“Το ένα τέταρτο του φεγγαριού στον ουρανό και φυσούσε το απόγευμα της Παρασκευής, 30 Μαΐου. “
Ήταν οι δυο τους, δώσανε τα σήματα πως σήμερα θα συναντηθούν για να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Όλες τις προηγούμενες ημέρες πήγαιναν στο Ζάππειο, εκεί ήταν η βόλτα τότε, ο περίπατος. Καθόντουσαν στα σκαλιά και σκέφτονταν τι να κάνουν.
– Να πάμε να μαχαιρώσουμε έναν Γερμανό;
– Θα μας πιάσουν.
– Να πάμε να κάψουμε τα αεροπλάνα στο Ελληνικό;
– Πάμε να δούμε.
Πήγαν μια, δυο στο Ελληνικό, δε ξέρανε πως να το κάνουν.
– Να πάμε να πετάξουμε μπόμπες εκεί που έχουν τα αυτοκίνητα;
– Πάμε.
Πετάξανε βόμβες μόλοτωφ, αλλά επειδή ήταν άσχετοι με αυτά δεν έσκασαν.
Στην Παραμυθίας 40, έμενε ο Μανώλης και στην Κολωνού, λίγο πιο πάνω, έμενε ο Λάκης. Πηγαίνανε σχολείο στη Μέτωνος 5, το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων. Εκεί πήγαινε με τα πόδια γυμνάσιο το Μεταξουργείο, το Περιστέρι, το Αιγάλεω. Ήταν φίλοι από παλιά και από το 1939 είχαν φτιάξει μια αντιφασιστική ομάδα. Ο ένας με αυτό το αγέρωχο ύφος του, ο άλλος λαϊκός, χαλαρός.
Θέλανε να απελευθερώσουν τα Δωδεκάνησα, έτσι σκέφτηκαν πως είναι το σωστό. Δεν τα κατάφεραν, φυσικά, αλλά δεν ησυχάσανε.
– Ο Μουσολίνι είναι φασίστας, είμαστε εναντίον του.
– Και ο Μεταξάς είναι φασίστας.
– Είμαστε ενάντια και σε αυτόν.
Το ένα τέταρτο του φεγγαριού στον ουρανό και φυσούσε το απόγευμα τις 30ης Μαϊου. Ο Μανώλης φορούσε μαύρα, ο Λάκης φορούσα λευκά.
Το ραντεβού ήταν απόγευμα στις 8, στην Πλατεία Κουμουνδούρου. Έρχεται και ο Μοσχοβάκης.
– Θα πάμε να κατεβάσουμε τη σημαία τους στην Ακρόπολη. Είσαι;
– …Δεν είμαι.
– Δε πειράζει. Αν δεν τα καταφέρουμε να ξέρεις πως πήγαμε, να το πεις.
Περνάνε από Ψυρρή, ανεβαίνουν στην Πλάκα. Αγλαύρειο σπήλιο. Είχαν ξαναπάει πριν 20 μέρες να δουν, είχαν πάει και την προηγούμενη. Οι αρχαιολόγοι είχαν αφήσει τα μαδέρια για να ανεβαίνουν προς το μνημείο, αλλά το τελευταίο έλειπε. Ανέβηκαν με ένα κλεφτοφάναρο και ένα μαχαιράκι μέχρι την Ακρόπολη. Το ¼ του φεγγαριού φώτιζε τα μνημεία και έφτασαν στο Ερεχθείο. Πετραδάκια σε όλο το δρόμο για να καταλάβουν αν υπάρχει φρουρός. Φτάνουν στη σημαία.
Αφού την κατεβάζουν στα 3-4 μέτρα από το έδαφος δεν έπεφτε. Ανεβαίνει ο Μανώλης. Την τραβάει, δεν πέφτει. Ξανανεβαίνει. Αλλάζουν ρούχα για να ανέβει ο Λάκης που φορούσε τα λευκά. Κρεμιέται και αυτή η ρουφιάνα δεν πέφτει. Κρεμιούνται και οι δυο πια. Τίποτα. Απελπισμένοι, προσπαθούν να γκρεμίσουν το στύλο που την κρατάει και μετά από λίγο πέφτει πάνω τους, κουκουλώνοντας τους.
