Macro

Βασίλης Ρόγγας: Για μια νέα πολιτειότητα: ένα όραμα για την Ελλάδα του 2030

Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα γκρέμισε, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια και με τέτοιο εκκωφαντικό τρόπο, όλα τα επιμέρους «επιτεύγματα», αλλά και το κύριο αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης. Τα Τέμπη συμβολίζουν όλες τις αποτυχίες, αποτυπώνουν τις κακές συνθήκες που επικρατούν παντού και που όλοι τις ήξεραν. Η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η οικονομία και το «επιτελικό κράτος» έχουν ξεχαρβαλωθεί και αυτό που επικρατεί, είναι η διαφθορά και η κυβερνητική ανευθυνότητα. Η επιβεβαίωση της συνθήκης από την οποία απορρέει η ανημπόρια να αλλάξει έστω και ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι, είναι πνιγηρή για την ψυχολογία των ανθρώπων, για τη δημοκρατία, ακόμα και για τη λειτουργία της οικονομίας. Καμιά κοινωνία δεν ευημερεί αν τα μέλη της δεν μπορούν να φανταστούν κάποιους καλύτερους όρους ζωής κι αναπαραγωγής τους, επειδή δεν τους το επιτρέπουν αυτοί που κυριαρχούν.
 
Οι εκλογές πλησιάζουν και η Δεξιά, έπειτα από μια επταετή προσπάθεια για ιδεολογική ηγεμονία, πέραν της πολιτικής κυριαρχίας της σε όλες τις αναμετρήσεις και σε όλα τα θεσμικά πεδία, θα προσπαθήσει να επανεπινοήσει αφηγηματικά τον εαυτό της. Όμως, ό,τι και να παραθέσει δεν θα είναι κάτι διαφορετικό από μια εκδοχή εσωστρεφούς πτύχωσης σε μια κανονικότητα που θα θυμίζει το ένδοξο παρελθόν της δανειακής ευημερίας. Ισχυρίζομαι ότι δεν πρέπει να αρκεστούμε στη διαπίστωση πως τα στοιχεία μιας τέτοιας «νέας» κανονικότητας είναι προβληματικά, όπως άλλωστε ήταν και στο παρελθόν. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε, είναι να αντιπαρατεθούμε ιδεολογικά, να σταθούμε απέναντι σε μια τέτοια προοπτική, γιατί η ανατροπή της είναι υπαρξιακής σημασίας για τη χώρα.
 
Εξηγούμαι. Αν από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν φύγει στο εξωτερικό περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι παραγωγικών ηλικιών, στην περίπτωση μιας «νέας» κανονικότητας –που όχι απλώς θα θυμίζει την παλιά, πριν την κρίση, και θα οδηγήσει σε μια ακόμα μεγαλύτερη κρίση, αλλά θα είναι επιπλέον μια σαφέστερη έκφραση ενός βαθέως αναχρονιστικού κράτους– πρέπει να προετοιμαζόμαστε για ένα ακόμα κύμα μετανάστευσης στο εξωτερικό. Κι αυτό θα έρθει μετά από μια περίοδο όπως η σημερινή, κατά την οποία η Ελλάδα, από δημογραφική άποψη, βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες φάσεις της ιστορίας της, με μείωση του πληθυσμού και τραγικά υψηλό μέσο όρο ηλικίας (εξαιτίας της μείωσης των γεννήσεων, της επιστροφής στη χώρα τους των πρώτης και δεύτερης γενιάς πολιτών αλβανικής καταγωγής και άλλων λόγων). Υπ’ αυτούς τους όρους, η πρόβλεψη είναι ότι σε μια περίπου δεκαετία θα έχει χαθεί κάθε ελπίδα διάσωσης της χώρας, οποιοδήποτε σχέδιο και αν εφαρμοστεί. Τα αισθήματα ματαίωσης και κούρασης επιτείνονται και η δυστοπική οριοθέτηση που θέτουν μας βρίσκει, ως κοινωνία, στο «και πέντε».
 
