Μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Δυτική Μακεδονία. Η μετανάστευση των ανθρώπων της είναι η μόνη μοίρα για προκοπή. Όχι τώρα, εδώ και δεκαετίες. Όλη η Βόρεια Ελλάδα χάνει τον πληθυσμό της ραγδαία και οι προοπτικές για οικονομική ανάταξη είναι σχεδόν μηδαμινές.
Ο εθνικισμός που φούντωσε στα κεφάλια των Μακεδόνων τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990 δεν λέει να κοπάσει και γι’αυτό δεν θα σταματήσει να πλήττει τους ίδιους και τα παιδιά τους. Κοινωνίες γερασμένες βιολογικά αλλά και πολιτισμικά αναζητούν την ανεύρετη ασφάλειά τους σε παραμύθια εθνικής καθαρότητας, σε περίκλειστες νοοτροπίες αγάπης για την πατρίδα, κάνοντάς σε αυτήν την πατρίδα το μέγιστο κακό. Δηλαδή με τη στάση τους προοικονομούν την βέβαιη εξαφάνισή της από ανθρώπους κι όσα σηματοδοτεί η παρουσία τους.
Σαρώνει ο Βελόπουλος και κάθε εκδοχή ακροδεξιάς και δεξιάς σε όλους τους εκεί τόπους, χτίζοντας μια ταυτότητα αμυντική και, γι’ αυτό, καταστροφική. Αντί το φυσικό λιμάνι, η κατάληξη του γεωπολιτικού χώρου της βαλκανικής που συνιστά η Μακεδονία να στραφεί με όλους τους τρόπους και για όλους τους λόγους προς την τεράστια ενδοχώρα που τέμνει τα σύνορα των κρατών, κουκουλώθηκε τα κουρέλια της μη αυτοπεποίθησης, του σκατζόχοιρου που νομίζει θα σωθεί γιατί έβγαλε τα αγκάθια του.
Έτσι, με τη συνδομή του ελληνικού κράτους και της ενιαιοποίησης και ολοποίησης που φέρνει κάθε τέτοια θέσμιση, σπάσανε όλες οι δομές κοινωνικής συνοχής, σχεδόν εξαφανίστηκε η άυλη πολιτιστική (αλλά και φυτική) κληρονομιά της τόσο πλούσιας Μακεδονίας. Οι βλάχοι, οι σαρακατσάνες, οι μακεδόνες, ακόμα και οι πόντιοι και οι αρβανίτισσες λησμονούν τις λέξεις, τους χορούς, τις φορεσιές, τους τρόπους να κεντρώνουμε τα δέντρα, τους σπόρους από παλιές, μυθικές πατρίδες, τους ντόπιους τρόπους παραγωγής του τσίπουρου, τα γλυκά, τις πίτες, αλλά και τα εργαλεία, τον τρόπο κατασκευής των επίπλων, τους στολισμούς. Ακόμα και οι πηγές και οι εκκλησίες εγκαταλείπονται, ξεθεμελιώνονται από τα δέντρα. Μόνο οι σύλλογοι ό, τι κάνουν, κυρίως μεγάλα χορευτικά ανταμώματα.
Η Μακεδονία έμεινε μικρή, “ελληνική” και χωρις προοπτική. Όλη την νεκρή παράδοση, βάρος στα στήθη των ζωντανών, την έκανε πατριωτική καρικατούρα και αβάσταχτα κακό εθνικό φολκλόρ, όταν και εφόσον μπορεί ακόμη κι αυτό να κάνει. Τα ίδια περίπου παντού, σε όλη την Ελλάδα.
Ενάντια σε αυτά, κόντρα σε αυτά, πέρα από αυτά, τα τελευταία τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια ήρθε μια ελπίδα διάσωσης, προαγωγής και κυρίως εξέλιξης πολλών από όσα ονομάζουμε παράδοση από μια μεριά που κανείς δε θα την περίμενε. Άνθρωποι των πόλεων, στην Αθήνα πιο πολύ από παντού, εσωτερικοί μετανάστες, αλλα όχι μόνο, πολίτες προοδευτικών ως επί το πλείστον καταβολών (ξανα)ανακάλυψαν μέσα από τη μουσική κυρίως, έπειτα από τον χορό (αλλά πλέον κι από το κέντημα, τη σπορά) τρόπους κοινοτικής ενδυνάμωσης. Δημιούργησαν με κόπο, με μεράκι κυρίως τόπους συνάντησης, μάθησης, γλεντιού, καλλιέργειας.
Η έκρηξη της μουσικής φόρμας που αντλεί από τις παραδοσιακές ελληνικές μελωδίες, ακόμα κι από τους στίχους τους σε ένα μείγμα μαγικού ρεαλισμού, συγχρονίας παρελθόντος και παρόντος, μίξης οργάνων φαινομενικά παράταιρων και ρυθμών ατάιριαστων ήταν δουλειά που επωμιστηκε η εντεχνη μουσική και κυρίως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Χαϊνηδες και άρκετοι άλλοι ήδη από τα 90’ς. Τα τελευταία όμως χρόνια πολλά συγκροτήματα, όπως οι Banda Entopica, έχουν κάνει γκέλ σε χιλιάδες ανθρώπους πολύ πριν τους ανακαλύψει ως εθνικούς μειοδότες ο Δήμαρχος της Φλώρινας.
