Macro

Βασίλης Ρόγγας: Οι κόσμοι που έρχονται

Το κείμενο του δικού μας Βασίλη Ρόγγα που δημοσιεύουμε σήμερα με γύρισε πίσω σε παλιές εποχές, όταν ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων και διανοουμένων δεν επεδίωκαν τη μεγάλη δημοσιότητα με εξυπνακίστικα σχόλια σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, και οι εξ αυτών νέοι και νέες του πανεπιστημιακού χώρου δεν είχαν ως μόνο σκοπό της ζωής τους να προαχθούν σε επίκουρους-όπως έλεγε απαξιώνοντας τον καριερισμό ο Ελεφάντης-αλλά έδιναν κόπο και χρόνο στην παραγωγή όμορφων άρθρων, χρήσιμων για τον προβληματισμό των αριστερών εκείνης της παλιάς εποχής, που δημοσιεύονταν στο παλιό περιοδικό «Ο Πολίτης».
Θεώρησα σκόπιμο να θυσιάσω, με την προηγούμενη παράγραφο, κάποιο χώρο αυτού του δισέλιδου παρά να αναφερθώ στο περιεχόμενο του μικρού δοκιμίου του πολιτικού επιστήμονα και υποψήφιου διδάκτορα Ρόγγα. Περιορίζομαι να πω ότι αυτό θέτει προς συζήτηση θέματα επίκαιρα για τους «κόσμους που έρχονται», για να επαναλάβω τον εύστοχο τίτλο του. Χωρίς, κατ’ ανάγκη να συμφωνούμε με το σύνολο όσων γράφει ο millennian συγγραφέας, να κρατήσουμε την τελευταία φράση του κειμένου του: «Ας τα σκεφτούμε σοβαρά όλα αυτά».
Χ.Γο.

Σε ένα από τα εμβληματικά βιβλία του1 ο Χανς Τζόας, θεωρητικός του ρεύματος του πραγματισμού, καταπιάνεται με το ζήτημα της γένεσης των αξιών. Πιστεύει, λοιπόν, πως η παραμελημένη αυτή θεματική από την κοινωνιολογία χρειάζεται να επανεξεταστεί και δίνει από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου την απάντησή του για την προέλευση των αξιών: «οι αξίες προκύπτουν από τις εμπειρίες αυτοδιαμόρφωσης καθώς και υπέρβασης του εαυτού». Και λίγο παρακάτω, για να το κάνει ακόμα πιο περίπλοκο, συνεχίζει: «οι αξιακές δεσμεύσεις σαφώς δεν προκύπτουν από συνειδητές προθέσεις, κι ωστόσο βιώνουμε το συναίσθημα του δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο που συνοδεύει μια ισχυρή αξιακή δέσμευση όχι ως περιορισμό, αλλά ως την υψηλότερη έκφραση της ελεύθερης βούλησής μας». Ο Σεβαστάκης,2 αναλύοντας τις ιδέες του Τζόας, μας πληροφορεί πως «το κλειδί για την κατανόηση της έννοιας ‘αξία’ βρίσκεται εδώ στη βούληση, η οποία πρέπει να διαχωρίζεται αναλυτικά και ουσιαστικά από την επιθυμία και τις προτιμήσεις […] Οι αξίες αποτελούν ‘δευτέρου βαθμού’ αποτιμήσεις: είναι κανόνες για την αποτίμηση άλλων κανόνων, ποιότητες που εκτιμούν και κρίνουν άλλες ποιότητες».

Τέτοιες κατηγοριοποιήσεις δεν συνδέονται με τις εννοιακές αναπαραστάσεις όσων μετέχουν της μαρξιστικής παιδείας. Οι συνεπαγωγές ή/και στρεβλώσεις της στο σχήμα «βάση – εποικοδόμημα» είναι το συχνότερο αποτέλεσμα, όταν δεν λαμβάνουν υπόψιν τη γκραμσιανή σκευή. Ωστόσο, το δυσεπίλυτο ζήτημα του παλλόμενου πρωτείου, είτε της εμπρόθετης δράσης, είτε των εμπεδωμένων δομών3 στη διαμόρφωση των κόσμων, κι άρα των αξιών μας, από μόνο του αρκεί για να μας μπερδεύει ή συνιστά έναν ακόμα ψευδή δυισμό της νεωτερικότητας. Ίσως το πρόβλημα, όπως το τοποθετεί ο Νόρμπετ Ελίας, να συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ έχουμε τη δυνατότητα να αποτυπώνουμε στατικότητες, δεν μπορούμε με την ίδια ευκολία να περιγράφουμε τις ροές και τις σχέσεις.
