Το ζήτημα της δημοκρατικής ή όχι συγκρότησης των πολιτικών εκφράσεων της Αριστεράς απασχόλησε πολύ τις διάφορες εκδοχές των σοσιαλιστικών κινημάτων. Το αρχικό οργανωτικό και θεωρητικό σχίσμα στην Α΄ Διεθνή μεταξύ των Μαρξ και Μπακούνιν, που εξέφρασαν την κομμουνιστική και αναρχική οπτική αντίστοιχα, συνεχίστηκε με τη διάσπαση σοσιαλιστών/σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στις αρχές του 20 αιώνα, με την τροτσκιστική και μαοϊκή εκδοχή της λενινιστικής πλευράς, με το οργανωτικό/θεωρητικό ψηφιδωτό των αντιεξουσιαστικών εκφράσεων, τα αντιαποικιακά κινήματα, τη Νέα Αριστερά, το δεξιό ή αριστερό ευρωκομμουνισμό, τα φεμινιστικά κινήματα, τα οικολογικά κινήματα και κόμματα κ.ο.κ. Ακόμα και οι οργανωτικές μέριμνες που κόμισαν τα εθνικά και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, οι ρωμαλέες αντιστάσεις των πλατειών της Νότιας Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και των Occupy,αντλούν από τη ριζοσπαστική Αριστερά ή την Αναρχία.
Η διάσταση του χώρου, δηλαδή η εθνική ή η διεθνική συγκρότηση του κινήματος ή/και του κόμματος, η νόμιμη ή η παράνομη δράση, ο τρόπος λήψης των αποφάσεων και η λογοδοσία στα μέλη ή στην κοινωνία, η επαναστατική ή δημοκρατική κατάκτηση της εξουσίας, η ίδια η κατάκτηση της εξουσίας ή όχι, η συμμετοχή ή όχι στον πόλεμο, στην κυβέρνηση, η ανοχή ή όχι σε κυβερνήσεις, καθώς και μια σειρά ακόμα ζητήματα, δίχασαν, στοίχησαν, όξυναν επιχειρήματα σε κάθε πλευρά, ένωσαν ή όχι σε δύσκολες στιγμές. Τα κόμματα που είχαν αναφορά στο σοσιαλισμό στην πλειοψηφία τους δημιουργήθηκαν από κοινωνικά κινήματα, φτάνοντας κάποιες φορές στο επίπεδο των επαναστάσεων, των εμφυλίων πολέμων, των γενικών πολιτικών απεργιών, των κρατικών αποσχίσεων κ.ο.κ. Οι σοσιαλιστικές πολιτικές εκφάνσεις λειτούργησαν συχνά ως υποδείγματα για τις αντιστάσεις επόμενων περιόδων, καινοτόμησαν οργανωτικά, δάνεισαν τις οργανωτικές τους πρακτικές σε άλλα κόμματα ή, τέλος πάντων, αποτελέσαν παραδεκτές μεθοδολογίες συλλογικής δράσης εδώ και περίπου δυο αιώνες.
Ο Λένιν με το συγκεντρωτισμό
Η λενινιστική εκδοχή του τρόπου οργάνωσης των αντιστάσεων της εργατικής τάξης είναι εκείνη που διαχύθηκε παγκόσμια και περισσότερο επιτυχημένα στα κοινωνικά κινήματα που εναντιώνονταν στον καπιταλισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας θριάμβευσε ενάντια στην αναρχική / αναρχοκομμουνιστική λογική των Μπακούνιν και Κροπότκιν ή τις διαφορετικές θέσεις που εξέφρασαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ ή ο Παννεκούκ. Η λενινιστική οργανωτική οπτική κυριάρχησε έναντι των υπολοίπων, ενώ ενσωματώθηκε με επιμέρους εμφάσεις από το μαοϊσμό και τον τροτσκισμό. Οι συμβολές των κομμουνιστικών κομμάτων ως οργανωτών κινημάτων είναι μάλλον αδιαμφισβήτητες, το ίδιο και η διασπορά του μοντέλου που επινόησαν. Ο Πάνεκκουκ σημείωνε το 1940: «αυτά που υποστήριζε η Μόσχα είχαν ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα, επειδή είχε το κύρος που προσδίδει μια νικηφόρα επανάσταση απέναντι σ’ αυτήν που είχε ηττηθεί (τη γερμανική επανάσταση). Πώς θα μπορούσε να είναι κανείς σοφότερος από τους δασκάλους του; Το ηθικό κύρος του Ρωσικού κομμουνισμού ήταν τόσο αδιαμφισβήτητο»1.
