Macro

Βασίλης Ρόγγας: Τελετουργικά επαναμάγευσης

Στις κοινωνίες μας, κοινωνίες της κατευθυνόμενης κατανάλωσης, τα εμπορεύματα, ο ορθολογισμός και η γραφειοκρατία δεν κατάφεραν να άρουν τις επιπτώσεις της απομάγευσης του κόσμου. Η φαντασμαγορία της αγοράς, όσο κι αν κυκλώνει όλες τις σφαίρες της ζωής, είναι τσιγκούνα στην έξαψη κι απομίμηση πικρή του θεϊκού ή μυστικιστικού άρρητου. Έτσι, ενώ τον κόσμο μας τον περπατάνε οι πλέον μορφωμένες γενιές απ’ όταν εμφανιστήκαμε σε αυτόν ως άνθρωποι, ο ανορθολογισμός, οι θεωρίες συνωμοσίας, η αστρολογία, η θετική αξιοδότηση ανατολίτικων, νοτιοαμερικάνικων και αφρικάνικων θρησκευτικών εκφράσεων, οι χιλιαστικές λατρείες του τέλους του κόσμου, κάνουν θραύση.
Και ταυτόχρονα με αυτά, ο χρόνος τρέχει με τέτοιον τρόπο που να καταλαμβάνει καλή θέση στα απαραίτητα συστατικά για την τέλεια αλλοτρίωση. Οι επαναλαμβανόμενες ρουτίνες, ο παροντισμός ως η δέουσα χρονική εστία στη μεταμοντέρνα συνθήκη και η αρχή του τέλους της κυκλικότητας των εποχών αδρανοποιούν τις αισθήσεις και τη δυνατότητα για έκπληξη. Να πυροβολήσουμε τα ρολόγια θα ήταν μια κάποια λύση, να δημιουργήσουμε ξανά τελετουργίες επαναμάγευσης θα ήταν μια καλύτερη.
Τα παραπάνω δεν φαντάζουν και πολύ πολιτικά κι όμως είναι περισσότερο απ’ όσο τους έχουμε δώσει σημασία. Ο γάλλος μαρξιστής Ανρί Λεφέβρ καταπιάστηκε με τέτοια ζητήματα και κατάλαβε την Παρισινή Κομμούνα του 1871 και το γαλλικό Μάη του 1968 ως διαδικασίες απελευθερωτικής Γιορτής, ως επανασύσταση της πόλης – έργο τέχνης και ως άσκηση του δικαιώματος στην πόλη. Δεν είναι εδώ ο χώρος να μιλήσουμε για τον Λεφέβρ και τη συνεισφορά του, εντούτοις αντλώντας από το έργο του μπορούμε να δούμε το Καρναβάλι του Μεταξουργείου.
Όχι απλά μια «αυθεντική εμπειρία»
Το 2010, κι ενώ το πιο βαθύ σκοτάδι της οικονομικής κρίσης αναμένονταν, ξεκίνησαν από τους κατοίκους του Μεταξουργείου οι πρώτες καρναβαλικές εκδηλώσεις, που έκτοτε συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Γιατί πετυχαίνει κάτι τόσο ελάχιστα εμπορευματικό, κάτι που θέλει να παραμείνει ερασιτεχνικό, που αυτοοργανωμένο και παιγνιώδες συγκινεί τόσο κόσμο, δεν είναι μυστήριο. Όσο κι αν τα lifestyle έντυπα υμνούν και αυτή ως ακόμη μια «αυθεντική εμπειρία» και την κάνουν γιαλαντζί, εκείνοι που φέρνουν τη ζέστη τους κάθε χρόνο στους δρόμους του, δεν το κάνουν μόνο με διονυσιακή διάθεση. Φυσικά ο χρόνος κυλάει αλλιώς κι ο χώρος καταγράφεται στη μνήμη με άλλες παραστάσεις. Έτσι, δεν είναι μόνο πέρασμα για το αυτοκίνητο ένας δρόμος, είναι και τόπος για φιλιά, πειράγματα και συναντήσεις. Μια αίσθηση παγανισμού, άκρατος φασεϊσμός και ένα σύννεφο χασισιού σηκώνεται πάνω από τη γειτονιά.