Νεοφιλελεύθερες (απ)αξίες
Όμως ας δούμε πιο πρακτικά το ζήτημα και μετά να το συνυφάνουμε εκ νέου με τη θεωρία. Στη σημερινή εποχή, γίνεται προσπάθεια να ελεγχθεί ακόμα πιο πολύ από τους πολιτικοοικονομικά κυρίαρχους η αξιακή αγορά, δηλαδή η πιάτσα που ορίζει τι πρέπει να είμαστε και να κάνουμε. Χρόνο με το χρόνο, σφίγγει ο κλοιός της αλγοριθμοποίησης, δηλαδή της ολοένα και πιο αγοραίας επανακατεύθυνσης των επιθυμιών μας έτσι ώστε να σκορπίζονται οι ατομικότητες. Κι είναι δολερός ο τρόπος που γίνεται αυτό γιατί οι αξίες που επικαθορίζουν αυτές τις προτιμήσεις είτε τιμαριοποιούνται (λόγου χάρη, το pinkwashing4) αναστέλλουν την οιονεί κανονιστική τους ισχύ από την ένταση της μεταμοντέρνας σχετικοποίησής τους.
Θα έλεγε κανείς πως οι συγκαιρινές κοινωνίες του (αυτο)ελέγχου5 αξιοδοτούν θετικά μια ρευστή ατομικότητα που όλο και στεγνώνει από τη διαρκή επιδίωξη της ευτυχίας (μέσω της ευτυχιοκρατίας)6, την ενδοσκόπηση ως πανάκεια (μέσω της εμμονικής ψυχολογιοποίησης των πάντων) και την προσπάθεια αυξανόμενης επίδοσης (στη δουλειά, στο «κρεβάτι», στην υγεία, στη γυμναστική). Κι επειδή όλες αυτές οι αξιογενέσεις του ύστερου καπιταλισμού είναι αδύνατον να συναντηθούν με την πραγματικότητα- μια αληθινή γκιλοτίνα του Χιούμ- χώρια που καταλαμβάνουν όλο το χρόνο μας, έχουν ως αποτέλεσμα την επικράτηση αισθημάτων ανεπάρκειας, εξάντλησης και ματαίωσης. Σε τελική ανάλυση άλλοι το έχουν κι άλλοι όχι, αυτή είναι η σύγχρονη ιδεολογία, η αξία της απαξίας.
