To χειμώνα οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα παραδοσιακά χάνουν δυνάμεις. Σπανίως οι πρωθυπουργοί αποφασίζουν να πάνε σε εκλογές αυτούς τους μήνες. Συσσωρεύεται η δυσαρέσκεια από τη φορολογία εισοδήματος και τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ που πληρώνονται από το Σεπτέμβριο, χρειάζεται να πληρωθούν κι άλλοι πάγιοι φόροι, όπως τα τέλη κυκλοφορίας, τα κοινόχρηστα διογκώνονται γιατί πρέπει να εξοφληθεί το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας αφορά, σχεδόν αποκλειστικά μετά την κρίση, τις χριστουγεννιάτικες αγορές, καμιά ταβέρνα, κανά δώρο.
Στα χρόνια του σημιτικού εκσυγχρονισμού τέτοιες μέρες η Ιερά Οδός βόγκαγε από μικροαστισμό που με δανεικά ξεσάλωνε στα μπουζούκια.
Φέτος το χειμώνα στο παλμαρέ της καλύτερης κυβέρνησης από καταβολής σύμπαντος πέρα από τα παραπάνω προστίθενται τρεις ανελαστικές μεταβλητές που θα διογκώσουν περαιτέρω την κοινωνική δυσαρέσκεια.
1α.Όσοι έχουν πάρει τη λυπητερή από το ρεύμα και τα κοινόχρηστα βλέπουν τον τριπλασιασμό ή τον τετραπλασιασμό των λογαριασμών. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες αυξήσεις που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες σε ένα πάγιο και διαρκές έξοδο που πρέπει να αποπληρώνεται.
1β.Στο ίδιο θέμα, αυτές οι αυξήσεις δεν είναι οι τελικές, έτσι ώστε να προϋπολογίζονται στους επόμενους μήνες από τον οικογενειακό προγραμματισμό. Από τον επόμενο κιόλας μήνα οι αυξήσεις αυτές θα γίνουν ακόμα μεγαλύτερες. Για να δώσουμε μια γενική τάξη μεγέθους, η κυβέρνηση μπορεί να ξοδέψει 1 δις για να ελαφρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με τις αυξήσεις να φτάνουν τουλάχιστον 4 δις στο σύνολο τους, όπως μας πληροφορεί η Καθημερινή (και όχι ο Ριζοσπάστης). Κάντε τις διαιρέσεις και θα καταλάβετε την επιβάρυνση. Και τα ποσά αφορούν μόνο στο ρεύμα. Για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο δεν υπάρχει τίποτα.
2.Η Καθημερινή (κι όχι το press project) προβλέπει πως ο πληθωρισμός θα ανέλθει πολύ παραπάνω από το 4,8% που είναι τώρα. Αυτό σημαίνει πως τα νοικοκυριά θα χάνουν ετησίως ενάμιση μισθό ετησίως από την ακρίβεια. Και μάλιστα, στα βασικά προϊόντα διατροφής ο πληθωρισμός θα μοιάζει με εκείνον της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα, δηλαδή στο 20%-30%-40%. Τότε είχαμε και ΑΤΑ γιατί Αντρέας.
3.Οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν να δίνουν τις επιστρεπτέες προκαταβολές, χαρά μεγάλη για κάθε επαγγελματία. Η κυβέρνηση μετέθεσε τις δόσεις τους για τον Ιούνιο για να μην τους έρθει κόλπος, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θα πληρωθούν ή οι πως οι άνθρωποι από τώρα δε σκέφτονται αυτό το έξοδο. Δε θα έχουν κάνει καβάτζα από το χριστουγεννιάτικο τζίρο τους , που θα είναι μειωμένος κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με πέρυσι, από όσα αναφέρονται παραπάνω
Σε αυτή την τέλεια καταιγίδα η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να πουλήσει το 17% της ΔΕΗ, να δώσει το πλέον μειωμένο κοινωνικό μέρισμα που έχει δοθεί από το 2014, να καταργήσει την πάγια 13η σύνταξη για τους συνταξιούχους, να αγοράσει 10 δις εξοπλισμούς, να μειώσει δαπάνες για την υγεία κατά 820 εκατομμύρια και κατά 1,7 δις τις δαπάνες για πρόνοια. Αλλά το πιο ωραίο, το πιο φοβερό -που κανείς δεν το ζήτησε από την κυβέρνηση -είναι πως θα κάνει μια θηριώδη αρκετών δις δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ δεν ισχύει για το 2022.
Αυτά τα δεδομένα είναι του μέσου χρόνου που λέμε, δηλαδή όσο κι αν γίνεται προσπάθεια να πάνε στις πίσω σελίδες της πετσωμένης δημοσιογραφίας αφορούν τις τσέπες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Όταν ανοίγει ο λογαριασμός του ρεύματος η δέηση στην παναγία και το χριστούλη από τον άνθρωπο που πρέπει να πληρώσει είναι λίγο πιο σοβαρή πολιτικά από την όποια δημοσκόπηση.
Αν κανείς θέλει να κάνει αντιπολίτευση, χρειάζεται να λάβει ως δεδομένο αυτόν τον δυσμενή οικονομικό συσχετισμό έχοντας κατά νου το καλεντάρι αυτού του είδους κι όχι τις day by day ειδήσεις ή την ατζέντα της κυβέρνησης. Οφείλει να προτείνει, να καταγγείλει, να δημιουργήσει αλληλεγγύη σε αυτόν τον χρονικό διάδρομο με συνέπεια, δηλαδή, «να μαλλιάσει η γλώσσα», που έλεγε κι ο πατέρας μου, γιατί αυτοί που πλήττονται είναι οι από κάτω, μεγάλο μέρος της κοινωνίας που ο Μητσοτάκης το θεωρεί βάρος ή φάντασμα, εν δυνάμει κοινωνική συμμαχία της αντιπολίτευσης.
Βασίλης Ρόγγας
Ανάρτησή του στο Facebook