Πριν λίγες μέρες, ο Ντιντιέ Εριμπόν μίλησε στο Ινστιτούτο Γκαίτε, μαζί με τους δικούς μας δασκάλους, την Αλεξάνδρα Κορωναίου και τον Μάκη Κουζέλη. Κορωναίου και Κουζέλης διαγωνίστηκαν στο ποιος θα μας συγκινήσει και, ταυτόχρονα, ποιος θα μας κάνει να δούμε το βάθος όσων έγραψε ο Εριμπόν στο βιβλίο του. Και τα κατάφεραν υπέροχα.
Η γραφή αυτή του μεγάλου Γάλλου διανοητή είναι ένας τρόπος να σκεφτείς τον κόσμο, την Αριστερά, τις πόλεις. Κυρίως όμως τα γηρατειά. Ο Ντιντιέ δεν είναι τραχύς στα λόγια, ούτε στη «Ρενς» ήταν. Είναι ωστόσο ουσιώδης, σχεδόν σε γονατίζει με αυτή του την ακατανίκητη ειλικρίνεια.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης σκέφτηκα πολύ συχνά τη δική μου μάνα, που τόσο αγαπώ, πόσο αγωνίστρια υπήρξε και είναι ακόμα στη ζωή της, τώρα στα 81 της. Δεν είναι όμως θέμα προσωπικό εδώ, είναι ένα ζήτημα άλλου βεληνεκούς, που περνάει κάτω από τα ραντάρ όσων δημοσιολογούν. Το γεγονός, δηλαδή, πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που έζησαν και ζουν, είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης, έχουν οργανική σχέση με τον αείποτε επιδιωκόμενο κομμουνισμό γιατί τους συμφέρει, γιατί είναι –και θα μπορούσε να γίνει– όρος της καλής τους ζωής, κι ωστόσο δεν ακούγονται.
Τα λόγια τα λένε οι σοβαροί, οι μορφωμένες, οι από κούνια με γνώμη, κι όχι οι παθόντες, οι πάντα πονεμένες στη μέση και στα χέρια τους.
Η εργατική τάξη είναι παντού, αλλά σιωπά γιατί κανείς δεν της έδωσε το βήμα.
Στο σούπερ μάρκετ που δούλευε η (δική μου) Πόπη, στο σούπερ μάρκετ που δουλεύει η (δική μου) Δήμητρα, στο σούπερ μάρκετ που δουλεύει ο (δικός μου) Δημήτρης. Ο Νίκος που ήταν πυροσβέστης, η Ελένη που σερβίρει, ο Γιώργης που δίνει ντελίβερι παντού, η Φρόσω που υπηρετεί τους πάντες, κόσμος που στην απόλυτη εργασιακή επισφάλεια παίζει τα ρέστα του σε hr, σε διαφήμιση, στο φορτηγό.
Ο Εριμπόν λέει, αναδεικνύει τελοσπάντων, πως δεν έχουν φωνή οι από κάτω. Κι «από κάτω» είναι και οι γέροι μας, οι μανάδες μας, ο κόσμος πάνω από κάποια ηλικία, τρίτη ή τέταρτη.
Πώς στο λεωφορείο θα μπεις, όταν το σκαλί είναι πολύ μεγάλο;
Πώς αφήνουμε τα πεζοδρόμιά μας να είναι αθλιότατα και πέφτουν κάτω οι άνθρωποι;
Πώς, τώρα που έρχεται η βαριά ζέστη, τις καταδικάζουμε να είναι εγκλωβισμένες στο σπίτι τους;
Δεν τους συμμεριζόμαστε τους ανθρώπους που απέκτησαν μια ανημπόρια ηλικιακή, εύλογη.
Πώς θα κάνουν παρέα με άλλους, πώς θα γελάσουν και θα ερωτευτούν, πώς θα μαγειρέψουν και θα ταξιδέψουν;
Ο κόσμος μας διαρκώς μεγαλώνει ηλικιακά και η δική μας η χώρα είναι ίσως ανεπίστρεπτα καταδικασμένη στη χειρότερη γήρανση σε όλη την Ευρώπη. Οι συμπολίτες μας αυτοί δε λένε πολλά. Υποφέρουν, μέσα τους, ταλαιπωρούν τους συγγενείς τους, καμιά φορά τα καταπίνουν όλα. Δεν πρέπει να βρούμε τρόπους να κάνουν παρέες, να έχουν γέλια, περίθαλψη, καλό φαγητό, εξετάσεις;
Η μάνα του Εριμπόν, σε εφτά βδομάδες κατέληξε, σε μια ασυνείδητη αυτοκτονία, από τότε που την έβαλαν σε γηροκομείο. Παραιτήθηκε η γυναίκα από τη ζωή. Φώναζε στο γιό της «δε με προσέχουν». Του άφηνε πολιτικά μηνύματα στον τηλεφωνητή κάθε βράδυ. Της άλλαζαν την πάνα μια φορά τη μέρα, καθόταν αναξιοπρεπής όλη μέρα και περίμενε.
Δε λέμε «κοινωνικό κράτος» για πλάκα. Έχει υλικότητα. Συνίσταται στο να μην είσαι χεσμένος όλη μέρα. Τόση υλικότητα έχει.
Να μιλήσουν ξανά με πάθος οι από κάτω, με τα δικά τους λόγια, το δικό τους χαβά, τις δικές τους αντιφάσεις. Να υπηρετηθούν, γιατί όσα υπάρχουν στην κοινωνία μας, σε όλες τις προηγούμενες και όλες τις επόμενες, αυτοί και αυτές τα έφτιαξαν, τα φτιάχνουν, θα τα φτιάξουν. Είναι οφειλή. Είναι η υλικότητα που έχει αυτό το πράγμα που λέμε «κοινωνική συνοχή». Αλλιώς είμαστε κανίβαλοι.