Για να μην γίνει πραγματικότητα αυτό το μέλλον, πρέπει να μεταβολίσουμε το τραύμα των Τεμπών σε έναν νέο, αναστοχαστικό συλλογικό αυτοκαθορισμό. Αυτή η τόσο ζωτική «καθολική πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης», όπως την χαρακτηρίζει ο βρετανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Τζένκινς (R. Jenkins, 2007), είναι μια απολύτως απαραίτητη διαδικασία που έχει τη δυνατότητα να ορίσει τις βασικές συντεταγμένες του προσανατολισμού μιας χώρας στην οποία η ζωή θα είναι, τουλάχιστον, αξιοβίωτη. Κοντολογίς, πρέπει να σκεφτούμε ως κοινωνία και ως προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις πώς «θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε», γιατί τώρα με την ανασφάλεια που επικρατεί σε όλα τα πεδία της ζωής «δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε». Αν το πετύχουμε αυτό σε ένα εύλογα μεσοπρόθεσμο χρονικά διάστημα, θα μπορέσουμε στη συνέχεια να στοχαστούμε τους τρόπους ενός πιο ριζικού, πιο καθολικού κοινωνικού μετασχηματισμού, της σοσιαλιστικής προοπτικής με δημοκρατία κι ελευθερία.
 
 
Η μεθοδολογία για ένα νέο συλλογικό αυτοκαθορισμό
 
 
Ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς (Raymond Williams, 1980) έχει περιγράψει εξαιρετικά αυτήν που αποκαλεί «ηγεμονική» κουλτούρα, διακρίνοντας ταυτόχρονα και δύο άλλες μορφές κουλτούρας της εποχής του. Αφ’ ενός, την «υπολειμματική», δηλαδή αξίες, στάσεις ζωής και πρακτικές που έχουν αναφορά στην παράδοση και είναι ενσωματώσιμες στην κυρίαρχη κουλτούρα, και αφ’ ετέρου την «αναδυόμενη», που έχει να κάνει με νέα νοήματα και αξίες, νέες πρακτικές, σημασίες και εμπειρίες που δημιουργούνται. Ο Γιώργος Διακουμάκος (2010), στη διδακτορική διατριβή του, υποστηρίζει ότι αυτή η διάκριση είναι πολύ κοντά στην κεντρική ιδέα που βρίσκεται πίσω από τη σύλληψη του Νικηφόρου Διαμαντούρου (2000) περί πολιτισμικού δυϊσμού στην Ελλάδα. Οι επεξεργασίες του Διαμαντούρου, αλλά και άλλων, έγιναν πολιτική ύλη και ενοποιήθηκαν στο σχήμα της αντίθεσης μεταξύ εκσυγχρονιστών και λαϊκιστών, μεταξύ ανθρώπων που θέλουν να εκμοντερνίσουν θεσμικά, οικονομικά και πολιτισμικά την Ελλάδα και εκείνων που θέλουν να την κρατήσουν πίσω. Εμβληματικά πολιτικά παραδείγματα είναι ο «εκσυγχρονισμός» του Σημίτη ή η «επανίδρυση του κράτους» από τον Κώστα Καραμανλή το 2004. Αυτή η αντίθεση είχε σημαντική απήχηση, έφτασε μάλιστα στο σημείο να καταστεί πολιτική διαιρετική τομή, ενώ αυτό το σχήμα, με τις διάφορες κατά καιρούς ονομασίες του, είναι ο κύριος τρόπος που η συντηρητική παράταξη διαχωρίζει τους εχθρούς από τους φίλους (π.χ. «Μένουμε Ευρώπη»/αντι-Σύριζα μέτωπο versus λαϊκιστές με τοξικό λόγο/διχαστικοί). Η αφήγησή της θα συνεχίσει και στο μέλλον να στηρίζεται σ’ αυτό το σχήμα.
 
