Δυο περιορισμοί
Η επιτυχής κομματική οικοδόμηση, η ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, για να συμβεί πρέπει να μπορεί να ξεπερνά τις αρνητικές συνέπειες δυο δομικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα παγκόσμια και προκύπτουν διαρκώς. Από τη μια, χρειάζεται να επινοηθούν μεθοδολογίες και καλές πρακτικές που θα αμβλύνουν τις συνέπειες από το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» και, από την άλλη, εργαλεία που θα αίρουν όσο το δυνατόν περισσότερο την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Και για τις δυο διαδικασίες, που η μεν πρώτη έχει μακροϊστορικό χαρακτήρα, για τη δε δεύτερη εντοπίζουμε τις συνέπειες σε ένα μέσο χρονικό επίπεδο, απάντηση ήταν, είναι και θα εξακολουθήσει να είναι η δημοκρατία και το οπλοστάσιό της.
Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας», διατυπωμένος στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη Ρόμπερτ Μίχελς, περιέγραφε την τάση των κομματικών και συνδικαλιστικών ελίτ να προσπαθούν να διατηρήσουν το κύρος, τα προνόμια, και τις απολαβές που απορρέουν από τη στελεχιακή τους θέση, με κόστος ενδεχομένως την παρακμή της οργάνωσης ή την αλλαγή των αρχικών της στόχων. Παράλληλα, οι ελίτ αυτές αφίστανται της ριζοσπαστικότητας υπό το φόβο της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης μέσω του οποίου μπόρεσαν να αναδειχτούν.
Η δεύτερη διαδικασία εκδηλώνεται εδώ και δεκαετίες στη Δύση και περίπου εδώ και είκοσι χρόνια στην Ελλάδα, ωστόσο πτυχές της έχουμε διαπιστώσει ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης αφορά τη μειωμένη συμμετοχή των πολιτών στα κόμματα και τα συνδικάτα, τη μειωμένη συμμετοχή στις εκλογικές αναμετρήσεις, την αδιαφορία για την κεντρική και περιφερειακή πολιτική σκηνή, κ.ά. Το πολιτικό φαινόμενο έχει τις ρίζες του στην αλλαγή των αξιών ως αποτέλεσμα της μεταμοντέρνας πολιτισμικής συνθήκης και της μεταδημοκρατίας. Εντούτοις, πέραν των εξωγενών αιτιών, υπάρχουν και ενδογενή αίτια: η υλοποίηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών από κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς, η γραφειοκρατικοποίηση συνδικάτων και κομμάτων, η ήττα της Αριστεράς από το 1989, καθώς και η μη ανάκαμψή της στη συνέχεια.
Ψηφιακή πλατφόρμα
Εργαλείο άμβλυνσης των συνεπειών των δυο διαδικασιών μπορεί να αποτελέσει η δημιουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας στην οποία πρόσβαση θα μπορούν να έχουν μέλη και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, όπως τονίζει ο Castells, «η τεχνολογική βάση αλλάζει τις μορφές αγώνα, όπως και τις οργανωτικές μορφές». Ωστόσο, προσοχή, το τεχνολογικό αυτό εργαλείο ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αντικαταστήσει την κομματική δομή, τις ψηφοφορίες, τις συνελεύσεις. Εντούτοις, μπορεί να υποβοηθήσει τα μέλη και τους φίλους με τη διάχυση της πληροφορίας που θα περιέχει, μπορεί να είναι ψηφιακός τόπος κατάθεσης προτάσεων, διαβούλευσης, ψηφιακός χώρος διαφάνειας και οριζοντιότητας του πολιτικού οργανισμού. Και εδώ βοηθητική μπορεί να είναι η διαβάθμιση της πρόσβασης στην πλατφόρμα. Για παράδειγμα, τα μέλη μέσω ψηφιακής τους ταυτοποίησης θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε όλη την πληροφορία και δικαιώματα αναρτήσεων σε ευρύ φάσμα θεματικών, ενώ για τους υποστηρικτές θα μπορούσαν να υπάρχουν περιορισμοί. Σε ξεχωριστά πεδία μπορούν να διαβουλεύονται τα μέλη των τοπικών ή κλαδικών οργανώσεων, τα μέλη των Νομαρχιακών Επιτροπών, τα Τμήματα του Κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή, κ.ο.κ.
Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία της ψηφιακής πλατφόρμας ζωντανεύει τον εσωκομματικό διάλογο ενάντια στον πολιτικό θόρυβο που παράγεται στα social media. Ας φανταστούμε, πριν από μια συνεδρίαση, την εισήγηση της γραμματείας ενός τμήματος αναρτημένη έγκαιρα στην πλατφόρμα, το σχολιασμό, καθώς και τις προτάσεις από τα μέλη και τους υποστηρικτές που τους αφορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ενδιαφερόμενοι/ες γνωρίζουν την ημερήσια διάταξη, διαμορφώνουν γνώμη για την εγκυρότητα της ανάλυσης, προετοιμάζονται και προτείνουν διορθώσεις, εκτιμήσεις, διαφωνίες. Ο χρόνος που ξοδεύουν για το συγκεκριμένο ζήτημα μπορεί να είναι ποιοτικός, προωθητικός της συγκεκριμένης υπόθεσης, μιας και θα μπορούσαν να ψάξουν με την ησυχία τους από τον υπολογιστή τους την τεκμηρίωση των θέσεων τους. Έπειτα από αυτά, η συνεδρίαση θα είναι μια διαδικασία επί του συγκεκριμένου και θα λάβουν, πιθανότατα, μια απόφαση όντας ενήμερα.
Ας σκεφτούμε παράλληλα πως μπορεί να υπάρξει μια πλήρης χαρτογράφηση των δράσεων, των συνελεύσεων, των αποφάσεων των διαφόρων κλάδων του κόμματος, και με περιοδικές στατιστικές αναλύσεις μπορούν να εντοπιστούν ποσοτικές και ποιοτικές αδυναμίες. Θα καταστεί γνωστό ποιες από τις θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται το κόμμα έχουν όντως κοινωνικό ενδιαφέρον, σε ποιες από αυτές οι θέσεις φαντάζουν αδύναμες ή ανεδαφικές, που χρειάζεται να ενταθεί η τεχνοκρατική ή νομοπαρασκευαστική επάρκεια. Θα μπορούν να οργανωθούν μεγάλες, πλατιές λαϊκές κινητοποιήσεις ή να επωαστεί η συμμετοχή σε άλλες που προτείνουν οι υποστηρικτές και τις θεωρούν σημαντικές, να μεταφερθεί η διεθνή εμπειρία στο ιδεολογικό και το κινηματικό επίπεδο, να στηθούν προγραμματικά projects με τη συμμετοχή των πολιτών. Ένα κόμμα σε κίνηση, σε διαβούλευση, σε προγραμματική εγρήγορση, και συμμετοχική άμιλλα.
Τα τεχνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που χρειάζεται να έχει η πλατφόρμα μπορούν με ευκολία να επιλεγούν έτσι ώστε να μην παραβιάζουν το παρόν καταστατικό, αν υπάρχει η πολιτική βούληση να γίνει σεβαστό, και φυσικά χωρίς να παρακάμπτεται η ενσώματη συμμετοχή για τη λήψη των αποφάσεων. Είναι βέβαιο πάντως πως στην εποχή του ολοένα και γρηγορότερου, ολοένα και πιο προσβάσιμου, χωρικά, χρονικά και ηλικιακά, ασύρματου ίντερνετ, στην εποχή όπου η ψηφιακή διάσταση του εαυτού είναι πραγματικότητα, η υλοποίηση της ψηφιακής πλατφόρμας καθιστά τους υλοιποιητές της σύγχρονα διασυνδεδεμένα πολιτικά υποκείμενα.
