Οι δικές μας προσωπικές ιστορίες αν έχουν καμιά αξία είναι για την πάρτη μας και για τους αγαπημένους μας μόνο. Αν πρέπει να τις λέμε είναι για να βοηθήσουν το σκοπό.
Από όλη αυτή την περιπέτεια έχω μια πίκρα βαθιά. Άλλη καμιά, παρά τον φόβο, πάρα την ταπείνωση και τα ρέστα της.
Πώς δεν μπορέσαμε να παίξουμε μπάλα στην παραλία της Γάζας με τα παιδιά. Είδαμε το τέρας, την τρομακτική κατασταλτική δύναμη του Iσραήλ, αντί να δούμε παιδιά να ξεσκάνε από τον πόλεμο με τη χαρά που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν. Είδαμε φυλακές, αντί σκηνές των πιο αγωνιζόμενων από τους ανθρώπους που πατούν στη γή.
Κουμπώνει όλο αυτό με δυο μικρές σκέψεις ακόμα.
Μου λείπει ο ελληνικός στόλος.
Ο ελληνικός στόλος, μια τετράδα ιστιοφόρα που έπλεαν ενάντια στο ναυτικό των ισραηλινών, τους προσπερνούσε μια από την πλώρη, μια από την πρύμνη, ναυμαχία, εμείς με τα καραβάκια μας, εκείνοι με τα θηρία τους τα οπλισμένα και τους νικούσαμε από τις εννιά το βράδυ ως τις έξι το πρωί. Δεν είχαμε όπλα. Εκείνοι είχαν τα πάντα.
– “Οξυγόνο- Οξυγόνο-Οξυγόνο, προς Βαγγέλη Πισσία. Λαμβάνεις; Που βρίσκεστε;”
– “Βαγγελής Πισσίας λαμβάνει, είμαστε στο 9, Παύλος Φύσσας στο 3”
– “Πάμε για ελιγμό, έτοιμοι όλοι; 3-2-1, όλοι αριστερά!”
Μου λείπουν και όλα τα παιδιά από τις φυλακές. Οι Τούρκοι, οι γίγαντες της ταξικής πάλης, επίσης πολύ, σα να σφάζανε την πίκρα με χατζάρα τα λευκά τους δόντια που έλαμπαν τόσο που χαμογελούσαν κι εφτιαχνάν σε όλους κουράγιο.
Κι άλλο ένα, τελευταίο. Το βασανιστήριο το πιο βαρύ ήταν όταν δεμένους και τυφλωμένους με μαντήλια μας έβαλαν στα κλουβιά – λεωφορεία από το Ασντόντ για τη φυλακή. Έξι ώρες με ερκοντίσιον στους δέκα βαθμούς και αναγκασμένοι να είμαστε με κοντομάνικα. Ούτε ξέρω πως σωθήκαμε. Δίπλα μου κάθονταν ένα παιδί, ο Αλί. Αγκαλιαστήκαμε όσο μπορέσαμε με τις χειροπαίδες, από ανάγκη, τρίβαμε ο ένας τον άλλο. Έτσι έκαναν όλοι σιγά – σιγά. Έτρεμε ο Αλί από την Μαλαισία, σπαρταρούσε, σε λίγο κι έγω. Με την τριβή, με τη γνωριμία και τα λόγια, λίγο ζεσταινόμασταν. Ένα Τούρκος θεόρατος είχε χαλαρώσει το δικό του τάηραπ, χαλάρωνε ένα – ένα όλων των δεσμωτών. Και μας έτριβε την πλάτη να ζεσταθούμε, να έρθει η καρδιά στη θέση της. Τρεις καθόμασταν τόσο κοντά που καταμβάναμε μια θέση.
Αλί, δε θυμάμαι το μέηλ σου, μου το είπες τόσες φορές. Μέσα στις παραισθήσεις, το ξέχασα, ήταν όνειρο κι εφιάλτης. Τι κρίμα, δεν μπορώ να σε βρω καλέ μου. Αν είσαι τώρα ασφαλής στην πόλη σου, στην Κουάλα Λουμπούρ, και τη γειτονιά σου που μου την είπες πάλι πολλές φορές και την ξέχασα, ξέρεις πώς με έναν Έλληνα μαζί ζήσατε από την μεγάλη, από την τεράστια αγάπη που φτιάξατε για την Παλαιστίνη από τόσο διαφορετικά μονοπάτια.
Αλί. Θα ξαναπάμε κι όταν θα είναι ελεύθερη η Παλαιστίνη θα κάνει ζέστη στην παραλία, θα βρεθούμε αναπάντεχα και θα παίζουμε μπάλα εγώ, εσύ, ο γιός σου και τα παιδιά των αγωνιζόμενων κι ο κόσμος θα είναι ένα τσάκ πιο δίκαιος. Υποσχεθήκαμε να τα φέρουμε όλα τούμπα μέχρι να ελευθερωθεί.
Θυμήσου:
“Αυτό το ταξίδι προς τη Γάζα, το πρώτο ταξίδι προς τη Γάζα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Το ταξίδι μας θα τελειώσει όταν θα ανοιξούν τα θαλάσσια σύνορα της Γάζας. Ως τότε εμείς θα ταξιδεύουμε. Ως τότε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο εμείς θα κάνουμε ότι μπορούμε για να φτάσει η Μεσόγειος να ανοίξει σαν θάλασσα κι αυτό το στρατόπεδο που δημουργησαν εκεί οι Ισραηλινοί να πάψει να υπάρχει”. Βαγγέλης Πισσίας από το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου “Γάζα ερχόμαστε”, 2009.