Όμως, όπως έγραψα παραπάνω, ο Γουίλιαμς αναφέρεται και στην «αναδυόμενη» κουλτούρα της εποχής του. Κατά την άποψή μου, και στη σημερινή Ελλάδα υπάρχουν νέες αντιλήψεις, αξίες, στάσεις ζωής, προσμονές, εμπειρίες, που βρίσκονται στον αντίποδα όσων πρεσβεύει και πράττει η Δεξιά. Αυτή η αναδυόμενη κουλτούρα, για να μην μείνει περιθωριακή, για να μην αφορά μόνο μερικές μερίδες του πληθυσμού, πρέπει να εμπεδωθεί στη συνείδηση όλων μας. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό, είναι να προηγηθεί ένας χρονικά επαρκής, συλλογικός αναστοχαστικός αυτοκαθορισμός. Οι βασικές στοχοθεσίες της νέας πολιτειότητας πρέπει να είναι «η δυνατότητα των ανθρώπων να νιώθουν ικανοποίηση από τη ζωή τους, η αύξηση της διαπροσωπικής εμπιστοσύνης, η ικανοποίηση από την πολιτική και η ενεργή υποστήριξη, η αξιοπιστία αυτής της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων». Ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονος Ρόναλντ Ίνγκλεχαρτ (Roland Inglehart, 1988) τεκμηριώνει με αξιόπιστα στοιχεία ότι «η οικονομική ανάπτυξη και η πολιτισμική αλλαγή ενώνονται σε ένα περίπλοκο μοτίβο αμοιβαίας επιρροής» και ότι «η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής φαίνεται να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από κοινωνιοτροπικές ανησυχίες».
 
 
Οι κοινωνιοτροπικές ανησυχίες
 
 
Στους καιρούς μας, τους καιρούς της «διαρκούς κρίσης» (permacrisis), έχει πλήρως διαψευστεί η κυρίαρχη δόξα των θριαμβευτών του Ψυχρού Πολέμου∙ τα «trickle – down economics» τής ολοένα πιο αρρύθμιστης και παγκοσμιοποιημένης αγοράς δεν διαχέουν τα οφέλη στους από κάτω. Οι ανισότητες εντός και μεταξύ των χωρών αυξάνονται και τα καθρεφτάκια στους ιθαγενείς, όπως η ψηφιακή διάσταση της διαρκούς επικοινωνίας, δεν έχουν ανατάξει τα αρνητικά συναισθήματα των πολλών χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Αυτός ο αποτυχημένος ρηγκανικός νεοφιλελευθερισμός, σε συνδυασμό με την οικονομική διαφθορά των απευθείας αναθέσεων, είναι ο οικονομικός τρόπος που πολιτεύτηκε η παρούσα ελληνική κυβέρνηση.
 
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι όλοι οι δείκτες που έχουμε στη διάθεσή μας για να μετρούμε τις ανισότητες αυξήθηκαν κατά πολύ την τελευταία τετραετία. Πρέπει να βρούμε τρόπους αναστροφής αυτής της συνθήκης. Οι εταιρείες, αντί να απολαμβάνουν φοροαπαλλαγών και μειώσεων των φορολογικών συντελεστών, πρέπει να πληρώνουν το μερτικό τους. Η ουσιαστική φορολόγηση των μερισμάτων των μετόχων είναι ένα απαραίτητο μέτρο πολιτικής, η πραγματικά προοδευτική φορολογία –χαμηλότερη για τους πιο αδύναμους, υψηλότερη για τους οικονομικά ισχυρούς– είναι μια πραγματική κοινωνική αναμονή. Η ανακατανομή της ισχύος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είναι ένας στόχος που πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί και να γίνει εμφανής, να καταγραφεί τόσο στο ΑΕΠ, όσο και στην πραγματική ζωή. Πρέπει να ξεπαγώσουν οι τριετίες, να αρχίσουν επιτέλους οι διαπραγματεύσεις για νέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να αυξηθεί δραστικά ο κατώτατος μισθός, δηλαδή να είναι αρκετά πάνω από το ύψος του πληθωρισμού και να αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά. Αν η Ισπανία από το τέλος του 2018 έχει αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 47%, γιατί δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο εδώ και μάλιστα με τόσο υψηλή και μακροχρόνια κερδοφορία των επιχειρήσεων;
 
Τα παραπάνω συνδέονται πλήρως με την σχεδόν βαρετά επαναλαμβανόμενη και κενή περιεχομένου «παραγωγική ανασυγκρότηση». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι μια πραγματική, προοδευτική ανασυγκρότηση είναι απολύτως αναγκαία. Όλοι οι υπάρχοντες οικονομικοί και πολιτικοί φορείς θεωρούν ότι οι τροπικότητες, οι εκφάνσεις, οι τάσεις της ελληνικής οικονομίας είναι χωρίς προοπτική. Ο τρόπος που η συντηρητική πλευρά προτείνει για τη λύση αυτού του γόρδιου δεσμού είναι γνωστός: επενδύσεις χωρίς αξιολογικά κριτήρια και χωρίς μια ουσιαστική φορολόγηση των επιχειρήσεων, ιδιωτικοποιήσεις, τουριστική Disneyland, κατασκευαστικό El Dorado και παραοικονομία, δηλαδή όλα όσα μας οδήγησαν στην κρίση του 2010.
 