Η κομματική δομή
Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί η κομματική δομή με μια οριζόντια συγκρότηση μη αντιπροσώπευσης, με μοναδική εκδοχή της την ψηφιακή και όχι την ενσώματη. Πέρα από αναποτελεσματικό θα ήταν και επικίνδυνο. H Freeman, από τη δεκαετία του 1970, έχει καταδείξει την άτυπη εξουσία που προκύπτει σε τέτοιες συσσωματώσεις λόγω της απουσίας δομών. Από την άλλη, σε έναν ιεραρχικό κόσμο, στη μαζική μας κοινωνία, ήδη από τον 20ό αιώνα, η οριζοντιότητα δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως οργανωτική μονοκαλλιέργεια, ενώ, έτσι κι αλλιώς, η κομματική δομή φέρει αρετές που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Ωστόσο, το πόσο δημοκρατική είναι μια κομματική συγκρότηση ποικίλλει, και τα αίτια είναι πολλά. Η προσπάθεια για διαρκή εκδημοκρατισμό όμως συνιστά μια αλάνθαστα αποτελεσματική διαδικασία για την ευρωστία του πολιτικού οργανισμού.
Στην πραγματικότητα, τα εργαλεία εκδημοκρατισμού είναι γνωστά. Η τακτική περιοδικότητα συνεδριάσεων των Οργανώσεων Μελών, των Νομαρχιακών, των Τμημάτων, της Κεντρικής Επιτροπής και της Πολιτικής Γραμματείας, είναι αναγκαία συνθήκη για επαρκή διαβούλευση και λήψη αποφάσεων, όχι όμως και ικανή. Χρειάζεται να επινοηθεί ο εκδημοκρατισμός τους έτσι ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Κάποια από τα εργαλεία χρησιμοποιούνται ήδη. Η ποσόστωση φύλου, λόγου χάρη, είναι ένα από αυτά.
Ωστόσο, θα ήταν καλή πρακτική να δοκιμάσουμε ποσοστώσεις, ηλικιακές και ταξικές, έτσι ώστε να αποδράσουμε ακόμα περισσότερο από τις κατηγορικές ή γενεακές ανισότητες. Θα ήταν ένα καλό πείραμα να μπορεί ένα μικρό ποσοστό σε θέσεις ευθύνης να προκύπτει από κλήρωση. Θα ήταν δέον να θεσμοθετηθεί με αυστηρές διαδικασίες και προϋποθέσεις διαδικασία ανάκλησης από θέση ευθύνης. Θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί όριο θητειών σε θέσεις ευθύνης, ισχυρά υποχρεωτικά ποσοστά ανανέωσης των οργάνων μετά το πέρας της θητείας τους.
Με αυτούς (και πολλούς άλλους φυσικά) τους τρόπους έχει περισσότερες πιθανότητες η συγκρότηση ενός κόμματος που δεν υποφέρει από gatekeepers, παράγοντες, αιωνίως αναδεδειγμένα μέλη. Και από την άλλη, το ίδιο αυτό κόμμα, προβαίνει στο ευγενές όσο και κοπιώδες εγχείρημα του διαμοιρασμού του ηγετικού κεφαλαίου σε ολοένα περισσότερους και περισσότερες, διαδικασία που καθιστά τα μέλη υπεύθυνα, με αρετές απαραίτητες για την περαιτέρω κομματική οικοδόμηση, με γνώση των δυσκολιών, των απαιτήσεων και του χρόνου που έχουν οι θέσεις ηγεσίας. Το κόμμα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, φαίνεται -και όντως είναι- ανοιχτό, πορώδες σε σχέση με την κοινωνία, αφού δεν θα αποτελεί ένα κλειστό κλαμπ μιας εκπαιδευμένης κομματικής ελίτ.
Ο Βασίλης Ρόγγας είναι υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνιλογίας, Παν/μιο Κρήτης
Πηγή: Η Αυγή