Αναδυόμενες ηθικοπολιτικές δεσμεύσεις
Κι όμως όσα αγοραία επιβάλλονται, με το καρότο ή το μαστίγιο, δεν είναι αναπόδραστα. Νέες αξίες συνεπαίρνουν τους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια, υπερβαίνοντας την «κόλαση του Όμοιου»7, το μεγαλοπρεπές τίποτα που συμπυκνώνεται στο μότο «είμαι αυτό που είμαι»8. Έτσι, η δημόσια υγεία τον καιρό του κορονοϊού καταξιώθηκε στα μάτια των ανθρώπων. Οι συντριπτικά περισσότεροι θέλουν την ενίσχυσή της γιατί αντιλαμβάνονται πως μόνη αυτή μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Οι ανειδίκευτοι εργάτες και εργάτριες συχνά εικονοποιούνταν ως ανάξιοι ή ως άξιοι της μοίρας τους από την κυρίαρχη πολιτισμική παραγωγή, λίγο χαζούληδες, ή κουτές. Τώρα οι επίπονες συνθήκες εργασίας τους γίνονται εργατική, αλλά και καταναλωτική, συνείδηση και η υλική και ηθική τους αποζημίωση κερδίζει τις καρδιές όλων. Άλλωστε, έχουμε πλέον ιδία γνώση πως αν δεν υπήρχαν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στα σουπερ-μάρκετ, οι ντελιβεράδες και οι οδοκαθαριστές δε θα μπορούσαμε να επιζήσουμε και μέσα στην καραντίνα και μετά από αυτή. Η Μεγάλη Παραίτηση γίνεται παγκόσμιο και ισχυρό κύμα αμφισβήτησης των 40 χρόνων νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις: ή θα μας πληρώνετε καλά για να εργαζόμαστε ανθρώπινα ωράρια κι όχι «996»9 ή παραιτούμαστε. Οι φράσεις «Εμείς σε πιστεύουμε Γεωργία», «Έχει συμβεί και σε μένα» είναι η κοινή γλώσσα αγανάκτησης και ενδυνάμωσης μαζί, είναι η αντιπατριαρχική ματιά που αντιπαρατίθεται στο «αντρικό βλέμμα»10. Η απαξίωση της καριέρας ως κύριος τρόπος της ατομικής και κοινωνικής καταξίωσης, η οικολογική έμφαση ως πρώτο ζήτημα στην πολιτική ατζέντα, η ένθερμη στήριξη προεικονιστικών πολιτικών και οριζόντιων οργανωτικών συγκροτήσεων, οι προσπάθειες για ηθική κατανάλωση και, ακόμα περισσότερο, ο περιορισμός της, η woke κουλτούρα, δηλαδή το να έχεις επίγνωση για σημαντικά γεγονότα φυλετικής αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης, αποτελούν τις πλέον σύγχρονες ηθικοπολιτικές δεσμεύσεις.
Η συγκρότηση του Υποκειμένου και ο κίνδυνος δημιουργίας «Αποκειμένων»
Κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να αντιτάξει πως τα παραπάνω είναι μόδες, ρομαντικοποιημένες εκδοχές του νεαρόκοσμου που φλεξάρει ηθική για να παίρνει like στα social media. Θα ήταν έτσι, κι ορισμένες φορές είναι και έτσι, αν α) δεν είχαν στον πυρήνα τους το ψυχικό άλγος που φέρει η έλλειψη νοήματος, β) δεν έφεραν εν σπέρματι τον τρόμο της υλικής έκπτωσης και γ) οι νέες αξιακές δεσμεύσεις δεν συνοδεύονταν από πράξεις.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η καλπάζουσα απομάγευση του κόσμου μας πάνω από έναν αιώνα δεν οδήγησε ούτε στον δημοκρατικό ορθολογισμό, ούτε σε μια κάποια νιτσεϊκή εκδοχή υπεράνθρωπης εκτίναξης. Αντίθετα, η ναρκισσιστική υποκειμενικότητα στο μεταμοντέρνο κόσμο παράγει την «κούραση να είσαι ο εαυτός σου»11 και, συνεκδοχικά, θυματοποίηση, υπερσυναισθηματισμό12 και σπάσιμο του κοινωνικού δεσμού. Η κατάθλιψη «είναι το αναπόδραστο τίμημα του ανθρώπου που έγινε κύριος του εαυτού του»,13 χωρίς να έχει τα μέσα για να μπορεί όντως να καταφέρει κάτι τέτοιο.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, καμιά αυτοπραγμάτωση δεν μπορεί να συμβεί όταν υπάρχει τόσο μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ και εντός των χωρών. Τόσο μεγάλη που οι πρόσφυγες, οι μετανάστριες, όσες και όσοι μένουν στις φαβέλες του Νότου και στις παραγκουπόλεις τις Ασίας, οι Αφρικάνοι και οι μουσουλμάνες της Εγγύς Ανατολής να εκπίπτουν στην κατάσταση αποκειμένων «πέρα από το πεδίο του δυνατού, του ανεκτού, εκείνου που μπορεί να εννοηθεί».14 Οι Δυτικοί το νιώθουν κι αυτοί στο πετσί τους, ως εργαζόμενοι φτωχοί, ως μονογονεϊκές οικογένειες χωρίς κρατική βοήθεια, όταν δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι ή ψάχνουν για πάντα ανοηματικές σκατοδουλειές. Τα αποκείμενα αισθάνονται τη μοναξιά στη μεγάλη, αφιλόξενη πόλη, κατατρέχονται από ανύπαρκτους ή ιδιοτελείς ψυχικούς δεσμούς, είναι θύματα της δομικής ανεργίας, της περιθωριοποίησης.