Η κοινωνία και οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις πρέπει να στρέψουν αλλού την πυξίδα τους. Ο δημοκρατικός, συμμετοχικός σχεδιασμός της οικονομίας είναι το μέλλον που πρέπει να επιδιώξουμε σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αν πράγματι μας ενδιαφέρει ο παραγωγικός μετασχηματισμός. Μέχρι στιγμής, όλες οι προσπάθειες «παραγωγικής ανασυγκρότησης» μοιάζουν με πολιτικά κι επιστημονικά σχεδιαγράμματα. Ήρθε η ώρα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα τους, οι εκλεγμένες τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις, οι επιχειρήσεις και η κεντρική διοίκηση να βρουν τρόπους διαβούλευσης και να καταλήξουν σε σχέδια υλοποιήσιμα και, ταυτόχρονα, οραματικά.
 
 
Κράτος και συμβολικό κεφάλαιο
 
 
Εδώ το κράτος θα έχει έναν καθοριστικό ρόλο, αφενός ως ο οργανωτής της ουσιαστικής διαβούλευσης, και αφετέρου ως σημαντικός οικονομικός παίκτης. Με αυτήν την έννοια, για να πραγματοποιηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση χρειάζονται και δημόσιες τράπεζες, και δημόσιες συγκοινωνίες, και δημόσια υγεία, και δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, και δημόσιοι οργανισμοί κοινής ωφέλειας. Οι μελλοντικές κυβερνήσεις που δεν θέλουν να είναι νεοφιλελεύθερες, πρέπει να εντάξουν στο πρόγραμμά τους και να υλοποιήσουν εκτεταμένες λειτουργικές, ποιοτικές επανακρατικοποιήσεις σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, προς όφελος της κοινωνίας∙ να αποδοθούν στους πολίτες τα κοινά αγαθά, που σκοπός τους δεν είναι το κέρδος∙ να σπάσει ο φαύλος κύκλος των ιδιωτικοποιήσεων, και αυτό να γίνει πλειοψηφικό αίτημα της κοινωνίας.
 
Στην ίδια θεματική, μπορούμε να σκεφτούμε ως πόρο που παράγει αξία το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας και των περιφερειών της. Έχει γίνει ελάχιστη, σχεδόν μηδενική, αξιοποίηση του διάσπαρτου, αταξινόμητου συμβολικού κεφαλαίου που προκύπτει από τους χορούς, τα τραγούδια, τις ντοπιολαλιές, τα έθιμα, τις καλλιέργειες, τις προφορικές ιστορίες κ.ο.κ. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες δημιουργούν αφηγήσεις εκεί που κατ’ ουσίαν δεν υπάρχουν για να προσελκύσουν τουρισμό, με διάφορες επιχειρήσεις να κάνουν branding για τις «μοναδικές εμπειρίες» που υποτιθέμενα προσφέρουν, και στην Ελλάδα, μια χώρα με τεράστιο παραδοσιακό και σύγχρονο συμβολικό κεφάλαιο, η οποία σύμφωνα με τις προβλέψεις σε δέκα χρόνια θα έχει τουλάχιστον διπλασιάσει τον τουρισμό της, δεν έχει υπάρξει κάποιος επαρκής στοχασμός των δυνατοτήτων της, δεν έχουν συγκεντρωθεί καν όσα πολύ πλούσια προκύπτουν από τις αλήθειες και τους μύθους των τόπων της, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η αποκέντρωση του τουρισμού και μαζί μ’ αυτόν του πληθυσμού της χώρας.
 