Απ’ την άλλη, όμως, το καρναβάλι αυτό φέρει εκ της συνθήκης συγκρότησής του και όρους διεκδίκησης της πόλης. Κάτοικοι και «κάτοικοι», καταστηματάρχες, κοινωνικοί χώροι, καλλιτέχνες, χώροι πολιτισμού και γυμναστικής βρίσκονται και συναποφασίζουν συνελευσιακά μια γιορτή χωρίς αρχηγούς, χωρίς χορηγούς, χωρίς τη βοήθεια του δήμου Αθηναίων, των παρατάξεων και των κομμάτων, χωρίς πολλά ταρατατζούμ ψηφιακής κοινοποίησης του καρναβαλιού. Οι αφίσες, όταν υπάρχουν, είναι πολυεθνικές για να έρθουν οι Κινέζοι, οι Μπαγκλαντεσιανές, οι Πακιστανοί, οι Τσιγγάνες. Και γίνεται το Γλέντι σε κάθε δρόμο, μαγαζί, δρόμο, φούρνο, με παραδοσιακά, με τύμπανα, με τέκνο. Δεν ζητείται καμία άδεια από την αστυνομία για την πορεία, πολλοί από τους χιλιάδες συμμετέχοντες δεν ξέρουν από πού θα πάει και πού θα καταλήξει. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα καρναβάλια συχνά καταγράφονται ως επικίνδυνα για την εξουσία, την όποια εξουσία. «Καθετί που είναι βαθύ, αγαπά τη μάσκα», έγραφε ο Νίτσε. Δεν μπορεί, κάτι θα ήξερε.
Διεκδίκηση της πόλης και σμίξιμο
Όμως είναι και κάτι ακόμα. Εκείνοι που συμμετέχουν συχνά, δεν είναι άλλοι από αυτούς που έφεραν εις πέρας πολλές από τις μεγάλες κινηματικές προσπάθειες του παρελθόντος. Συχνά όσοι και όσες, δε, συμμετείχαν στις οργανώσεις του Αντιεξουσιαστικού χώρου και της Αριστεράς έως το 2015 –και ήταν η συντριπτική πλειοψηφία– συνιστούσαν τους ομόκεντρους κύκλους που πλαισίωναν μαζικά τις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις και κάθε είδους συλλογική δράση. Παρέες, φίλοι, φίλες φίλων, γείτονες πλαισίωναν, επιτελούσαν τα βυθισμένα δίκτυα αλληλεγγύης και δράσης με τον τόσο μεγάλο κύκλο εργασιών. Τα ρούχα, η περπατησιά, το ύφος, τα λόγια είναι κώδικες οικειότητας, σινιάλα πως έχουμε κάπου, κάπως ξανασυναντηθεί.
Κανείς μπορεί να διαβάσει ενδιαφέρουσες διπλωματικές εργασίες για το Μεταξουργείο και την προσπάθεια που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια για gentrification. Ο εναλλακτικισμός που πουλάνε πολιτισμικά εδώ και χρόνια τα ιδρύματα και οι στέγες, είναι μέρος της και μάλιστα το πιο ύπουλο, αλλά και κανένα εγχείρημα, όπως αυτή η γιορτή, δεν είναι μόνο αθώο και άδολο. Ωστόσο, τα λόγια του Αλμπέρτο Μελούτσι φαντάζουν ιδανικά: «Η συλλογική δράση δεν αρχίζει στις οργανώσεις, αλλά στις ομάδες, στα άτυπα δίκτυα των ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους […] συγκροτούν τα εργαστήρια όπου παράγονται οι γλώσσες και οι γραμματικές της αλλαγής». Να σμίξουμε, γιατί μας έλειψε.

Βασίλης Ρόγγας

Πηγή: Η Εποχή