Η κούραση αναδεικνύεται ως κυρίαρχο συναίσθημα της εποχής μας, υπερβαίνοντας ταξικές και κοινωνικές διακρίσεις.
Από τον Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν μέχρι τον Έρενμπεργκ, από τον Μπωντριγιάρ παλιότερα μέχρι τις πιο σύγχρονες θεωρίες ψυχολογίας, φαίνεται πως η κόπωση είναι ερμηνευτικό κλειδί για τις διαθέσεις μας. Γιατί κουραζόμαστε τόσο πολύ; Πάντα έτσι ήταν; Υπάρχουν κάποιοι που το εκμεταλλεύονται; Τι πρόκειται να φέρει σε όλα τα πεδία της ζωής μας;
Η κούραση δεν είναι απλώς μια σωματική και ψυχική συνθήκη που προκύπτει έπειται από παρατεταμένη ή/και έντονη δραστηριότητα. Ισχυρίζομαι ότι είναι ο ψυχισμός, ο ορίζοντας της εποχής μας. Ξέρουμε να την περιγράφουμε με λόγια διαφορετικά, από ξεχωριστές οπτικές γωνίες, ως ρευστή κατάσταση, ως υλικότητα: βαρεμάρα, ακηδία, μελαγχολία, δυσφορία, θλίψη, αίσθηση παρακμής, κατάθλιψη, αδυναμία αυτοπραγμάτωσης, αδυναμία γενικώς, προσδοκίες που μινιμάρουν χωρίς να το θέλουμε, σχέσεις που βαστούν στον χρόνο αναγκαστικά, τόποι που μένουμε γιατί δεν γίνεται να πάμε αλλού. Μια και στον ύστερο καπιταλισμό η εσωτερίκευση, η ενδοσκόπηση είναι συγκροτητική σταθερά, εφόσον μιλάμε διαρκώς για τον εαυτό μας, όσο ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία, έστω και με λόγια της viral ψυχολογίας, περιγράφουμε πολύ συχνά ό,τι χωράει το «κούραση».
Ο Μπουρντιέ, πολύ πιο λόγια και ταυτόχρονα απλά, την ονομάζει «κοινωνική γήρανση» και ορίζει πως «δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή τη βραδεία διεργασία πένθους ή, αν προτιμάτε, αποεπένδυσης (επικουρούμενης και ενθαρρυμένης από την κοινωνία), η οποία άγει τους δρώντες να προσαρμόσουν τις βλέψεις τους στις αντικειμενικές τους πιθανότητες, οδηγώντας τους έτσι να ασπαστούν τη συνθήκη τους, να γίνουν αυτό που είναι, να αρκεστούν σε αυτό που έχουν, έστω και αγωνιζόμενοι, με τη συλλογική συνενοχή, να εξαπατήσουν τον εαυτό τους ως προς το τι είναι και τι έχουν, να ξεγράψουν όλες τις παράπλευρες δυνατότητες που σιγά σιγά εγκαταλείφθηκαν στον δρόμο και όλες τις προσδοκίες που αναγνωρίστηκαν ως μη πραγματοποιήσιμες επειδή παρέμειναν απραγματοποίητες».
