Macro

Βασίλης Ρόγγας: Ανασυγκρότηση της ταξικής συνείδησης

Στο βιβλίο που μπορώ εύκολα να χαρακτηρίσω ως ένα από τα καλύτερα που διάβασα τα τελευταία χρόνια, ο πρόωρα χαμένος Μάρκ Φίσερ γράφει σε λίγες γραμμές ό,τι μπορεί να συμπυκνωθεί ως ο ψυχισμός της εποχής του Ύστερου Καπιταλισμού: «μια από τις πιο πετυχημένες τακτικές της άρχουσας τάξης είναι η υπευθυνοποίηση. […] Αυτό που ο Σμέιλ αποκαλέι “μαγικό βολονταρισμό” –η πεποίθηση ότι είναι στην εξουσία του κάθε ατόμου να κάνει τον εαυτό του ό,τι θέλει− είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και η ανεπίσημη θρησκεία της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. […] Ο “μαγικός βολονταρισμός” είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα του σημερινού ιστορικά χαμηλού επιπέδου ταξικής συνείδησης. Είναι η άλλη όψη της κατάθλιψης –η υπόρρητη πεποίθηση της οποίας είναι ότι ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος για τη δυστυχία του και επομένως την αξίζει. […] Αυτή η κατάθλιψη εκδηλώνεται με την αποδοχή ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν […] ότι είμαστε τυχεροί που τουλάχιστον έχουμε μια δουλειά (άρα δεν πρέπει να περιμένουμε οι μισθοί να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό), ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά τις παροχές του κράτους πρόνοιας. […] Εδώ και αρκετό καιρό, αποδεχόμαστε όλο και περισσότερο την ιδέα ότι δεν είμαστε άνθρωποι που μπορούν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους».[1]
 
 
Ο Φίσερ αποκαλύπτει ένα πισωγύρισμα, μια απίστευτη αντιστροφή που δεν προβλέπονταν: όχι απλώς δεν περάσαμε, δεν προοδεύουμε από την «τάξη καθ’ εαυτήν» σε μια συλλογική συνείδηση που να αυτοκατανοείται ως «τάξη δι’ εαυτήν» που θα τους νικήσει, αλλά ακόμα και η ίδια η τοποθέτηση σε ταξική θέση αμφισβητείται ισχυρά και −ακόμα χειρότερα− ενδογενώς και εσωτερικευμένα από τα ίδια τα υποκείμενα στα οποία αναφέρονται οι έννοιες αυτές. Αυτή είναι η ψυχοπολιτική που κανοναρχεί τις ροές των σκέψεων και τον δράσεων των περισσότερων. Γι’ αυτήν την ψυχοπολιτική μιλούσε πρόσφατα ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν –όχι ως ειδική παρόξυνση μαρξικής εννοιολόγησης της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης− αλλά ως επίταση τέτοια και τόση που «μεταμορφωνει την ταξική πάλη σε μια εσωτερική πάλη με τον ίδιο τον εαυτό» [2], επεμβαίνοντας ακόμα και στο ασυνείδητο. Δεν πρόκειται δηλαδή πια για την αποδοχή της εκμετάλλευσης από τους υποτελείς ως μια δίκαιη, φυσική κι αναπόφευκτη συνθήκη, αλλά για έναν οντολογικής έκτασης μετασχηματισμό τους σε «αυτοεκμεταλλευόμενους εργάτες» που ψηφιακώς «καθίσταται δυνατή η ψυχική επέμβαση και ο επηρεασμός τους σε προθεωρητικό επίπεδο» μέσω των big data.
 
 
«Δεν είναι θέμα πώς πεθαίνει κάποιος, αλλά πώς ζει»*
 
 
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο, τέτοιες είναι μακροδομικές αλλαγές, τόσης απίστευτης δυναμικής. Και φαίνεται, ποσοτικοποιείται. 104 νεκροί και 140 σοβαρά τραυματισμένοι το 2022, 179 νεκροί και 287 σοβαρά τραυματισμένοι το 2023 σε εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα, χωρίς καμία καταγραφή επαγγελματικών ασθενειών. Το 2024 η Επιθεώρηση Εργασίας μέχρι τις 25 Ιουνίου είχε καταγράψει 7.800 ατυχήματα. 44 την ημέρα. Παράλληλα, είμαστε τρίτοι από το τέλος σε ό,τι αφορά τον μέσο ετήσιο μισθό προσαρμοσμένο για πλήρη απασχόληση στην ΕΕ.
 
 
Για να είναι πολύ λιανά τα πράγματα, οι πλέον έγκυρες πηγές καταγράφουν ότι «η πραγματική αύξηση του (κατώτατου) μισθού από το 2019 έως και το 2023 ήταν μόλις 33,78 ευρώ, όταν ο ονομαστικός μισθός είχε αυξηθεί κατά 130 ευρώ. Αυτό σημαίνει πολύ απλά πως ο πληθωρισμός “ροκάνισε” τα 100 ευρώ της αύξησης». Αυτά τα λέει η ΟΚΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή), ο συνταγματικά αναγνωρισμένος θεσμός του ελληνικού κράτους, όπως τα αναλύει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος. Βάλτε στην εξίσωση και το γεγονός πως «το μερίδιο των νοικοκυριών που επιβαρύνθηκαν υπερβολικά από το κόστος στέγασης αυξήθηκε στο 28,5% το 2023, το οποίο είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (8,8% κατά μέσο όρο)», όπως αναφέρει σε έκθεση της η Κομισιόν.
 
