Macro

Βασίλης Ρόγγας: Στερούμαστε αντίστασης στο παρόν

Στο φιλμ «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Τσιώλη, κάπου στα 1998, ο Σάκης Μπουλάς, συντετριμμένος που μόλις έμαθε ότι η μάνα του έχει ψηφίσει Νέα Δημοκρατία, παραληρεί παραδομένος σε μια ξαπλώστρα λέγοντας: «Αυτό που έρχεται σαν εξέλιξη στις εργασιακές σχέσεις ίσως είναι κάτι άγνωστο, πέρα απ’ την κατανόησή μας. Τα παιδιά που θα γεννηθούν θα μεγαλώσουν σε μία άλλη πραγματικότητα. Ίσως εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ. Σε αυτήν την κρίσιμη ώρα το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο κόμμα ικανό να σταθεί δίπλα στον λαό και να τον οδηγήσει στη μετάβαση στον νέο κόσμο, χωρίς αναγκαστικά να τον βυθίσει στην απόγνωση και το περιθώριο». Έχει πλάκα όντως, γιατί ο Τσιώλης ήταν ωραίος μάστορας, ήξερε και αυτήν την ιδιόλεκτο που ονομάστηκε «πασοκική γλώσσα». Λέει και πολύ από αλήθεια όμως. Η σοσιαλδημοκρατία πορεύεται αποδεχόμενη το πλαίσιο, άντε προσπαθώντας λίγο να το σπρώξει θετικά. Καταφέρνει ελάχιστα εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, όταν δεν γίνεται η πιο φανατική επιτελέστρια του πλαισίου.
 
 
Για τις ανάγκες αυτής της γραφής, κάθισα και κοίταξα τις καμπάνιες των υποψηφίων να εντοπίσω επικοινωνιακές καινοτομίες, προγραμματικές εμβαθύνσεις. Τέτοια απογοήτευση μόνο με το «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 είχα δοκιμάσει. Πιο by the book, πιο ευκολάκια, πιο παλιακά επικοινωνιακά κόλπα ήταν αδύνατον να επινοήσουν. Bullets αντί για καταθέσεις προτάσεων πολιτικής, που κανείς μπορεί να γράψει σε μια ώρα τρώγοντας. Περιοδείες με εμφανώς λίγο και γερασμένο κόσμο. Ευχαριστίες αορίστως, επικλήσεις σε ένα ανεύρετο δυνατό ΠΑΣΟΚ του «κάποτε θα» και του «κάποτε παλιά». Viral λέξεις ατάκτως ερριμμένες («ανισότητες», «κοινωνία χαμηλών προσδοκιών» κ.ά.) που θεωρούν πως κάνουν κοινωνικό γκελ.
 
 
Με τέτοιον ΣΥΡΙΖΑ δίπλα του, θα έλεγε κανείς πως μια από τις ερμηνείες για τα παραπάνω θα μπορούσε να είναι ότι δεν χρειάζεται να τζογάρει τίποτα. Αργά ή γρήγορα, σταθερά ή κατά κύματα, οι ψηφοφόροι που κάποτε κοίταξαν αριστερότερα θα επαναπατριστούν. Δεν αξίζει το ρίσκο η οποιαδήποτε καινοτομία, γιατί συνιστά διακινδύνευση. Μάλιστα. Ένα μηδέν. Το δυο και στο χέρι είναι ένας πιο βραχυπρόθεσμος στόχος: «Θα έρθουν οι άνθρωποι να ψηφίσουν πρόσωπο που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη, επικοινωνιακή φιγούρα, τα όποια άλλα είναι εκ του περισσού, δεν χρειάζεται να τους τρομάξουμε». Τέτοιες κοντόθωρες λογικές, είτε του ώριμου φρούτου, είτε της play safe τιποτολογίας, τις είδαμε και στην Αριστερά και δεν πήγε καθόλου, μα καθόλου καλά αυτό.
 
 
Οι πολιτικοί αριστερά της Δεξιάς δεν μπαίνουν στον κόπο να αφηγηθούν έναν νέο, εν τω γίγνεσθαι, κόσμο, την εις τους αιώνας των αιώνων αμήν δουλειά που πρέπει να κάνουν. Μινιμάρουν για χάρη της συγκυρίας, αντί να αλλάζουν τη συγκυρία προάγοντας «ανεπίκαιρους στοχασμούς». Αλλιώς αυτό. Ο Γεράσιμος Στεφανάτος, ένας εξαιρετικά σοβαρός ψυχαναλυτής που χάσαμε σχετικά πρόσφατα, έγραφε: «Οι ρηξικέλευθες δημιουργίες είναι πάντα απότοκες πράξεων παραβίασης, αποτελούν απεικόνιση και μαρτυρία μιας εποχής όπου οι κοινωνικοί κώδικες αλλάζουν και τροποποιείται η ανοχή απέναντι σε αυτό που σκανδαλίζει ή απειλεί, επειδή αναμένεται λίαν συντόμως η πολιτογράφησή του».
 
 
Ποιος ξέρει, μπορεί να τους βγει γιατί η κοινωνία κουράστηκε από τη Δεξιά διακυβέρνηση ή απλώς θέλει να την αλλάξει. Μπορεί. Μπορεί και τη δεύτερη φορά που επινοούνται ακριβώς τα ίδια να σκάσει σαν φάρσα, όπως έλεγε κι ένας του 19ου αιώνα. Το βέβαιο είναι πως στερούμαστε αντίστασης και στερούμαστε και δημιουργίας. Συγκολλήσεις κορυφής, αλώνισμα της ταυτότητας, μεταγραφές σχημάτων σκέψης από αλλού δεν σώζουν την παρτίδα και την πατρίδα. Δεν είναι που είναι απλώς πολύ οικείες πρακτικές, δηλαδή πρακτικές που δεν ενθουσιάζουν. Είναι που σιγοψιθυρίζουν ότι είναι ήδη ηττημένες, αβάσταχτα βαρετές για όσους δεν είναι μέσα στο παιχνίδι. Καμία άρση της κρίσης πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης δεν θα φέρουν, ακόμα κι αν οι «προοδευτικές δυνάμεις» πάρουν 50%.
 
 
Ο κόσμος αναμένει πολιτικές και εκφωνήσεις πολιτικών που θα υπερχειλίζουν, θα διανοίγουν νέες δυνατότητες ζωής. Η αδήριτη ανάγκη για αναγνώριση αφορά τη μετάφραση των παθολογιών με τους όρους των εμπειριών των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων στα οποία απευθυνόμαστε, κι όχι με εννοιακά διαγράμματα από την κούτρα μας. Και έτσι υιοθέτησε την ιδέα της αναγνώρισης ο Άλεξ Χόνετ από τον Χέγκελ ενάντια στην περιφρόνηση, αν το θέλετε. Και δεν είναι κανένας αναρχικός. Ως τα τώρα όμως, μπορούμε να αρκεστούμε στο ειλικρινές που εκφώνησε η Άννα Διαμαντοπούλου και ταιριάζει τόσο μα τόσο πολύ με την τελευταία φράση του Μπουλά: «Αν η σοσιαλδημοκρατία προσαρμοστεί στον 21ο αιώνα, μπορεί να δώσει νέα πνοή στους λαούς. Η δικιά μου προσπάθεια είναι αυτή». Είδατε ο Τσιώλης;
 
Βασίλης Ρόγγας