Κι όμως, παρόλο που οι διαδικασίες του γίγνεσθαι υποκείμενο στο νεοφιλελευθερισμό εκλεπτύνονται σε σημείο να μην τις προλαβαίνει η θεωρία15, οι αντιστάσεις ανέρχονται. Οι νέες αξιογενέσεις ακολουθούν τις παλίρροιες των διαθέσεων των millennials και της generation z16. Ενάντια στον φορμαλιστικό ατομισμό που προσπαθούν με το στανιό να τους φορέσουν οι από πάνω, εκείνοι αναπλαισιώνουν δυναμικά υλιστικές και μεταϋλιστικές αξίες με τα εργαλεία που δυνητικά τους ελέγχουν. Οι νέες και οι νέοι εκμεταλλεύτηκαν την τεχνολογική δομή του web 2.0. και πλέον διατυπώνουν γνώμες, συντονίζονται χωρίς διαμεσολάβηση, συνευρίσκονται και τραντάζουν τον κόσμο ενάντια στις ανισότητες, το ρατσισμό, τη λιτότητα, την κλιματική αλλαγή και πολλά άλλα, εδώ και τώρα και σε όλο τον κόσμο17. Ας μην ξεχνάμε ότι, το 2011 το πρόσωπο της χρονιάς στο περιοδικό Time ήταν ο διαδηλωτής.
Generation Left
Οι δυο νεότερες ενήλικες γενιές ονομάστηκαν Generation Left από τον Κιρ Μίλμπερν,18 ενώ όλες οι σοβαρές αμερικανικές εφημερίδες και τα επίσης σοβαρά περιοδικά ασχολούνται με την δράση και τη σκέψη τους. Το Institute of Economic Affairs [Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων], η δεξιά δεξαμενή σκέψης που συνδέεται με τους Τόρηδες στην Αγγλία, εξέδωσε το 2021 βιβλίο του επικεφαλής του τμήματος πολιτικής οικονομίας, Κρίστιαν Νίμετς, με τίτλο Left turn ahead? [Μπροστά σε μια αριστερή στροφή;], το οποίο διερευνά τη διείσδυση των σοσιαλιστικών αξιών στους νέους19. Τα στοιχεία που παρατίθενται στην ερευνά του είναι συντριπτικά: το 67 % των νεότερων ανθρώπων λέει ότι θα ήθελε να ζήσει σε ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα.
Θα μπορούσε κανείς εύλογα να έχει αντίρρηση σε αυτά, γιατί όπως έγραφε ο Όργουελ, «κάθε γενιά φαντάζεται ότι είναι πιο έξυπνη (διάβαζε ριζοσπαστική) από αυτήν που προηγήθηκε και πιο σοφή από αυτή που έρχεται μετά». Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η Μάρω Παντελίδου- Μαλούτα περιγράφει με ποιον τρόπο «οι αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, που συντελούνται με μεγάλη ταχύτητα στο σύγχρονο κόσμο, τείνουν να διαφοροποιήσουν εντονότερα τις εμπειρίες και τις κοινωνικές αναμονές των νέων από τις παλαιότερες γενιές» και πώς «σε δυναμικές εποχές τα στερεότυπα σκέψης και συμπεριφοράς αμφισβητούνται ευκολότερα»20. Ο Μίλμπερν στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Eteron21 σημειώνει πως η ηλικία έχει πλέον αναδειχθεί στον πιο αξιόπιστο παράγοντα πρόβλεψης πολιτικών απόψεων και πρόθεσης ψήφου.
