Macro

Βασίλης Ρόγγας: “Φαντάσου τι θα γινότανε αν έμπαινε καθένας να κλέψει και να τον αφήνανε”

«Τα lidl δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Φαντάσου τι θα γινότανε αν έμπαινε καθένας να κλέψει και να τον αφήνανε»
Το επιχείρημα φαντάζει δίκαιο, λαϊκά αλλά και κανονιστικά. Έχω μαγαζί, διάολε, δε θέλω να με κλέψουν, και, εν πάση περιπτώσει, ζούμε σε ευνομούμενη κοινωνία, δε μπορεί να κάνει ο καθένας ό, τι θέλει.
Κι όλος αυτός ο φαινομενικός ορθολογισμός στραπατσάρεται στον τοίχο της πραγματικότητας: η 70χρονη κυρία δεν είχε κλέψει ποτέ πριν κι από τη ντροπή της που την έπιασαν ήθελε να αυτοκτονήσει.
Έχουμε πρόβλημα σαν κοινωνίες αν δε μπορούμε να καταλάβουμε πως η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν πρέπει να αγκομαχάνε για να βγάλει το μήνα, να φεσώνονται, να μην πηγαίνουν μια βόλτα, να είναι πάντα μέσα στα νεύρα και το άγχος. Δεν είναι που δεν είναι άριστοι και σίγουρα δεν είναι άχρηστοι.
Κανένας δεν ψήνεται να τον προσβάλει ο Χ προϊστάμενος του Χ σούπερ μάρκετ, πολλώ δε μάλλον να του κάνει και μήνυση.
Αλλιώς. Στην Ιαπωνία, οι γηραιότεροι άνθρωποι κλέβουν επίτηδες για να τους πιάσουν, να μπουν στη φυλακή έτσι ώστε να έχουν δωρεάν φαγητό, στέγη και παρέα γιατί έχουν εγκαταλειφθεί από το κράτος και τους συγγενείς τους. Εκεί, οι μεγάλοι άνθρωποι πεθαίνουν ολομόναχοι και κανείς δεν το αντιλαμβάνεται, ένα θλιβερό φαινόμενο, τόσο συνηθισμένο. Αποκαλείται «kodokushi», που σημαίνει ο θάνατος της μοναξιάς. Αυτό θέλουμε;
Στην Ελλάδα οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι συχνά εργαζόμενοι χωρίς χρήματα, κάνουν τη νταντά, μαγειρεύουν, δίνουν χαρτζιλίκια, πληρώνουν τα δάνεια των παιδιών τους, φιλοξενούν. Τους στύβουμε ή, πιο κομψά, είναι ακόμα χρήσιμοι, ως μη όφειλαν.
Η απαίτηση για σοβαρά χρηματοδοτούμενο, συμπεριληπτικό, καθολικό και σύγχρονο κοινωνικό κράτος θα έπρεπε να είναι πάνδημη. Και το κοινωνικό κράτος χτίζεται αργά και απαιτεί τους φόρους μας, δεν είναι λαγός που θα βγει από το καπέλο. Κι ωστόσο δεν είναι αίτημα των πολιτών, διαφεύγει της προσοχής μας γιατί καμιά φορά το θεωρούμε δεδομένο. Για παράδειγμα, ρωτήστε κάποιον καρκινοπαθή πόσο έχουν κοστίσει οι χημειοθεραπείες του. Συνήθως δε γνωρίζει γιατί ήταν δωρεάν, αλλά στοιχίζουν χιλιάδες ευρώ.
«Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής» δεν είναι ακατάπληπτα λόγια των πολιτικών, φιοριτούρες που γεμίζουν τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων. Είναι αυτό που παθαίνουμε όταν δεν οργιζόμαστε που στα δυο χρόνια πανδημία το ΕΣΥ έχει ενισχυθεί ελάχιστα, που ο κατώτατος μισθός δεν έχει ανέβει, που κόπηκε το δώρο πάσχα των γερόντων, που ιδιωτικοποιήθηκε η επικουρική ασφάλεια, που γεμίσαμε μπάτσους κι όχι πυροσβέστες.
Χρειάζεται να ξυπνήσουμε γιατί η επόμενη στάση στο μετρό του χρόνου της χώρας μας φαίνεται να είναι η ανθρωποφαγία.
Φωτογραφία: σκηνή από τα “Παράσιτα”, την ταινία που έκανε πάταγο το 2019. Μια φτωχή οικογένεια της Νότιας Κορέας, όπου οι αριθμοί ευημερούν, μηχανεύεται τα πάντα για να βγεί πέρα.
Διαβάζουμε πως “η κοινωνική κριτική του σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-χο, φωτίζει από κάθε πιθανή οπτική μια πραγματικότητα χτισμένη πάνω στις ταξικές αντιθέσεις κι εξερευνά με αξιοθαύμαστη κινηματογραφική πρωτοτυπία τις αντιδράσεις που αυτή γεννά: απελπισμένες, βίαιες, λυτρωτικές όσο και αυτοκαταστροφικές.”

Βασίλης Ρόγγας

Ανάρτησή του στο Facebook