Στο Ευρωβαρόμετρο του Μαρτίου του 1990 είχε τεθεί μια ερώτηση: «Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μειονεκτούσα οικονομική κατάσταση μπορούν να βελτιώσουν τη θέση τους»; Η απάντηση πως «υπάρχουν πολλές ελπίδες» δίνονταν από το 70% των ερωτώμενων, ποσοστό πολύ υψηλότερο από όλες της άλλες χώρες της Ευρώπης,1 ήταν ενδεικτική της αισιοδοξίας με την οποία έβλεπαν το μέλλον οι πολίτες. Η συν τω χρόνω ράθυμη κοινωνική συναίνεση που αποσπάστηκε μέσω της δανειακής ευημερίας με το ιδεολόγημα της ισχυρής Ελλάδας εντός του ευρώ, κατέρρευσε αργότερα. Η πιάτσα με τους πάγκους των κυρίαρχων, φαινομενικά ακλόνητων αξιών γκρεμίστηκε από το ρόπαλο της οικονομικής κρίσης.
Το κενό που δημιουργήθηκε φρόντισε να το γεμίσει πλειοψηφικά με προοδευτικές ιδέες και πρακτικές μια σχετικά μικρή μερίδα του πληθυσμού που ήταν δεσμευμένη στη συλλογική δράση. Οι πλαισιώσεις των κοινωνικών κινημάτων ενάντια στα μνημόνια (αλλά και πιο πριν, από το Δεκέμβρη του 2008 και το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007) έγιναν ηγεμονικές και αποτέλεσαν μέρος του προγραμματικού εξοπλισμού και της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Έπειτα από τον επώδυνο κοινωνικά συμβιβασμό του τρίτου μνημονίου, το 2017, ο Αλέξης Παπαχελάς έγραφε στην Καθημερινή: «Χρωστάμε νομίζω όλοι μαζί ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ΣΥΡΙΖΑ και στη σημερινή κυβέρνηση. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης το εκκρεμές πήγε πάρα πολύ αριστερά. Το τσουνάμι του λαϊκισμού και της ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορούσε να συγκρατηθεί μετά τη δικτατορία. Χρειάστηκε μια “αριστερή” κυβέρνηση για να σπρώξει το εκκρεμές προς το Κέντρο, εκεί όπου έπρεπε να είναι εξαρχής»2.
Αν και ο Παπαχελάς λέει -επιεικώς- τη μισή αλήθεια, είναι εμφανές πολιτικά, κοινωνικά, κινηματικά πως οι φανερές τουλάχιστον αξιακές συντεταγμένες της ελληνικής κοινωνίας αναπροσανατολίστηκαν. Ο νέος αξιακός χάρτης περιλαμβάνει τη (νέο)φιλελεύθερη προέλαση ως αλόγιστες κι ανέλεγκτες (π.χ. περιβαλλοντικά) επενδύσεις με ταυτόχρονο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας επειδή μας συμφέρει, τον ποινικό λαϊκισμό και το δόγμα Νόμος και Τάξη, τον κοστοβόρο και απάνθρωπο «πατριωτισμό» του Έβρου, των pushbacks, των εξοπλισμών, την «αριστοκρατία» αλλά και τον απολίτικο τεχνοκρατισμό, μια ποικιλία από ακροδεξιές φανφάρες και πρακτικές, φυσικά την μεταμοντερνιά της ατομικής ευθύνης και την ενδελεχή εναντίωση και επίθεση στον αριστερό ριζοσπαστισμό με αξιώσεις ιδεολογικής ηγεμονίας εναντίον του.
Κι όμως τα παραπάνω είναι απλώς ό, τι γυαλίζει. Στην πραγματική ζωή οι περισσότεροι άνθρωποι, ενώ δεν το εκφράζουν δημόσια, δεν βρίσκουν απαραίτητα τις κατάλληλες λέξεις για να το πουν στους οικείους ή τους ψυχοθεραπευτές τους, βιώνουν την εποχή του κενού3, μια κατάσταση κατάρρευσης4 ή, σε «καλύτερη» εκδοχή απ’ αυτά, μια γενικευμένη ακηδία. Νοιάζονται και δεν νοιάζονται για όλα τα παραπάνω. Ο πληθωρισμός της ακρίβειας δε γεννάει, αλλά επιτείνει τα καλπάζοντα αισθήματα ματαιότητας και κούρασης. Όλα δείχνουν πως οι συνθήκες5 που γέννησαν τρωτούς, ευάλωτους, πτυχωμένους στο εσωτερικό τους εαυτούς, ψηφιακούς ναρκισσιστές και κοινωνικά παραιτημένους θα συνεχίσουν να βαραίνουν στο ζύγι. Τώρα που κατανάλωση είναι ανέφικτη -έστω και με δανεικά- και ο παροντισμός ασφυκτικός, η περίπτωση εκπόνησης ενός κοινά σχεδιασμένου, περισσότερο δίκαιου – για να πούμε μόνο αυτό- μέλλοντος, με την ταυτόχρονη δέσμευση υλοποίησής του, φαντάζει παραμύθι του εδώ και πολλά χρόνια περασμένου 20ου αιώνα.