Ισχυρίζομαι ότι είναι μια καθολική συνθήκη, παγκόσμια, αταξική, σαν μια διαρκώς ελευσόμενη σταθερά που διόλου δεν αποζητάμε. Αφορά τους προλετάριους, αφορά τα λευκά κολάρα, τον κόσμο δηλαδή των υπηρεσιών και της υψηλής μισθωτής εργασίας, αφορά τους πλούσιους, αφορά κι όσα άτομα εκπίπτουν της ταξικής διαστρωμάτωσης. Γιατί όμως;
Δεν είναι του 21ου αιώνα
Το βέβαιο είναι πως δεν καταλάβαμε χθες ό,τι εμπεριέχεται σε αυτό που ονομάσαμε κούραση. Ο Φρόιντ όρισε έκκεντρα τη «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» πριν περίπου εκατό χρόνια ως ένταση μεταξύ των ανεκπλήρωτων ενστίκτων και των απαιτήσεων του σύγχρονου κοινωνικού κόσμου. Πριν τον Φρόιντ ,ένας από τους πατέρες της κοινωνιολογίας, ο Μαξ Βέμπερ, ανέπτυσσε τις σκέψεις του για την απομάγευση και το «σιδερένιο κλουβί», την παγίδα δηλαδή που συνιστά το σύστημα σε ό,τι αφορά την ανάγκη μας για αυθεντικότητα και τα περιθώρια των ατομικών επιλογών. Ο Μπωντλέρ της ντεκαντάνς στιχουργούσε πως θέλει να κοιμηθεί παρά να ζήσει, ο εσχάτως και πάλι μοδάτος Ανρί Μπερξόν έκανε λόγο για το «supplément d’âme», το πνευματικό στοιχείο που λείπει από την τεχνοκρατική και ψυχρή ορθολογικότητα της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία βασίζεται μόνο στην εξωτερική πρόοδο και την αποτελεσματικότητα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πνευματική ευημερία και την εσωτερική ζωή των ανθρώπων.
Είναι δεκάδες οι αναφορές από σημαίνοντες και εντελώς διαφορετικούς στοχαστές που διαμορφώνουν την αρνητική ποιότητα αυτού που ονομάζουμε με μια λέξη «κούραση». Οι χριστιανοί θεολόγοι ήξεραν από πολύ παλαιότερα τι φρίκη προκύπτει από το αίσθημα της ακηδίας. Και οι κομμουνιστές θεωρητικοί, από τον Μαρξ μέχρι τον Λούκατς, επεξεργάστηκαν την έννοια της αλλοτρίωσης και τις πραγμοποίησης, τις διαδικασίες κατά τις οποίες οι ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες παρουσιάζονται ή γίνονται αντιληπτές σαν να είναι αντικείμενα ή εμπορεύματα.
Και στον μεταμοντέρνο κόσμο μας τι συμβαίνει;
Στην επικρατούσα εδώ και δεκαετίες μεταμοντέρνα συνθήκη θα μπορούσε να πει κανείς πως έχουμε ανέβει επίπεδο. Δεν είναι απλά που θεματοποιούμε όλοι το ζήτημα της κούρασης, είναι που τίθεται με αυτά ακριβώς τα λόγια. Είχε κάνει φοβερή εντύπωση ένα απόσπασμα κειμένου του Ζαν Μπωντριγιάρ το 1970 στο επιδραστικό του βιβλίο για την καταναλωτική κοινωνία. Ο μεταμοντέρνος στοχαστής όριζε πως «η κούραση, ως συλλογικό σύνδρομο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών, επιστρέφει στο πεδίο των βαθιών ανωμαλιών, των “δυσλειτουργιών” της ευημερίας. Χαρακτηρίστηκε “καινούριο δεινό του αιώνα” και πρέπει να αναλυθεί σε συνδυασμό με τα άλλα φαινόμενα ανομίας, που η αναζωπύρωσή τους σημαδεύει την εποχή μας, ενώ όλα θα έπρεπε να συντελούν στην κατάργησή τους».
Ακόμα πιο μεγάλη εντύπωση έχει κάνει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν με τα εξαιρετικά του βιβλία, και ιδιαιτέρως εκείνο που αφορά την κόπωση. Ο Χαν υποστηρίζει ότι η συνεχής πίεση για παραγωγικότητα και αυτοβελτίωση οδηγεί σε υπερκόπωση και απομόνωση. Αντί για εξωτερικούς περιορισμούς, η σύγχρονη κοινωνία δημιουργεί εσωτερικές πιέσεις που επιφέρουν αισθήματα αποτυχίας, πάθη λυπητερά. Ο Χαν συνδέει αυτή την κούραση με την έλλειψη αυθεντικών ανθρώπινων σχέσεων και την αποξένωση, προτείνοντας ότι η πραγματική απελευθέρωση προέρχεται από την αποδοχή της αδυναμίας και της μη παραγωγικότητας.