Έτσι, το κόμμα νέου τύπου, ο τρόπος οργάνωσης που επικράτησε στα ΚΚ, είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: πολιτικό κόμμα των επαγγελματιών επαναστατών που προσπαθεί για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας με οργανωτικές αρχές το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, την ιεραρχία, τη μονολιθικότητα, το ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο, τον καταμερισμό των εργασιών, την αυτοαντίληψή του ως πρωτοπορία και συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι καθιερώνουν τον πιο μακροχρόνιο και επιτυχημένο οργανωτικό τύπο συλλογικής δράσης του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα το ζήτημα της εξωγενούς εισαγωγής της εργατικής συνείδησης από αυτό το κόμμα νέου τύπου συνιστούσε θεωρητικό εργαλείο δικαιολόγησης του πρωτείου της οργάνωσης και έπειτα της τάξης. Ήταν ένα σχήμα που φαίνονταν περισσότερο λειτουργικό από μια πιο διαβουλευτική συγκρότηση που θα έπαιρνε χρόνο ή ενδεχομένως θα έφερνε εσωστρέφεια, ενάντια σε έναν αντίπαλο με θεσμική και οικονομική υπεροπλία.
Η Λούξεμπουργκ με τη δημοκρατία
Στο λενινιστικό μοντέλο αντιτάχθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ από δημοκρατική σκοπιά. Στις αρχές του 20ουαιώνα, τότε δηλαδή που οι οργανωτικές αρχές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δεν είχαν παγιωθεί, αρθρογράφησε ενάντια σε όσα πρότεινε ο Λένιν (Τι να κάνουμε, Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω). Η Πολωνοεβραία επαναστάτρια θεωρούσε πως δυο κινδύνους αντιμετώπιζε το κίνημα: πρώτον, να καταστεί σέχτα, δεύτερον να καταλήξει πολιτική κίνηση αστικών μεταρρυθμίσεων. Το κόμμα, του οποίου τον πρωτοπόρο ρόλο δεν αρνούνταν, δε θα μπορούσε να έχει την Κεντρική του Επιτροπή ως «το μόνο σκεπτόμενο στοιχείο». Κατανοούσε ωστόσο την ανάγκη για πανεθνική οργάνωση, για μια οργάνωση που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί παρά να μοιάζει, να αντικατοπτρίζει τον αντίπαλο που είναι συγκεντρωτικός.
Καταλάβαινε, όμως, εξίσου πως «η ανάπτυξη της συνειδητοποίησης των στόχων του αγώνα μέσα στους προλετάριους και ο ίδιος ο αγώνας δεν είναι πράγματα που χωρίζονται χρονολογικά και μηχανικά. Είναι μόνο διαφορετικές όψεις του ίδιου αγώνα και έτσι για τη σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν λεπτομερή σχήματα τακτικής με τα οποία η κεντρική επιτροπή μπορεί να εκπαιδεύσει τα μέλη»2. Με άλλα λόγια, η ταξική πάλη έτσι όπως εκδιπλώνεται ιστορικά, όπως πραγματοποιείται από την εργατική τάξη, είναι βέβαιο πως θα κάνει λάθη. Μέσω της ενδογενούς της δυναμικής θα προτυποποίησει καλές πρακτικές, θα τολμά να αντιγράφει ή και να αλλάζει. Η ηγεσία του κόμματος είναι αδύνατον να μπορεί να ορίσει από πριν τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, μια και η εμπειρία του αγώνα είναι μια μελλοντική διαδικασία της οποίας την αποτελεσματικότητα δεν θα μπορούσε να ξέρει. Έτσι τονίζει πως, «οι πιο σημαντικές και καρποφόρες αλλαγές στην τακτική πολιτική του κατά τα τελευταία δέκα χρόνια δεν ήταν επινοήσεις των πολλών ηγετών και πολύ περισσότερο ούτε κανενός κεντρικού οργανωτικού οργάνου. Ήταν πάντα το αυθόρμητο προϊόν του κινήματος σε κατάσταση βρασμού»3. Και συμπλήρωνε παρακάτω: «το ασυνείδητο έρχεται πριν από το συνειδητό. Η λογική του ιστορικού προτσές έρχεται πριν την υποκειμενική λογική των ανθρώπων που συμμετέχουν στο ιστορικό αυτό προτσές. Η τάση των διοικητικών οργάνων του σοσιαλιστικού κόμματος είναι να παίζουν έναν συντηρητικό ρόλο»4.
