Micro

Βασίλης Ρόγγας: Η ριζική ενδεχομενικότητα του μέλλοντος στην περίπτωση των Εξαρχείων

Το κεφάλαιο, πέρα από τους παράνομους τρόπους συσσώρευσης που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας στην πλατεία Εξαρχείων (ναρκωτικά και πορνεία), που διόλου λίγα χρήματα δεν αποφέρουν, έχει και ακόμα τέσσερις νόμιμους τρόπους να αναπτυχθεί στην περιοχή. Από αυτές τις τέσσερις εκφορές, αισθητή την παρουσία τους έχουν κάνει οι δυο μόνο: οι μαζικές αγορές κατοικιών, κυρίως από ξένους επενδυτές και ο υπερτουρισμός, που, από ό,τι φαίνεται, θα συνεχίζει να καλπάζει τα επόμενα χρόνια. Η τρίτη εκδοχή θα είναι οι κατασκευές: αλλαγή της πλατείας ή όποιου άλλου χώρου επιλεχθεί για μετρό και οι κατασκευές γύρω από αυτό, αναπλάσεις πεζόδρομων, του Λόφου Στρέφη κλπ. Και ο τελευταίος τρόπος είναι η διαφοροποίηση της χρήσης της γης. Πολυτελέστερα καταστήματα, όπως στο Κολωνάκι που είναι λίγο πιο πάνω, κλείσιμο του Πολυτεχνείου (και άρα φυγή του νεανικού δυναμικού που γεμίζει την περιοχή των Εξαρχείων εδώ και 150 χρόνια), σπάσιμο των καταλήψεων και των στεκιών του αναρχικού χώρου κ.ο.κ.
Όλες οι αντιστάσεις των κατοίκων και των πολιτικών συλλογικοτήτων έχουν, λίγο έως πολύ, αποτύχει, είτε έχουν βίαιη, είτε έχουν ειρηνική μορφή. O «εχθρός», με τη συνέργεια του κράτους, βιάζεται να κερδίσει και είναι υπέρτερος σε όλων των ειδών τους πόρους: χρήματα, ΜΜΕ (και άρα πλαισίωση της περιοχής ως άβατο), αστυνομία (για το κλασσικό ξύλο, δακρυγόνο, συλλήψεις) είναι όπλα που θα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί.
Αυτοί οι πόροι τις περισσότερες φορές είναι επαρκέστατοι, έτσι ώστε οι κυρίαρχοι να νικήσουν. Άλλες φορές όμως όχι. Και επειδή έχουμε να κάνουμε με το χώρο, ας πούμε μια ιστορία γι’ αυτόν. Έπειτα από τις επαναστάσεις του 1848, ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης καλεί τον προτεστάντη πολεοδόμο Οσμάν από την Αλσατία να αναπλάσει το Παρίσι. Εκείνος με γερμανική αποφασιστικότητα γκρέμισε και ξαναέκτισε το 60% των κτιρίων της γαλλικής πρωτεύουσας. Ολόκληρες εργατικές γειτονιές εξαφανίστηκαν από προσώπου γης για να δημιουργηθούν στη θέση τους τα περίφημα μεγάλα βουλεβάρτα. Περίπου είκοσι χρόνια μετά, ξεσπούσε η Παρισινή Κομμούνα και δεν την σταμάτησε το ξεθεμελίωμα της πόλης, δεν μπόρεσε να τη σταματήσει το κεφάλαιο και τα όπλα του.

Αναζήτηση συμμαχιών

Υπάρχει, λοιπόν η ριζική ενδεχομενικότητα της ιστορίας, ωστόσο δεν προκύπτει αυτόματα, μαγικά ή νομοτελειακά. Οι άνθρωποι με την εμπρόθετη δράση τους μπορούν να αλλάξουν τα παροντικά μη ευνοϊκά ισοζύγια ισχύος. Για παράδειγμα, μάλλον τούτο το καιρό η ενότητα στη δράση είναι περισσότερο σημαντική από τις συναγωνιζόμενες ξεχωριστές πορείες ομάδων και οργανώσεων. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να μπορεί να συμβεί σύντομα. Ακόμα και τώρα, όπου η επίθεση εκτυλίσσεται, ξεχωριστές συνομαδώσεις ανταγωνίζονται για τα πρωτεία του πολιτικού ριζοσπαστισμού με αποκλεισμούς και αλληλοκατηγορίες.
Μια διαφορετική πολιτική γραμμή, εξόχως αναζωογονητική, θα ήταν η αναζήτηση συμμαχιών με υποκείμενα που μέχρι τώρα φαντάζουν να μην έχουν ρόλο (π.χ. κάτοικοι άλλων, μεγαλύτερων ηλικιών). Τώρα, η ανάγκη για ενότητα δεν περιλαμβάνει μόνο τις γνωστές δημογραφικές, κοινωνικές ή πολιτικές κατηγορίες, αλλά το σύνολο των πολιτών που πλήττονται από την αστυνομοκρατία, τη μαφία και τη συμπεριφορά αρκετών επισκεπτών που βλέπουν την περιοχή των Εξαρχείων ως «αναρχικό λούνα πάρκ που κάνουμε ό,τι θέλουμε, όποτε θέλουμε».
Δέον επίσης είναι να υπάρξουν πολλαπλές, ακόμα και αντικρουόμενες, όμως ενδελεχείς αναλύσεις με σκληρές αλήθειες για τις ενδογενείς αιτίες παρακμής της περιοχής. Είναι περίπου αδύνατον να επικρατεί αποκλειστικά σχεδόν η ρητορική της έξωθεν επιβουλής από κράτος και μαφίες. Φυσικά και πολιτικές οργανώσεις έχουν τις δικές τους ευθύνες που, πλέον, σιγοψυθιρίζονται στις παρέες. Η γενναιότητα όμως της καταγραφής της αλήθειας δεν έχει να κάνει με την ηθική ή την αναζήτηση της αλήθειας για χάρη της δικαιοσύνης, αλλά θα αποτελέσει έναυσμα για μια διαφορετική θέαση αφενός της ιστορίας, αφετέρου της πορείας που πρέπει να ακολουθηθεί από εδώ και εμπρός.