Και είναι λογικό. Στην Αμερική, οι millennials κατέχουν μόλις το 3% του αμερικανικού πλούτου. Όταν ήταν στην ίδια ηλικία, οι boomers22 κατείχαν το 21%. Αντίστοιχα, τα χρέη λόγω φοιτητικών δανείων σήμερα είναι περίπου 15 χιλιάδες ευρώ, ενώ τότε ήταν κατά μέσο όρο μόλις 2,3 χιλιάδες σε σημερινά δολάρια. Οι millennials πληρώνουν σχεδόν 40% περισσότερο για τα πρώτα τους σπίτια από όσα πλήρωναν οι boomers και ξοδεύουν σήμερα για υγειονομική περίθαλψη τα διπλάσια χρήματα από εκείνα που ξόδευαν οι boomers όταν ήταν νέοι γονείς.
Η αντίρρηση όμως μπορεί να συνεχιστεί κάπως έτσι: ακόμα και αν δεχτούμε ότι οι νεότερες γενιές έχουν στρέψει προς τα αριστερά τον αξιακό τους άξονα, δεν καθίστανται αυτόματα «υποκείμενα της ιστορίας». Οι αναζητήσεις για τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης (ή ακόμα και της μη ύπαρξης υποκειμένων) δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτό το άρθρο23. Η αντίρρηση όμως είναι εύλογη. Πρώτον, γιατί οι ριζοσπαστικές αξίες αν δεν συλλογικοποιηθούν επαρκώς έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα της έγκλησης δε θα καταφέρουν να γίνουν ηγεμονικές. Δεύτερον, κι ίσως πιο σημαντικό, αν δεν μπορέσουν να ενοποιηθούν σε ένα συνεκτικό σχήμα, να στροβιλιστούν γύρω από έναν πυρήνα που να λειτουργεί κεντρομόλα, έτσι ώστε να γίνονται αισθητές και να θεωρούνται δικαιολογημένες, θα χάσουν τη δυναμική τους και δε θα συναντηθούν με την κοινωνία.
Κατοπτρική αντίσταση και κοινωνική αναγνώριση
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, οι μελλοντικές συλλογικότητες που οφείλουμε να εφεύρουμε έχουν έναν γενικό κανόνα οικοδόμησης, κάτι σαν την ανάγκη ύπαρξης ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου για το χτίσιμο ενός σπιτιού. Προϋπόθεση της συγκρότησής τους είναι η χρησιμότητά τους και η επιτυχής παρακολούθηση των αντιπάλων. Μιμούμενοι τις οργανωτικές αναδιαρθρώσεις τους ή αντιστρέφοντάς τες, οι διεκδικητές άλλων κόσμων από τον σημερινό αποκτούν τα εφόδια να αντιπολιτεύονται με αξιώσεις νίκης.
Χρειάζεται να επερωτήσουμε τις συλλογικές μορφές που διαλέγουμε ώστε να διαπιστώσουμε αν αντιστοιχούν στον ψυχισμό της εποχής μας, αν αφορούν τον ποιοτικό χρόνο μας ή αν αξίζουν της βαθιάς προσοχής μας. Κάθε συζήτηση αντίστασης αν δεν λαμβάνει υπόψη τις ροές, τις δυναμικές των αλλαγών που συντελούνται σε κάθε πεδίο του επιστητού, καταντά ασφαλής καταφυγή σε ένα αγιοποιημένο οργανωτικό έθος. Αυτή είναι η διάκριση που κάνει ο Αντόρνο ανάμεσα στον «πρακτικισμό» (actionism) και την «πράξη» (praxis).