Κι όχι μόνο. Οι χορευτικοί σύλλογοι είναι περισσότεροι από ποτέ στις πόλεις, στα γλέντια οι νέοι και οι νέες ως επί το πλείστον ξέρουν ή ξέρουν καλύτερα τους χορούς και τους στίχους, χιλιάδες παιδιά μαθαίνουν να πάιζουν όργανα, μαθαίνουν να κατασκευάζουν όργανα, νέοι και νέες πλέκουν ή δουλεύουν το ξύλο με τον τρόπο των προγόνων τους, πάιζουν θέατρο με θεματικές τον αγροτικό κόπο, την μετανάστευση των 60’s. Μια άτυπη κοινωνία των πολιτών, αθέατη από μμε, από κόμματα, από υπουργεία πολιτισμού ανασυστήνει την κοινωνική συνοχή αντλώντας από τα Κοινά κοινά του λαϊκού Πολιτισμού.
Στον ανοηματικό κόσμο που συνιστά ο ύστερος καπιταλισμός και η μετα-κρισιακή Ελλάδα, χιλιάδες άνθρωποι σκάβουν κυριολεκτικά το χώμα της κουλτούρας να αναστήσουν όσα κάποτε άξιζαν για να τα μεταβολίσουν σε κάτι άλλο, σε πάντα κάτι άλλο γιατί καμιά επανάληψη δεν είναι ποτέ ίδια. Οι νέες αυτές αναπαραστάσεις έχουν βάση τον λαϊκό πολιτισμό, τους ανώνυμους στιχουργούς των δημοτικών τραγουδιών, τους πετράδες που έχτισαν σπίτια που στέκουν αιώνες. Και, ευτυχώς, τώρα πια είναι αλλιώτικα, ακόμα πιο πλούσια, ένας πολιτισμικός συγκρητισμός (προφανώς με τζούρα μεταμοντέρνου, πώς αλλιώς;), ένας εκλεκτικισμός ενεργής διαδικασίας παραγωγής νοήματος μέσω όλων των δυνατών σημειωτικών πρακτικών.
Αυτή είναι και η τεράστια διαφορά με τον “πολιτισμό των εθνικοφρόνων”, αν θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε έτσι. Εκείνοι δημιουργούν στερεότυπα που απλουστεύουν, παγώνουν τη διαφορά, λειτουργούν ως μηχανισμοί εξουσίας και επιβολής ενάντια στην εγγενή αναπλαστικότητα της αναπαράστασης, την νέα διαμεσολάβηση που συνιστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Ο Λούκατς κι ο Xολ θα μας φώτιζαν πολύ περισσότερο αλλά αυτές είναι οι κατηγορίες που μεταχειρίζονται για να κατανοήσουν τον πολιτισμό και εμείς, ως κοινωνικοί επιστήμονες, οφείλουμε να τους ξαναεπισκεφτούμε για να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει.
Τούτων δοθέντων, τον αγώνα αυτό για το νόημα – περι αυτού πρόκειται- είναι απαραίτητο να τον κερδίσουμε εμείς. Η τάση είναι ήδη εδώ, όσο κι αν σκούζουν σε όλα τα σχόλια οι ακροδεξιοί. Και μάλιστα πρέπει να δυναμώσει, ακόμα και στο γλωσσικό επίπεδο. Δεν είναι μόνο και απλώς συμβατική μας υποχρέωση η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της ορολογίας που ήδη χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί και επικυρώθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι σημαντικό όλα αυτά να απλωθούν.
Δυστυχώς η δεύτερη γενιά πολιτών με καταγωγή από την Αλβανία δεν μιλά, ως επί το πλείστον, αλβανικά. Αρβανίτες και σαρακατσάνες σταμάτησαν να αναπαράγουν ακόμα και τις καθημερινές λέξεις που άκουγαν από τους γονείς τους. Κι όμως, κι αυτά έχουν την τάση να αλλάξουν. Πριν κάποια χρόνια είχαμε κάνει μια εκπομπή Στο Κόκκινο με παιδιά από την “Συντροφιά Βλάχων Αθήνας”. Μαθαίνανε βλάχικα ξανά ή για πρώτη φορά και μάθαιναν την προφορική αυτή γλώσσα (που μιλούσε η γιαγια και ο παππούς μου, που ακόμα θυμάται η μάνα μου) να την γράφουν. Τώρα, στη δέκατη ακαδημαϊκή χρονιά εκμάθησης έχουν πάνω από 100 εγγραφές, κυρίως νέων ανθρώπων. Αυτό δεν το νικάς.
Στα βλάχικα θα το λέγαμε μάλλον κάπως σαν: “Nuãli câștigu” (εμείς θα νικήσουμε)!