 
Δημοκρατία αγωνιστική και συμπεριληπτική
 
 
Η απαξίωση του κράτους δικαίου από τις μνημονιακές πολιτικές και από τη μανία καταδίωξης της σημερινής κυβέρνησης, όπως απέδειξαν οι υποκλοπές, πλήττουν καίρια τη δημοκρατία, την απαξιώνουν και την αυταρχικοποιούν. Όμως, η αντιπολιτική και η αποπολιτικοποίηση δεν είναι μοιραίες. Τα υλιστικά και τα μεταϋλιστικά αιτήματα των πολιτών, όσο διευρυμένα ή στενά κι αν οριστούν, δεν μπορούν να εκπληρωθούν αν η δημοκρατία δεν είναι από τη μια πλευρά συμπεριληπτική, από την άλλη αγωνιστική. Συμπεριληπτική σημαίνει να αφορά τους πάντες, να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η διαφορετική αντιμετώπιση των ανθρώπων που προκύπτει από την ύπαρξη ή την έλλειψη προνομίων∙ να πραγματοποιηθούν και να θεσμοθετηθούν βαθιές τομές δημοκρατικού ελέγχου των επίσημων φορέων με τη συμμετοχή των πολιτών∙ να δημιουργηθούν πραγματικά checks and balances μεταξύ των επιμέρους εξουσιών και να εξασφαλιστεί ο πραγματικός διαχωρισμός τους και η ισχυρή λειτουργική τους αυτονομία.
 
Παράλληλα, το πρωτεύον στοιχείο της πολιτικής, η δημοκρατία, ως σύγκρουση προγραμμάτων κι όχι ως συναίνεση σε έτοιμες, τεχνοκρατικές λύσεις που ευνοούν τους από πάνω, πρέπει να είναι ο βασικός στόχος μας. Δεν θα υπάρξει καλύτερη, περισσότερη δημοκρατία αν επιβληθεί ιδεολογική ειρήνη –το αντίθετο θα συμβεί. «Το πολιτικό εμπεριέχει μια απαραμείωτη συγκρουσιακότητα», γράφει σωστά ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης (2022) και αυτό δεν έχει την ανάγκη δεξιών ή αριστερών λαϊκισμών.
 
 
Οι αληθινές αναμονές όλων
 
 
Στο πολύ καλό podcast του Κώστα Κατσουλάρη «Να ένα βιβλίο!», ο κοινωνιολόγος Νίκος Παναγιωτόπουλος τόνισε πως η έρευνά του για την ανάγνωση και το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας έδειξε πως το 1/3 των Ελλήνων δεν διαβάζει καθόλου βιβλία, τη στιγμή που το ποσοστό πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στον συνολικό πληθυσμό είναι εξαιρετικά υψηλό (https://open.spotify.com/episode/0VaiANueNmEC3V3cD2KTZ6?si=eRHD_LEdQvOSTwMlrhsi0Q). Η αποτυχία των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι γνωστή από τη δεκαετία του 1980 και οι λόγοι γι’ αυτήν είναι πολλοί. Αποτελεί κοινωνική προσμονή η ενίσχυση της δημόσιας παιδείας, ιδίως εκεί που είναι αναγκαία προκειμένου να αρθούν παγιωμένες διακρίσεις. Έτσι, ένα σχολείο, λόγου χάρη, στο Μενίδι χρειάζεται πολύ περισσότερους πόρους (δασκάλους και εξοπλισμό) από κάποιο άλλο που βρίσκεται στο Ψυχικό. Στα σχολεία πρέπει επειγόντως να διδάσκονται μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, μαθήματα για την ισότητα των φύλων και για πολλά άλλα θέματα, στο πλαίσιο ενός περιεχομένου σπουδών που θα έπρεπε να υπάρχει προ πολλού.
 
Ανάλογη πρέπει να είναι η προσέγγιση για την πραγματοποίηση ώριμων μετασχηματισμών και σε άλλους κοινωνικούς τομείς. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη καθαριότητας και σύγχρονου εξοπλισμού στα δημόσια νοσοκομεία, πρέπει ως το 2030 να αυξηθεί η χρηματοδότησή τους, σε συνδυασμό με μια προσπάθεια μείωσης της υψηλής ιδιωτικής υγειονομικής δαπάνης, καθώς και να δοθεί η δυνατότητα στο υγειονομικό προσωπικό (ο αριθμός του οποίου χρειάζεται να αυξηθεί δραστικά) να προβλέπει, να σχεδιάζει, να αναδιατάσσει τις υπηρεσίες υγείας προς το κοινωνικό συμφέρον.
 
