Macro

Βασίλης Ρόγγας: «Μαζί τα φάγαμε» ;

Οι θάλασσες των μικροαστικών στρωμάτων για δεκαετίες δεν πλήρωσαν φορολογία ισότιμα με τους μισθωτούς. Κι αυτό αφορούσε είτε τους ευγενείς white collars (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί κ.ο.κ.), είτε τους πιο μπας κλας (αγρότες, υδραυλικοί, μικρομαγαζάτορες). Κι αυτό σε μια συνθήκη που τα μικροαστικά στρώματα ήταν πάντα αναντίστοιχα πολλά στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Περίπου 30% (παλιότερα πάνω από 40%) των εργαζόμενων είναι εκτός σχέσης μισθωτής εργασίας ενώ στην ΕΕ τα ίδια ποσοστά είναι πολύ πολύ χαμηλότερα.

Οι άνθρωποι δεν εξέδιδαν αποδείξεις ή το έκαναν μόνο και μόνο όταν ήταν εντελώς κι απολύτως απαραίτητο. Δεν ελέγχθηκαν ποτέ από το κράτος για την καταφανή αναντιστοιχία της περιουσιακής τους κατάστασης και του δηλωθέντος εισοδήματός τους, που ήταν για το 80% -90% (!!!) κάτω από το όριο του αφορολόγητου. Κι αυτό όχι τώρα, δεκαετίες.
Εκείνοι που βαθιά την πατούσαν πάντα και πριν την κρίση και κατά τη διάρκεια της και τώρα είναι οι μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, ιδιαιτέρως οι ανειδίκευτοι. Οι μισθωτοί του δημοσίου τομεά, πριν από τον ΑΣΕΠ, ήταν ρουσφετολογική αρμοδιότητα των δυο μεγάλων κομμάτων. Αν φυλούσες κατουρημένες ποδιές και έγλυφες ασύστολα έμπαινες στο κράτος για πάντα. Στον συναινετικό δικομματισμό ΝΔ και ΠΑΣΟΚ η κοινωνική ανέλιξη μερίδας των πολιτών εξασφαλίζονταν μέσω της θέσης στο δημόσιο. Αυτή έπρεπε να ξεπληρώνεται με αιώνια οικογενειακή/εντόπια ευγνωμοσύνη μέσω της ψήφου.
Ακόμα και το μεγάλο κεφάλαιο πριν την οφσοροποίηση της οικονομίας ήταν δύσκολο να ξεφύγει από τη φορολογία, που, μέχρι το 2004, ήταν σχετικά υψηλή για τις ΑΕ. Ωστόσο εκεί αναλάμβαναν την προνομιακή τους χρηματοδότηση οι έως πριν περίπου 25 χρόνια κρατικές τράπεζες με όρους ευνοϊκούς, έτσι ώστε να έχουν ρευστότητα. Ταυτόχρονα οι επενδύσεις τους ήταν χαμηλού ρίσκου γιατί υπήρχαν κρατικές εξασφαλίσεις κερδοφορίας με διάφορους τρόπους. Από τον καιρό των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα το μεγάλο κεφάλαιο αύξανε κερδοφορίες, μείωνε κόστη, ρευστοποιούσε μετοχές, απλώνονταν με επενδύσεις σε πρώην κρατικούς τομείς με χρηματοδοτήσεις από την ΕΕ, αύξανε μισθούς πολύ κάτω της παραγωγικότητας. Γενικά συγκεκριμένες μερίδες έκαναν παρτάρα σαν τους λύκους της wall street, ωστόσο με σημιτικό ήθος.
Ο Πάγκαλος είχε κατά το ήμισυ δίκιο, αν κι ο πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης δεν το έκανε καταλάθος. Ήθελε πολύ περισσότερο να καταστήσεις συνενόχους τους πάντες για τη φτωχοποίηση της χώρας. Ήθελε να καταστήσει ισότιμα συνενόχους υδραυλικούς και λάτσηδες. Ήθελε να πει πως η πολιτική τάξη -ΝΔ και ΠΑΣΟΚ- αναγκάστηκε σε ένα πανκομματικό «Τσοβόλα δώστα όλα», λες και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όπως μπορούσε σε άλλα σοβαρά κοινωνικά αιτήματα. Ήθελε να αποσοβήσει την μαζικότητα της κοινωνικής διαμαρτυρίας γιατί ως μακιαβελικός τύπος καταλάβαινε πως το να σπείρει την ενοχή σε μερίδα των πολιτών ήταν μια καλή ζαριά.

ΥΓ Τα παραπάνω παίζουν ρόλο μέχρι σήμερα. Οι μικροαστοί είναι πάρα πολλοί, είναι μια τεράστια και μετακινούμενη εκλογική μάζα που αλλάζει κόμματα κατά το δοκούν και φέρει, συχνά ηγεμονικά, το δικό της (δόλιο οικονομικά) ήθος σε όλη την κοινωνία. Η εναντίωση στη λέξη/έννοια/διαδικασία της φορολογίας σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι ιδρυτική, κανονιστική συνθήκη εισόδου στον κομματικό ανταγωνισμό. Και πριν τον θάνατο του Πάγκαλου, και πριν του Κατρούγκαλου τις αστοχίες, και πριν τα μνημόνια οι φόροι ήταν κακό πράγμα. Κατ΄αυτόν τον τρόπο όμως δεν μπορούν να εκπονηθούν και να εφαρμοστούν οι ελάχιστες σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές που είναι πέρα από αναγκαίες, για το υπόλοιπό -τουλάχιστον μισό- της κοινωνίας που δεν τα έφαγε μαζί με κανέναν. Αυτή την ύβρη διέπραττε τότε ο Πάγκαλος κι έγινε θρυαλλίδα ξεσπάσματος και δίκιου για όλους και όλες.

Βασίλης Ρόγγας

Ανάρτησή του στο Facebook