Ριζοσπαστική γεωγραφία

Πέρα από αυτά, η ανάλυση των Εξαρχείων, αλλά και ευρύτερα της πόλης, μέσω της ριζοσπαστικής γεωγραφίας μπορεί να αποδώσει σε ακριβής προγνώσεις των κινήσεων του αντιπάλου. Είναι απρόσφορη η αντίσταση σε επιθέσεις που λόγω έλλειψης γνώσεων θεωρούνται, και τελικά είναι, τυφλές. Οι τρόποι με τους οποίους κράτος και κεφάλαιο θέλουν να «σπάσουν το άβατο», το Airbnb και οι προοπτικές του, η εξέλιξη της πόλης παγκόσμια είναι θεματικές που έχουν πολύ, πολύ ενδιαφέρον.
Τέλος, ο ευφάνταστος τρόπος δράσης πέρα από τους καθιερωμένους ως αγωνιστικούς, όπως η ανάδειξη της ιστορικότητας της γειτονιάς ή η προσπάθεια δημιουργίας συνεταιρισμών κατοικίας, μάλλον θα βοηθήσει να τονωθεί το φρόνημα υπέρ της περιοχής. Οι διαρκείς πολιτιστικές, μορφωτικές και πολιτικές εκδηλώσεις φωτίζουν τον τόπο από την ανταλλακτική αξία των τραπεζοκαθισμάτων ή άλλων χρηματικών ανταλλαγών στις αξίες χρήσης της συντροφικότητας, του αγώνα, της γνώσης, της συλλογικής χαράς από το γλέντι. Σε κάθε περίπτωση το παιχνίδι δεν έχει χαθεί. Η ισχυρότερη αλλαγή που χρειάζεται είναι η αλλαγή νοοτροπίας, η συμπεριληπτικότητα, η ανεκτικότητα, αρετές που συχνά δεν επωμιζόμαστε τον κόπο να κατακτήσουμε.
Ο Σταύρος Σταυρίδης τα έχει πει πολύ καλύτερα: «αν η θεατρικότητα των ισχυρών επιχειρεί να εγκλωβίσει την κοινωνική ζωή σε μια συνθήκη επιβεβαίωσης ταυτοτήτων, ρόλων και επομένως ορίων, η θεατρικότητα των πληβείων, αντλώντας από τις παρωδιακές και εικονοκλαστικές της παραδόσεις, μπορεί να είναι απομυθοποιητική, αποστασιοποιητική. Μπορεί έτσι να υποδεικνύει στα σπλάχνα του έτερου, του ουτοπικού. Αντί για όρια η θεατρικότητα της διαπραγμάτευσης επεξεργάζεται ενδιάμεσους τόπους και χρόνους, κατοικεί στα κατώφλια. Μια τέτοια θεατρικότητα ανεγείρει ακόμα και στα σπλάχνα της πόλης οθόνης θραύσματα μιας πόλης σκηνής, μιας πόλης κατωφλιών. Εκεί βρίσκουν τον τόπο τους οι σύγχρονες ετεροτοπίες, συλλογικές εμπειρίες κατοίκησης του αστικού χώρου, ενδεικτικές, στην αντιφατικότητά τους, των προβλημάτων, αλλά και της δύναμης του χειραφετητικού οράματος».

 

* Στην εκδήλωση μίλησαν οι Α. Αργυριάδης, Ν. Σκυφτούλης, Π. Ρεβενιώτη, Β. Ρόγγας, Κ. Πούλης, Γ. Ανδρουλιδάκης και Α. Νίνη

 

Βασίλης Ρόγγας

 

Πηγή: Η Εποχή