Ως το 2030, δεν πρέπει να έχει επιτευχθεί η συμπερίληψη των φεμινιστικών και ΛΟΑΤΚΙ αιτημάτων, να έχει θεσμοθετηθεί η ισότιμη πρόσβαση των αναπήρων παντού; Σε περίπου δέκα χρόνια, η οικονομία δεν πρέπει να έχει ένα αειφόρο και βιώσιμο πρόσημο, οι κοινοί χώροι της φύσης να προστατεύονται, να ευημερούν, να αυξάνονται; Πώς θα μείνουν, ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες, στη χώρα αν δεν υπάρξει αυστηρές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση στέγης, λύσεις πέρα από τις επιδοτήσεις και τα δάνεια; Το δημογραφικό μας πρόβλημα επιτάσσει την είσοδο στην Ελλάδα, στα επόμενα δέκα χρόνια, εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Άρα οφείλουμε να βρούμε τους τρόπους να εξηγήσουμε σε όσους είναι αντίθετοι σ’ αυτήν την εξέλιξη ότι κάνουν κακό στην πατρίδα, δεδομένου ότι αν δεν έχουμε μετανάστες, δεν θα έχουμε πατρίδα. Την επόμενη δεκαετία, πρέπει να είναι οργανικά δυνατή στις περισσότερες εργασίες η τετραήμερη εβδομαδιαία απασχόληση, ο δε βέβαιος ψηφιακός μετασχηματισμός της ζωής μας οφείλει να γίνει ανθρωπιστικός, προκειμένου «να διασφαλίσουμε την ελευθερία μας ακόμα και μέσα στη νέα εικονιστική πραγματικότητα», όπως επισημαίνει ο φιλόσοφος Θεοφάνης Τάσης (2022).
 
 
Το αληθινό
 
 
Παρόλο που σ’ αυτό το κείμενο παρέλειψα αναγκαστικά πολλά από εκείνα που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνουν στη χώρα μέχρι το 2030, όσα παρέθεσα είναι ενδεικτικά της δειλά αναδυόμενης κουλτούρας που πρέπει να επικρατήσει ενάντια στις σκοροφαγωμένες και αναποτελεσματικές εμμονές της συντηρητικής παράταξης. Μπορούν, όμως, αυτές οι αντιλήψεις, οι αξίες, οι στάσεις ζωής, οι προσμονές να εκπληρωθούν; Ο Τζένκινς (2007, σελ. 136) μάς πληροφορεί πως «αν οι άνθρωποι πιστεύουν πως κάτι είναι αληθινό, αυτό είναι αληθινό αν μη τι άλλο όσον αφορά τη δράση που παράγει και τις συνέπειες που προκαλεί». Παράλληλα, όλα τα παραπάνω δεν είναι δουλειά μόνο της πολιτικής Αριστεράς, αλλά όλης της κοινωνίας. Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς να επωμιστούμε, όλοι και όλες μαζί, το καθήκον δημιουργίας μιας νέας πολιτειότητας, που δεν θα μας κάνει να θέλουμε να φύγουμε από τη χώρα μας.
 
 
 
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
Σημειώσεις:
 
Ronald Inglehart (1988), The Renaissance of Political Culture, στο The American political science review, τχ. 82 (4), σελ. 1203-1230
 
Raymond Williams (1980), Problems in materialism and culture: Selected essays, London: Verso
 
Γ. Διακουμάκος (2010), Πολιτιστικές πρακτικές και πολιτικές αντιλήψεις. Οι κεντρικές ελληνικές (πολιτικές) υποκουλτούρες, Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ
 
R. Jenkins (2007), Κοινωνική ταυτότητα, Αθήνα: Σαββάλας
 
Ν. Διαμαντούρος (2000), Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
 
Γ. Μπαλαμπανίδης (2022), Ok boomer! Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, Αθήνα: Πόλις
 
Θ. Τάσης (2022), Ψηφιακός ανθρωπισμός. Εικoνιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη, Αθήνα: Αρμός

Βασίλης Ρόγγας