Ο Άλαν Έρενμπεργκ, κοινωνιολόγος, γνωστός για το έργο του στην κλινική κατάθλιψη, ανατέμνει την έννοια της κούρασης και τη σημασία της για τη σύγχρονη κοινωνία. Υποστηρίζει ότι η κούραση δεν είναι απλώς ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά μια πολιτισμική κατασκευή που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Συνδέει την κούραση με τη νεωτερικότητα, τον καπιταλισμό και τις απαιτήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, τονίζοντας πως οι άνθρωποι καταλήγουν να νιώθουν υπερβολικά πιεσμένοι και αποξενωμένοι: «Είναι η παθολογία μιας κοινωνίας της οποίας τα κανονιστικά πρότυπα δεν προϋποθέτουν πια την ενοχή και την πειθαρχία αλλά την πρωτοβουλία και την ευθύνη».
Ωραία, φτάνει με τους θεωρητικούς. Τι συμβαίνει;
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι δεν εκπληρωνόμαστε. Νιώθουμε την ανάγκη για καταφυγή στο βασίλειο του εαυτού, στον βαρύ και ταυτόχρονα ατελέσφορο κόπο μιας εξατομίκευσης φτενής, χωρίς ζουμιά. Γιατί είναι αλήθεια όσα ψυχολόγοι, και πολλοί άλλοι, έχουν τονίσει: Είμαστε σίγουρα και οι σχέσεις μας, οι τρόποι που αναπτυσσόμαστε συλλογικά, κι από τη βαριά αυτή μοίρα δεν θα αποδράσουμε ό,τι και να κάνουμε. Αν πρέπει διαρκώς να έχουμε επιδόσεις, αν, δηλαδή, ο τρόπος υποκειμενικοποίησής μας χρειάζεται απαραιτήτως να υποβαστάζει το σύστημα και τις ανάγκες του, τότε, ναι, φυσικά κουραζόμαστε. Ο Χαν το λέει ρητά: Θες να είσαι και όμορφη και πλούσια και δυνατή και ταξιδεύτρια και πρωταθλήτρια και μάνα και party animal και χωρίς προβλήματα υγείας; Θες δηλαδή να είσαι ένα επιδοσιακό υποκείμενο; Είναι αδύνατον, κι όσο το κυνηγάς τόσο ο βιολογικός σου εαυτός θα μάχεται ενάντια σε αυτό το σχέδιο. Τα social media είναι μια απάτη σε σχέση με όλα αυτά, μην τα συμμερίζεστε, τονίζει ο οξυδερκής Χαν.
Αλλιώς: Σε τι συνίσταται η εκπλήρωση των επιθυμιών μας, από πού προκύπτουν αυτές, γιατί πήραν τον συγκεκριμένο δρόμο κι όχι άλλον; Πώς μπορούμε να αποδράσουμε από το σιδερένιο κλουβί για το οποίο έκανε λόγο ο Βέμπερ, πώς είναι δυνατόν να συγκροτούμε εαυτούς που δεν θα διαγκωνίζονται αλλά θα επικουρούν τις αυτοπραγματώσεις οικείων και άλλων ανθρώπων;
Ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι πολυμερής, καθόλου κοινοί δεν είμαστε οι άνθρωποι, ζούμε σε χώρους και χρόνους διαφορετικούς. Και ευτυχώς. Η συγκρουσιακότητα, ως ο κανονιστικός πυρήνας του τρόπου ζωής, δεν χρειάζεται να εξαλείφεται. Παρ’ όλα αυτά, όλοι ψάχνουμε την «πλήρη αποκατάσταση του ανθρώπου στον εαυτό του, σαν κοινωνικής, δηλαδή σαν ανθρώπινης, ύπαρξης», αλλά από διαφορετικούς δρόμους. Κι αν ο Μαρξ ως κοινωνικός ψυχολόγος έχει κεντράρει πολύ σωστά με την παραπάνω φράση, σκεφτείτε πως ο Όττο Ρανκ, ένας από τους μαθητές του Φρόιντ, έλεγε περίπου το ίδιο για την υποσυνείδητη επιθυμία του ανθρώπου να επιστρέψει σε μια κατάσταση ασφάλειας, απουσίας άγχους και προστασίας.
