κι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο συγγραφέας όλα εκείνα που αφορούν τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της, τη σχέση με τον άντρα της, τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη μητρότητα, χωρίς εξιδανικεύσεις, με καίρια ειλικρίνεια.

Το τρίτο σημείο που βρίσκω πάντα ενδιαφέρον στα τελευταία μυθιστορήματα του Μαραγκόπουλου και που νομίζω, ωστόσο, πως του αξίζει ξεχωριστή μελέτη είναι αυτό του ρεαλισμού, αυτό το εκ του φυσικού που βάζει στον τίτλο του βιβλίου του, ενός ρεαλισμού που υπερβαίνει κατά πολύ τόσο την ηθογραφία, όσο και την πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας , ή την ιστορική λογοτεχνία (στο συνήθη ορισμό της), ενός ρεαλισμού που αναδημιουργεί την πραγματικότητα μέσα από την επαφή ακριβώς με τη μυθοπλαστική φαντασία. Με τέτοιο τρόπο που, απομακρυνόμενη από την πραγματικότητά τους, αυτή η μυθοπλαστική βιογραφία των Λαφάργκ να γίνεται βιογραφία πολλών ανθρώπων και μιας ολόκληρης εποχής.

Έφη Γιαννοπούλου

Πηγή: Η Εποχή