Δε μας αξίζει να στήνουμε εκκλησίες σε ανύπαρκτους θεούς, αλλά νέα τελετουργικά πολιτικής επιτέλεσης που αναλαμβάνουν την ευθύνη της συμπερίληψης, της ενσυναίσθησης, της φροντίδας, της αίσθησης κοινότητας. Χρειαζόμαστε «δίκτυα συνδιαλλαγής», όπως τα ονόμαζε ο Ταίηλορ, δηλαδή ουσιώδεις σχέσεις και κοινότητες ανυψωμένες στο επίπεδο του πολιτικού. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε συνήθως, η συζήτηση αυτή είναι αέναη και ο πειραματισμός οφείλει να είναι διαρκής γιατί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποσύνδεσης των οργανωμένων μας προσπαθειών από την πραγματική κίνηση της κοινωνίας. Γνωρίζουμε ότι οι κοινωνικοί δρώντες έχουν μια αίσθηση για το πώς θα έμοιαζε μια καλύτερη μορφή ζωής και κοινωνίας, ενώ διαθέτουν ακόμα και κάποια γνώση για τους πιθανούς τρόπους υπέρβασης συγκεκριμένων παθολογιών. Γι’ αυτό αξίζουν την εμπιστοσύνη μας24.
Ως δεύτερο σημείο για τη δημιουργία ενός πυρήνα με κεντρομόλο δυναμική, που γύρω του να μπορούν να στροβιλίζονται αξίες και πολιτικά σχέδια, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε την πραγμάτευση της κοινωνικής αναγνώρισης από τον Άλεξ Χόνεθ25. Ο γερμανός φιλόσοφος της Κριτικής Θεωρίας, αφού ελέγξει τις απαρχές της έννοιας στον πρώιμο Χέγκελ και τις διάφορες εκδοχές της στους Μιντ, Γουϊνικοτ και Χάμπερμας, επισημαίνει πως ο πρώιμος Μαρξ αντιλαμβάνεται την ταξική πάλη όχι ως στρατηγική μάχη για την απόκτηση υλικών αγαθών ή μέσων εξουσίας, αλλά μάλλον ως ηθική σύγκρουση, στην οποία το ζητούμενο είναι η «χειραφέτηση» της εργασίας, ως κρίσιμη προϋπόθεση αυτοεκτίμησης. Εφόσον ο καπιταλισμός συνιστά την κοινωνική τάξη που αναπόφευκτα καταστρέφει την διαπροσωπικές σχέσεις αναγνώρισης που διαμεσολαβούνται από την εργασία, η ιστορική σύγκρουση που δημιουργείται πρέπει να γίνει κατανοητή ως αγώνας για αναγνώριση.
O Χόνεθ εξηγεί με πειστικότητα ότι η δυνατότητα διαμόρφωσης ταυτότητας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ανάπτυξη του αυτοσεβασμού, που με τη σειρά του μπορεί να αποκτηθεί μόνο διυποκειμενικά. Με άλλα λόγια, η ικανότητα να εμπιστεύεται κανείς τη δική του αίσθηση για το τι χρειάζεται ή τι θέλει ως προϋπόθεση της αυτοπραγμάτωσης εξαρτάται από τη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίας αναγνώρισης. Αυτή η αιτιακή αλυσίδα, ότι η αναγκαία συνθήκη της διυποκειμενικής αναγνώρισης είναι προϋπόθεση της αυτοεκτίμησης, που εμπεδωμένη, είναι ικανή συνθήκη της αυτοπραγμάτωσης και απαντά στις κούφιες εαυτότητες που υποκειμενοποιεί ο ύστερος καπιταλισμός.
Να το πούμε διαφορετικά. Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα ζωτικό χώρο και χρόνο, ως άτομα και ως κοινωνία, πέρα από τον διαρκή ανταγωνισμό. Χρειαζόμαστε, λαχταράμε διαδικασίες και καταστάσεις κοινωνικής αλληλεγγύης που για να συμβούν αναζητούν υποκείμενα με αυτοεκτίμηση, που προκύπτει από την αλληλοαναγνώριση. Ο Χόνεθ πιστεύει πως μια καλή κοινωνία πρέπει να εμφορείται από κοινές αξίες που θα αντιστοιχούν στις ανησυχίες των ατόμων με τέτοιο τρόπο, ώστε το κάθε μέλος της θα έχει την ευκαιρία να αντλήσει εκτίμηση για την συνεισφορά του/της στο κοινό καλό. Ας τα σκεφτούμε σοβαρά όλα αυτά.
