Η πρόσφατη αντιπαράθεση του πρώην ευρωβουλευτή της ΝΔ Στέλιου Κυμπουρόπουλου με την Νέα Αριστερά σχετικά με την απεικόνιση της Παναγιάς και του Ιησού σε σκίτσο θέτει και πάλι το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο ο Ελληνικός συντηρητισμός, δηλαδή η κυρίαρχη στην χώρα μας αντίληψη, βιώνει την ιερότητα, τον χριστιανισμό, την ίδια την γιορτή των Χριστουγέννων.
Ισχυρίζομαι ότι – παρά τις υπαρκτές εξαιρέσεις – το σώμα των Χριστιανών βιώνει τις γιορτές αφενός προσαρμοζόμενο στις κυρίαρχες πρακτικές των Χριστουγέννων (που είναι βασικά διάφορες εκδοχές της κατανάλωσης, στις οποίες μετέχουμε ισότιμα κι εμείς οι άθεοι βέβαια), αφετέρου υιοθετώντας έναν κενό περιεχομένου καθωσπρεπισμό.
Γενικότερα, το χριστιανικό σώμα κατανοεί τον εαυτό του ως ένα σώμα εθνικά προσδιορισμένο, επιφυλακτικό έως εχθρικό σε κάθε αλλαγή και ιδίως στην επίμειξη με ξένα στοιχεία.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η θρησκευτική εμπειρία δεν συνεπάγεται συνήθως κάτι συγκεκριμένο για τις ζωές των πιστών ως κώδικας καθημερινής συμπεριφοράς.
Για να το θέσω κάπως σχηματικά, οι χριστιανοί στην Ελλάδα ζουν ως εάν ήταν άθεοι, χωρίς δηλαδή το θρησκευτικό βίωμα να συνεπάγεται κάτι συγκεκριμένο στον τρόπο ζωής τους που να εκφράζεται πχ με πράξεις αλληλεγγύης, με την βίωση της αγάπης προς τον πλησίον.
Τα ίδια ισχύουν – σε μέγιστο βαθμό – για την επίσημη εκκλησία. Παρά τις – υπαρκτές αλλά μειοψηφικές – εξαιρέσεις, η εκκλησία δεν συγκροτεί – όπως ίσως θα προσδοκούσε κανείς – κοινότητες αλληλεγγύης και (έστω) μεταφυσικής πνευματικότητας, αλλά είναι ένας συλλογικός φορέας εκφοράς ενός λόγου συντηρητικής ηθικολογίας, ενός λόγου εθνικά προσιορισμένου και συχνά ανοιχτά ξενοφοβικού. Ακραίες εκφράσεις αυτής της τάσης υπήρξε ο ρόλος της εκκλησίας πχ στην συγκυρία του Μακεδονικού, ή η στάση της απέναντι στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Τα ίδια βέβαια είχαν συμβεί και παλιότερα με τον πολιτικό γάμο, την αποποινικοποίησης της μοιχείας, την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και σε τόσα άλλα θέματα. Γενικότερα η εκκλησία και ο πυρήνας των πιστών που συσπειρώνει υπήρξε διαχρονικά ένας θεσμός που έδωσε (και έχασε) μάχες οπισθοφυλακής και οπισθοδρόμησης, αναδιατάσσοντας κάθε φορά τις γραμμές της άμυνάς της, ο πυρήνας της οποίας είναι η διατήρηση της προνομιακής σχέσης της με το κράτος.
Η εθνικοποίηση της εκκλησίας δεν είναι βέβαια εθνική Ελληνική ιδιαιτερότητα. Το παράδειγμα της Ρωσικής εκκλησίας, που ευλογεί τα όπλα του Πούτιν, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ο Χαρίδημος Τσούκας, ένας θρησκευόμενος φιλελεύθερος διανοούμενος έγραφε στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής
“Τι θα συνέβαινε, σήμερα, αν ο Ιωσήφ, η Παρθένος Μαρία και ο νεογέννητος Ιησούς αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη ως πρόσφυγες; Πόσο ευπρόσδεκτοι θα ήταν σε πλούσιες δημοκρατικές χώρες, των οποίων η κοινή γνώμη είναι επιφυλακτική, φοβισμένη, ακόμη και εχθρική απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ πολιτικοί ηγέτες δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο με εχθροπαθές λεξιλόγιο; [Ελάχιστο δείγμα: οι μετανάστες είναι «ζώα»· «οι χειρότεροι εγκληματίες στον κόσμο» (Τραμπ). «Η χώρα υφίσταται ένα άτυπο λαθρο-εποικισμό”(Σαμαράς)].”
Μπορείτε να βρείτε όλο το άρθρο στο πρώτο σχόλιο και αξίζει πραγματικά να το διαβάσετε.
Κάπως έτσι και ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος σχίζει τα ιμάτιά του για την δήθεν γελοιοποίηση της εικόνας της Παναγίας με αφορμή ένα σκίτσο που ευθέως παραπέμπει στο δράμα των νεκρών παιδιών της Γάζας, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει μία κυβέρνηση που στήνει φράχτες και σύνορα για να εμποδίσει τους πρόσφυγες του σήμερα να βρουν ένα καταφύγιο στην Ευρώπη. Τα νεκρά παιδιά της Πύλου ή – πιο πρόσφατα – τα νεκρό παιδί από τον διεμβολισμό του λιμενικού στην Ρόδο, δεν απασχολούν ούτε τον πρώην ευρωβουλευτή της ΝΔ ούτε – καταπώς φαίνεται – την πλειοψηφία των πιστών που προσέρχονται στην εκκλησία αυτές τις ημέρες, που μάλλον τους αντιμετωπίζουν ως εισβολείς και όχι ως τον ευαγγελικό πλησίον.
Απέναντι σε αυτή την τάση, η οργή για την δήθεν παραποίηση της εικόνας της Παναγίας είναι μια κούφια υποκρισία, ένα κέλυφος χωρίς κανένα περιεχόμενο.
Τι μπορεί λοιπόν να διασωθεί από τα Χριστούγεννα;
Απέναντι σε αυτή την φαρισαϊκή – με τους όρους του Ευαγγελίου – συμπεριφορά, ο αντίλογος, από θρησκευόμενους και άθεους συμπολίτες μας (γιατί η αναισθησία, ο συντηρητισμός και η αδιαφορία δεν είναι προνόμια των θρησκευόμενων), είναι η διεύρυνση της αλληλεγγύης.
Κανείς μας δεν είναι τέλειος, όλοι κουβαλάμε αδυναμίες και ιδιοτέλειες, αλλά η συνείδηση αυτής της ατέλειας μπορεί να μας κινητοποιήσει.
Όπως το λέει ο Χ.Τσούκας “Η ευθύνη μας για τον Άλλο προέρχεται από την υπενθύμιση ότι μοιραζόμαστε την ίδια υπαρξιακή συνθήκη.”
Νομίζω ότι και οι άθεοι δεν θα μπορούσαμε να το πούμε διαφορετικά.
Καλές γιορτές, καλή χρονιά, παρ’όλα αυτά!
Βασίλης Παπαστεργίου