Κόβουν το κομμάτι με τον κέλτικο σταυρό και λίγο από τον αγκυλωτό έπειτα με το μαχαιράκι του Λάκη, τα βάζουν στον κόρφο τους. Κάνουν μπόγο τη σημαία και φτάνουν στα μαδέρια, κατεβαίνουν και την πετάνε στο πηγάδι. Ρίχνουν πέτρες να τη σκεπάσουν. Η σημαία είναι ακόμα εκεί μέχρι σήμερα.
Έχουν προηγουμένως εμφανώς αφήσει τα αποτυπώματά τους στον ιστό για να μην τουφεκιστούν οι φύλακες της Ακρόπολης. Είναι 1 το βράδυ και έχει απαγόρευση κυκλοφορίας και αποφάσισαν πως ο καλύτερος δρόμος είναι η Μητροπόλεως γιατί αν βάλουν σκυλιά την άλλη μέρα θα τους εντοπίσουν και πως το τράμ με την πολυκοσμία θα κάνει τα σκυλιά να μην καταλάβουν.
Στρίβουν στην Ερμού. Στην Καπνικαρέα πάει ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά. Τους σταματάει έλληνας αστυφύλακας.
– Τι κάνετε τέτοια ώρα έξω;
– Είχαμε πάει σε ένα γλέντι.
– Ταυτότητες.
– Είμαστε φοιτητές, να η δική μου
,λέει ο Λάκης, ο Μανωλης δεν είχε.
Ο αστυνομικός κοιτάζει με το φανάρι την ταυτότητα. Είναι σκονισμένοι, ιδρωμένοι, ταλαιπωρημένοι. Του έλεγαν ψέματα, το ήξερε και τους άφησε να περάσουν. Χρόνια μετά έμαθαν πως ο αστυνομικός εκείνος πέρασε στην Αντίσταση.
Ο Μανώλης γυρνάει στο σπίτι, στην Παραμυθίας 40. Τονε βλέπει η μάνα του.
«Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”. Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου».
Ξημερώνει το πρωί της 31ης Μάη. Ο Μανώλης και ο Λάκης δίνουν ραντεβού στον Μοσχοβάκη στην Πλατεία Μεταξουργείου, ήλιος λαμπρός, καμαρωτοί και οι δυό. Ο Μοσχοβάκης έρχεται, αυτοί ακόμα κονιόρδοι, του δείχνουν τα κομμάτια της σημαίας.
– Πάρε, να έχεις ενθύμιο.
Ο Μοσχοβάκης, ο Μανώλης και Λάκης τα έκαψαν την ίδια μέρα. Οι Γερμανοί έψαχναν ποιοι το έκαναν να τους σκοτώσουν, είχαν σκοτώσει ήδη τη γερμανική φρουρά της Ακρόπολης. Οι δικαστές που ανέλαβαν προσπάθησαν να αποκρύψουν όσο ήταν μπορετό πως τη δουλειά αυτή την έκαναν οι μεταξουργειώτες Μανώλης και Λάκης.
Όπως έγραψε ο αναρχικός Νώντας Σκυφτούλης σε μια περίπτωση υπεράσπισής τους, ο Μανώλης του είπε: “Ξέρεις ότι το πρωί όλα τα καφενεία στην Αθήνα τι βρισίδι βγάζανε. Ποια κολόπαιδα κατεβάσανε τη σημαία να τα γαμήσουμε. Μας βάλανε σε τρεχάλα τα μαλακισμένα. Τι θα κάνουνε οι Γερμανοί τώρα γαμώ τα σπίτια τους. Και μετά μας κάνανε ήρωες οι ίδιοι. Γι΄αυτό έρχομαι στις δίκες σας.”
Θέλω να φαντάζομαι πως την 1η Ιουνίου ο Μανώλης του Μεταξουργείου είχε αρχίσει το τσιγάρο, κάθεται στα σκαλιά στην Παραμυθίας 40 και χαμογελάει καπνίζοντας. Το ξέρει ο Λάκης, το ξέρει η μάνα του και ο Μοσχοβάκης. Ο Λάκης, στην Κολωνού σουλατσάρει ήρεμος και ένα χαμόγελο, λαϊκό χωρίς έλεος κοιτάζει γύρω του.
Τώρα γελάνε παρέα σα να είναι 19 χρονών φοιτητές. Καπνίζουν κι αγναντεύουν την Ακρόπολη.
ΥΓ Η ιστορία είναι αληθινή.
Βασίλης Ρόγγας
Ανάρτησή του στο Facebook