Ας το συνθέσω κι αλλιώς. Η φοβερή επιταγή των καιρών μας είναι πως πρέπει να «μπορείς να μπορείς», ενώ οι άνθρωποι απαντούν πως «δεν μπορούν να μπορούν» αυτά τα τόσα πολλά που τους επιτάσσονται. Περάσαμε από τις κοινωνίες της κυριαρχίας, της πειθαρχίας και του ελέγχου στις κοινωνίες του αυτο-ελέγχου. Στον κόσμο μας, δηλαδή, εμείς, ο εαυτός μας, είμαστε οι ελεγκτές εκπλήρωσης κριτηρίων που, ωστόσο, δεν επιλέξαμε αυθεντικά οι ίδιοι. Και μάλιστα ελεγκτές-ακοίμητοι φρουροί, χωρίς ελπίδα απόδρασης ή, έστω, χασμουρητού. Σε έναν κόσμο τεράστιας επισφάλειας στον εργασιακό τομέα, με μια διαρκή στεγαστική φούσκα να επικρέμεται σε Δύση και Ανατολή, την εποχή της πολυκρίσης και της πολεμικής αναθέρμανσης παγκοσμίως, σε μια συνθήκη που το «οικοάγχος» για το βιολογικό τέλος της υδρογείου είναι τεράστιο πρόβλημα, δεν μπορούν να προκύπτουν η θετική ψυχολογία, ο στωικισμός ή οι εθνικιστικές περιχαρακώσεις, όπως πολλοί ισχυροί θέλουν στον κόσμο. Δεν μπορούμε να είμαστε ψυχωμένες, δυνατοί, να αναβλύζει από μέσα μας η ζωντάνια και το κέφι. Φαίνεται αυτό από τα αμείλικτα στατιστικά που αποτυπώνουν τη ραγδαία άνοδο των ψυχικών ασθενειών, τα οποία αφορούν ολοένα και πιο πολλούς, ολοένα και πιο ουσιώδεις διεργασίες για την αναπαραγωγή της ζωής μας: κατάθλιψη, άγχος, διαταραχές στον ύπνο και στη διατροφή, ελλειμματική προσοχή, κρίσεις πανικού.
Η ευαλωτότητα, η τρωτότητα, τα άλλα, δηλαδή, τα πιο επίσημα ονόματα της κούρασης ή οι πιο σωστές πολιτικά εκδοχές της, οι θεσμικές της πλέον αποτυπώσεις είναι αυτά που αναδύονται. Κι ευτυχώς που γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, γιατί δεν χρειάζεται. Ωστόσο, για να μπορέσουμε να αναλάβουμε, για να υπερχειλίζει η θέληση κι όχι η αδυνατότητα, είναι αναγκαίο η ύπαρξή μας να μπορεί να είναι αυτοστοχαστική, να μπορούν να τεθούν ουσιωδώς σε αμφισβήτηση, σε διερώτηση, όσα μπορούμε να σκεφτούμε κι όσα μπορούμε να κάνουμε. «Ένας ολόκληρος κόσμος νοήματος φέρεται από θεσμισμένες μορφές και διεισδύει στα τρίσβαθα του ψυχισμού», τόνιζε ο Γεράσιμος Στεφανάτος.
Αυτού του σύμπαντος νοημάτων πρέπει να του αλλάξουμε τα φώτα. Κοντολογίς, ζούμε ακόμα στην προϊστορία όπου το τι είναι «καλή ζωή» μάς το ψιθυρίζουν οι από πάνω. Θα περάσουμε στην πραγματική ιστορία που θα γράφουμε εμείς για εμάς, όταν δράσουμε ενάντια στον χρόνο, χάριν ενός χρόνου που θα έρθει, νοηματοδοτώντας το μέλλον ως ανοιχτή, δημιουργική, πειραματική διαδικασία έμπρακτης προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας. Δεν είναι εύκολα αυτά, αλλά τουλάχιστον δεν θα μας περιμένει η εξάντληση σε κάθε γωνιά, όπως τώρα.
Βασίλης Ρόγγας