Κι αυτά ενώ, λόγου χάρη, στην πρόσφατη έρευνά τους ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτιδές του αναφέρουν πως: «όλα τείνουν να μας δείξουν, επιβεβαιώνοντας πολλές συναφείς έρευνες, ότι η ένταξη στις βασικές μορφές της κοινωνικής ζωής, η ισχυρή αυτονομία της πρακτικής ζωής, η αίσθηση μιας βαθιά θεμελιωμένης διανεμητικής δικαιοσύνης και η ενεργός και αλληλέγγυα συμμετοχή στα κοινά αποτελούν […] τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην ευτυχία και την ευζωία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των κοινωνικών υποκειμένων»6.
Από αυτά τα εν πολλοίς γνωστά σε όλους έστω και διαισθητικά, τα τόσο βασικά, χρειάζεται να ξεκινήσει μια επίθεση που να περιλαμβάνει επιμέρους, εύληπτα και στοχευμένα αφηγήματα, αναπλαισιώσεις των προοδευτικών ιδεών, διιστορικές και σε αέναη αναμονή αναμονή αξιακές επιτεύξεις που όμως θα επικοινωνούνται ουσιαστικά. Η επινόηση ενός πολιτικού, οργανωτικού και ιδεολογικού ισομορφισμού με τη Δεξιά ή η μετακίνηση προς τον πολιτικό Κέντρο δεν επιτελεί τίποτε από τα παραπάνω.
Αλλιώς. Η Αριστερά οφείλει να δημιουργεί τις συνθήκες που θα επιτρέπουν «μια συνεκτική στόχευση του μέλλοντος, την παράσταση ενός μέλλοντος δοσμένου στο παρόν, με δυο λόγια, την εμπλοκή στο παιχνίδι της ζωής, στην παραγωγή του χρόνου της ζωής»7. Πρέπει να σπάσουμε τον τρόπο που οι κυρίαρχοι παράγουν τη συναίνεση στη μιζέρια με τρόπους που αυθεντικά θα μετατρέπουν τον αρνητικό ψυχισμό της εποχής και τις φανερές ιδεολογικές εγκαθιδρύσεις σε δύναμη γνήσιας αλλαγής της κοινωνίας. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μαζί με την κοινωνία, όχι αντί γι’ αυτήν.
Σημειώσεις:
1. Αναφέρεται στο Κ. Τσουκαλάς, Θ. Μαλούτας κ.α. (1990), Κοινωνική δομή & Αριστερά, μεταβολές στη δεκαετία 1980-1990, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 51
2. Α. Παπαχελάς, «Ενα μεγάλο ευχαριστώ στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», Η Καθημερινή,
19/3/2017
3. Ζιλ Λιποβετσκί (2003), Η εποχή του κενού, Θεσ/νίκη: Νησίδες
4. Δες τα κείμενα του περιοδικού Κοινοί Τόποι (2022), «Κατάσταση κατάρρευσης».
5. Εργασιακή επισφάλεια, απόσυρση του κοινωνικού κράτους, αυξημένο κόστος πάγιων μηνιαίων εξόδων, σπάσιμο κοινωνικών δεσμών, εναντίωση στις μεγάλες αφηγήσεις και πολλά άλλα που έφεραν η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της μεταμοντέρνας συνθήκης.
6. Νίκος Παναγιωτόπουλος κ.α. (2022), Η κατάσταση της ευτυχίας των Ελλήνων, Αθήνα: ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, σελ. 132-133.
7. Ν. Παναγιωτόπουλος, ο.π. σελ. 134
Βασίλης Ρόγγας