Σημειώσεις:
1. Hans Joas (2000), The genesis of values, Chicago: Chicago University Press
2. Νικόλας Σεβαστάκης (2001), “Κοινωνιολογικός πραγματισμός και δημοκρατία”, στο Επιστήμη & Κοινωνία, σελ. 135-156
3. Η συζήτηση ανάμεσα στους κοινωνικούς επιστήμονες είναι πολύ παλιά για το ζήτημα. Μια περιληπτική καταγραφή δες στο en.wikipedia.org/wiki/Structure_and_agency
4. Το pinkwashing (ροζ ξέπλυμα) είναι ένας όρος με πολλαπλές σημασίες, με τη συνηθέστερη να αναφέρεται στην εσκεμμένη οικειοποίηση των κινημάτων σεξουαλικής απελευθέρωσης για οπισθοδρομικούς πολιτικούς σκοπούς.
5. Ζυλ Ντελέζ (2001), Η κοινωνία του ελέγχου, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα
6. Edgar Cabanas & Eva Ilouz (2018), Ευτυχιοκρατία. Πως η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας, Αθήνα: Πόλις
7. Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν (2015), Η κοινωνία της διαφάνειας, Αθήνα: Opera
8. Αόρατη Επιτροπή (2018), Τώρα, Πάτρα: Opportuna
9. 9-9-6 ονομάζουν στην Κίνα το συνηθισμένο ωράριο εργασίας: δουλειά από τις 9 το πρωί ως τις 9 το βράδυ για 6 μέρες την εβδομάδα.
10. To «male gaze» που αναλύουν οι φεμινιστικές θεωρίες.
11. Alain Ehrenberg (2013), Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου, Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου
12. Eva Ilouz (2017), Ψυχρή τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού, Αθήνα: Oposito.
13. Ehrenberg, ο.π. σελ. 243
14. Julia Kristeva (1982), Powers of Horror, An Essay on Abjection, New York:
Columbia University Press
15. Δες στο Christian Laval (2019), «Ανθρωπολογία του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου», περιοδικό Kaboom, τεύχος 6, σελ. 29-50, καθώς και σε άλλα άρθρα του ίδιου τεύχους.
16. Οι δύο νεότερες πολιτικές γενιές. Οι millennials είναι γεννημένοι από το 1981 έως το 1996 και είναι από 26 έως 41 και όσες ανήκουν στη gen z (γενιά z} γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2012 και σήμερα είναι έως 25 χρονών.
17. Περισσότερα στο Manuel Castells (2012), Networks of Outrage and Hope: Social Movements in the Internet Age, Cambridge: Polity
18. Keir Milburn (2019), Generation Left, Oxford: Polity
19. Kristian Niemietz (2021), Left turn ahead?, IEA
20. Μάρω Παντελίδου – Μαλούτα (2015), Πολιτισμικές συνιστώσες της πολιτικής διαδικασίας, Καλλιπος, σελ. 88, όπου παρατίθεται και η βιβλιογραφία περί πολιτικών γενιών.
21. Βλ.Eteron, “Το ‘άνοιγμα στην ιστορία’ και η νέα γενιά. Από την κρίση του 2008 στην πανδημία”
22. Οι γεννημένοι/ες από το 1946 έως το 1964.
23. Η Μπάτλερ έχει συνοψίσει εξαιρετικά την μεγάλη αυτή συζήτηση στο Τζούντιθ Μπάτλερ (2009), Η ψυχική ζωή της εξουσίας. Θεωρίες καθυπόταξης, Αθήνα: Πλέθρον.
24. Αυτό είναι το κριτήριο της «εγκόσμιας υπερβατικότητας» του Χόνεθ, για το οποίο μας πληροφορεί ο Χάρτμουτ Ρόζα. Βλ. Hartmut Rosa (2021), Επιτάχυνση και αλλοτρίωση. Για μια Κριτική Θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα, Αθήνα: Πλήθος
25. Alex Honneth (1995), The struggle for recognition. The moral grammar for social conflicts, Cambridge Massachusetts: Polity Press

Βασίλης Ρόγγας

Πηγή: Η Εποχή