 
Εκτός αυτών, η υποχρέωση ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την κάλυψη των μισθωτών με συλλογικές συμβάσεις στο 80% −τώρα είναι περί το 20%− νομοθετήθηκε μόλις πριν ένα μήνα (ενώ θα μπορούσε να γίνει έως και δυο χρόνια πριν), με την εξασφάλιση πως δεν θα επανέλθει το καθεστώς της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, και έπειτα από το 2027 θα ρυθμίζεται η αύξηση των μισθών μέσω ενός ιδιαιτέρως ευφυούς αλγόριθμου που, προφανώς, θα ευνοεί δομικά τα εργοδοτικά συμφέροντα. Και τα συνδικάτα πώς απαντούν; Ό,τι ξέρατε, όπως το ξέρατε. Διαπιστώνουν τα προβλήματα, απομαζικοποιούνται απαξιωμένα, με ποσοστά που σε ανεπίσημες εκτιμήσεις μετά βίας ξεπερνούν το 3% συνδικαλισμένων στο σύνολο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, ενώ συνεχίζεται η κομματικοποίησή τους περίπου σαν καπρίτσιο, που ωστόσο προάγει το συμφέρον των αρχηγών τους.
 
 
«Αυτά δεν είναι για ‘μας, θα φροντίσουν να μας το θυμήσουνε»*
 
 
«Πώς μπορούμε ακόμη να υπερασπιζόμαστε την ιδέα της εργατικής τάξης ως τον κυρίαρχο παράγοντα της ριζοσπαστικής αλλαγής»; Ο Mike Davis απαντούσε στην ερώτηση που ο ίδιος έθετε μέσω σύγκρισης με το παρελθόν: «[ας] αποκτήσουμε μια σαφή και αναλυτική κατανόηση του πώς κατασκευάστηκε η προλεταριακή αντίληψη την εποχή του κλασσικού σοσιαλισμού»[3]. Ο Davis περιγράφει αριστοτεχνικά σε αυτή του τη μελέτη για την πολιτισμική διάσταση της συγκρότησης των εργατών σε τάξη, την βήμα-το-βήμα κατασκευή της προλεταριακής συνείδησης από τους ίδιους μέσω του απαράμιλλου μοντερνισμού που επινοούσαν, με διαρκείς οργανωτικές καινοτομίες στις οποίες προέβαιναν, ως εναλλαγή υποκειμένων και χώρων έμφασης (από τους εργάτες στις μητέρες, από τον χώρο δουλειάς στη γειτονιά), με τη διάδοση των θέσεων τους με διαλέξεις επιστημόνων, τραγούδια, εφημερίδες κ.ο.κ.
 
 
Σήμερα, η επινόηση νέων πολιτισμικών μορφών που προσιδιάζουν στη σύγχρονη εμπειρία είναι όχι απλώς μπλοκαρισμένη («εξασθένιση της ιστορικότητας» την ονόμαζε ο Φρέντρικ Τζέημσον), αλλά οριακά ανύπαρκτη, όπως μας πληροφορεί ο Φίσερ και η βιβλιογραφία που παραθέτει. Για τούτο κι όλη αυτή η πνιγηρή ρετροτροπία, όπως την βαφτίζει ο Μπάουμαν. Σε αυτό το σημείο είναι δέον να εστιάσουν οι ριζοσπάστες όποιου είδους. Νέοι συμβολισμοί, σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα για να αφεθεί ελεύθερη η γλώσσα, τελετουργίες αποεσωτερίκευσης και αποψυχολογικοποίησης των από κάτω[4], πρακτικές γιορτινές με εγκάρσιο, συμπεριληπτικό τρόπο, πέρα και ενάντια από ένα επινοημένο από το κεφάλαιο κατηγορικό φυλετισμό, χωρικότητα πορώδης, επώαση των βυθισμένων, των χωρίς όνομα νοοτροπιών αλληλεγγύης που είναι εγγεγραμμένες στις πρακτικές των πολλών.
 
 
Γυρνάει. Απαιτεί γίγνεσθαι της διαφοράς, «βλέμματα που μετασχηματίζουν τον τρόπο του είναι τους»[5].
 
 
 
 
* Οι στίχοι είναι από τον τελευταίο δίσκο του ΛΕΞ, που επιγράφεται «Για την κουλτούρα». Ίσως είναι από τις ελάχιστες επινοήσεις ενός λαϊκού μοντερνισμού που κεντράρει κατευθείαν στις αληθινές εμπειρίες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Περισσότερα γι’ αυτό σε άλλο σημείωμα.
 
 
 
 
Σημειώσεις:
 
1. Μάρκ Φίσερ (2024), Η ακύρωση του μέλλοντος, Αθήνα: Αντίποδες, σελ. 78-79. Το βιβλίο του Σμέιλ είναι το David Smail (2005), Power, interest and phsycology: elements of social materialist understanding of distress, Monmouth: PCCS Books
 
2. Μπιούνγκ – Τσουλ Χαν (2023), Ψυχοπολιτική. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, Αθήνα: Opera, σελ. 15
 
3. Mike Davis (2017), Old Gods, New Enigmas, Catalyst 1 (2). Το κείμενο αυτό έχει μεταφραστεί για το Commonality.gr από τους Βασίλη Ρόγγα και Έλενα Μπουλετή.
 
4. Μπιούνγκ – Τσουλ Χαν (2024), Για την εξαφάνιση των τελετουργιών. Μια τοπολογία του παρόντος, Αθήνα: Opera.
 
5. Yoshiyuki Sato (2024), Εξουσία κι Αντίσταση. Φουκώ, Ντελέζ, Ντεριντά, Αλτουσέρ, Αθήνα: Πλέθρον, σελ. 120
 
Βασίλης Ρόγγας