Θα εξευτελίσω την ίδια την πραγματικότητα της παλαιστινιακής γενοκτονίας που διεξάγεται σε απευθείας μετάδοση μέρα-τη-μέρα, αν αρχίσω κι απαντώ στα σοβαρά στη γελοία έγκληση: «για την Κύπρο γιατί δεν λέτε τίποτα». Προτιμώ να το πάω αλλιώς, πιο βαθιά.
Να διατηρήσουμε όσα μας συνέχουν κι ας έχουν προβλήματα ή να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε; Αυτή η ριζική διαφορά μεταξύ συντήρησης και προόδου διαμορφώνει τους κόσμους μας από καταβολής χρόνου. Όλα τα ερωτήματα του κοινωνικού και του πολιτικού κλωθογυρίζουν γύρω από αυτό το μυστικοφανερό δίλημμα, που είναι και ατομικό: να κάτσω στα αυγά μου και να υφίσταμαι όσα επιβάλλονται από αυτούς που κυριαρχούν, ποντάροντας στην πιθανότητα να μην πάθω πολλά κακά, ή να γίνω όσα θέλω να είμαι, ρισκάροντας να χάσω από τους δυνατούς, ρίχνοντας όμως ζάρια στο παιχνίδι της ζωής; Αυτό είναι και το κείμενο πίσω από τις γραμμές στην εποχή μας, σε ό,τι αφορά τη «συναίνεση (ή μη) στον αφανισμό της Γάζας». Τα άλλα είναι φλούδια.
Θα προσπαθήσω να απαντήσω υπέρ της ζαριάς, γιατί δεν είναι απλά ο τρόπος να αποδράσουμε από τις αναξιοπρέπειες που συχνά υποβαλλόμαστε καθημερινά σε πολλά πεδία της ζωής, αλλά γιατί από τη βαθιά, σχεδόν προσυνειδητή, αλήθεια της δεν μπορείς να της ξεφύγεις κατά κανένα γνωστό ή μαγικό τρόπο.
Ένα παρατακτικό χρονικό των ανθρωπολογικών τύπων που κυριάρχησαν στον ύστερο καπιταλισμό, μας βοηθά να ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε και πόσο δύσκολο είναι να το πούμε καθαρά και, ιδιαιτέρως, πρακτικά το «με την Παλαιστίνη».
Ζούμε στον χωροχρόνο όπου ο νάρκισσος μεταλλάχτηκε στον ελάχιστο εαυτό, όπως τους περιγράφει στα εμβληματικά του βιβλία ο Κρίστροφερ Λας, και, εντέλει, συγχωνεύτηκε με το κουρασμένο, το επιδοσιακό υποκείμενο του τώρα, όπως το φιλοτεχνεί ο Χαν. Ο κόμπος αυτός τελματώνεται σε α-ιστορική συλλογική συγκρότηση των ανθρώπων, σε α-συνέχεια του χρόνου τους ως διαρκούς σχάσης στιγμών, σε κυρίαρχη α-κοινωνική ατομικότητα. Με άλλα λόγια, δημιουργεί δομικές αδυνατότητες συλλογικής δέσμευσης.
Ισχυρίζομαι πως στον πιο δίκαιο αγώνα των καιρών μας, την ολόθερμη στήριξη των Παλαιστινίων, κάνεις μπορεί να βρει τους όρους άρσης αυτής της ανημπόριας. Έτσι θα αναταχθεί ο α-παροντικός χρόνος, ο καταρρέοντας χρόνος, υπέρ ενός χρόνου αυθεντικού. Με τρεις προϋποθέσεις:
α) Δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιο διδακτορικό είχα διαβάσει αυτή τη φράση – απαύγασμα της σπινοζικής εμμένειας, αλλά έκτοτε μου έχει καρφωθεί στο μυαλό: «Δεν μπορούμε, επειδή δικαιούμαστε, αλλά επειδή μπορούμε, δικαιούμαστε». Μια αντίστροφη της παραγωγής πολιτικής δια του οίκτου ή της ανοχής, συχνή διάσταση ενός κοινωνικά εκπίπτοντος ρεφορμισμού. Αντ’ αυτού, μια πολιτική της ενδυνάμωσης δια της αλληλοφροντίδας. Ας μπει τέλος στη μεμψιμοιρία. Να σηκώσουμε η μία τον άλλον.
β) Συνεκδοχικά, φοβερή ανακούφιση είναι και η φωνή που ύψωσε ο Χάιντεγκερ, πως χωρίς περατότητα, αλήθεια δεν υπάρχει. Ακριβώς λόγω της θνητότητας προάγεται η αποφασιστικότητά μας, είναι πόρος κι όχι εμπόδιο, όταν όμως συλλογικά τοποθετούμαστε σε όσα είναι αναντίρρητα σημαντικά. Η υπέρβαση της περιρρέουσας αποξένωσης μέσω της προσωπικής αυθεντικότητας συνίσταται στην ενεργό εμπλοκή και την έγνοια μας για τους άλλους. Δεν έχει άλλο δρόμο. Και οι άλλοι τώρα δα είναι ο λαός της Παλαιστίνης.
γ) Βλέπουμε πέρα από τη θυματική κουλτούρα, που μεθοδεύουν ως κυρίαρχη οι ισχυροί, τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού. Το είπε καλύτερα από όλους μας η Ρίμα Χασάν, η γαλλίδα ευρωβουλεύτρια, όταν αποφαίνονταν στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ: «Νομίζουμε ότι θα απελευθερώσουμε την Παλαιστίνη, αλλά είναι αυτή η ίδια που μας απελευθερώνει κάθε μέρα και λίγο παραπάνω».
Συμβάντα τώρα από εμάς:
Μια φίλη με ρώτησε αν θα αλλάξει τίποτα που τόσα καράβια πάνε στη Γάζα. Όλα θα αλλάξουν, αρκεί να φροντίσουμε το «συμβάν» Global Sumud Flotilla να είναι τέτοιο και τόσο που να στρέψει τα βλέμματα του κόσμου όλου στη Γάζα. Πόσο εφικτή θα ήταν μια παγκόσμια απεργία γι’ αυτό, να έχουμε εκατομμύρια εκατομμυρίων σε διαδηλώσεις σε όλο τον πλανήτη γι’ αυτό, υπερεθνικές κυρώσεις στο Ισραήλ λόγω αυτού;
Αυτά θα κάνουμε, αυτά είναι χρόνοι αυθεντικοί που φτιάχνονται από εμάς για να φτιάχνουμε τον κόσμο αλλιώς.