Έπειτα από τη Ρωσική Επανάσταση που χαιρετίστηκε από όλες τις τάσεις του σοσιαλισμού, η Λούξεμπουργκ δεν σταμάτησε να ασκεί κριτική στην κρατική οργάνωση, όπως διαμορφώνονταν από τον Λένιν, δηλαδή τη δικτατορία του κόμματος επί του προλεταριάτου. Η Ρόζα θεωρούσε πως δεν μπορεί να υπάρξει ζωή που να μην την πνίγει η γραφειοκρατία χωρίς τα σοβιέτ, χωρίς απεριόριστη ελευθερία του τύπου, χωρίς γενικές εκλογές και πολυκομματισμό, χωρίς αντιπολίτευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο «η ζωή ξεψυχάει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς, γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο». Καταλήγει δε με την εμβληματική φράση, πως δηλαδή «η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και μόνο για τα μέλη του κόμματος -όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά- δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντοτε ως ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά»5.
Η κορυφαία επαναστάτρια δικαιώθηκε σε σχέση με την αντίθεση της στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Η Σοβιετική Ένωση αλλοτριώθηκε σε μια στυγνή δικτατορία που έπνιξε τη δημόσια ζωή και κατέρρευσε οικονομικά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η δική της θεωρητική κληρονομιά σε σχέση με τα οργανωτικά ζητήματα δεν ευτύχησε να εμπεδωθεί ως ηγεμονικό υπόδειγμα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αλλά αυτό δεν ήταν και το τέλος της. Εκατό χρόνια από τη δολοφονία της, οι απόψεις της δεν είναι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, επίκαιρες, αλλά μένουν ένας μη εφαρμοσμένος οργανωτικός προσανατολισμός, μια ευρηματική μεθοδολογία για όσους και όσες έχουν αναφορά στο δημοκρατικό σοσιαλισμό που θέλει να τελειώσει με τον καπιταλισμό.
Τόση είναι η επικαιρότητά του έργου της, που η παρακάτω φράση, όπως ακριβώς διατυπώθηκε το 1915, δεν χάνει καθόλου από την αξία της: «ο μαρξισμός είναι μια επαναστατική παγκόσμια θεώρηση που πρέπει πάντα να μάχεται για νέες αποκαλύψεις. Ο μαρξισμός δεν πρέπει να αποστρέφεται τίποτα περισσότερο από το να μείνει παγωμένος στην παροντική του μορφή. Είναι στα καλύτερά του όταν χτυπά το κεφάλι του από αυτοκριτική, και μέσα στους ιστορικούς κεραυνούς και αστραπές διατηρεί το σθένος του»6.
1. Αντόν Πάννεκουκ (1940), Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα, Living Marxism, τχ. 5(2)
2. Ρόζα Λουξεμπουργκ (1904), Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, Die Neue Zeit και Iskra
3. ο.π.
4. ο.π.
5. ΡόζαΛούξεμπουργκ (1918), Η Ρωσική Επανάσταση
6. ΡόζαΛούξεμπουργκ (1915), Η συσσώρευση του κεφαλαίου, μια αντι-κριτική
Ο Βασίλης Ρόγγας είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης