Φέτος, στην Ελλάδα, η 8 Μάρτη ήταν διαφορετική. Ήταν η συγκλονιστική στιγμή του ελληνικού metoo. Το κύμα των αποκαλύψεων έρχεται με ορμή. Σαν να αναμοχλεύονται τα υπόγεια και τα ανείπωτα στα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής κοινωνίας, καθώς γυναίκες, αλλά και άντρες και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας καταγγέλλουν την τραυματική τους εμπειρία: σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση, βιασμό, ψυχολογική, λεκτική, σωματική βία, κυρίως στον χώρο του αθλητισμού, του πανεπιστημίου, της τέχνης. Πόσα άλλα, κρυμμένα, στους εργασιακούς χώρους, εκεί που παίζεται η δουλειά και η επιβίωση… Όσα αποκαλύφθηκαν στην υπόθεση Λιγνάδη, παίρνοντας τη μορφή χιονοστιβάδας, είναι συγκλονιστικά, καθώς μπλέκουν, σε ένα κουβάρι, την κακοποίηση ανηλίκων, την κατάχρηση εξουσίας, ένα ασφυκτικό κύκλωμα αποσιώπησης, τη διαπλοκή με τη ισχύ.
Και βλέπουμε μόλις την κορφή του παγόβουνου. Δεν αγγίζω περιοχές αδιαπέραστες, όπως η άγρια βία στα σώματα των προσφύγων, ανδρών, γυναικών και παιδιών – θέμα εξαιρετικά δύσκολο. Όσοι και όσες νοιαζόμαστε πρέπει να το συζητήσουμε με ευαισθησία και γνώση, όχι με όρους καρικατούρας και ευτελισμού (του τύπου «γιατί άραγε ανέλαβε ο πρωθυπουργός την ευθύνη των ασυνόδευτων;» ή οι «σκοτεινές ΜΚΟ») που μόνο κακό κάνουν, συσκοτίζοντας την ουσία και τρέφοντας τη δημαγωγική ακροδεξιά.
Τούτη τη φορά το θύμα δεν τραυματίζεται ξανά από την «έκθεση» (δευτερογενές τραύμα). Aντίθετα, μπορεί να υπάρξει μια στιγμή έμπνευσης, ενδυνάμωσης και αλληλοστήριξης, που αφυπνίζει. Στιγμή που το θύμα ανακτά τη δύναμή του και μιλά δημόσια. Άνθρωποι που δεν τολμούσαν μέχρι τώρα βρίσκουν τη φωνή τους – σπουδαία υπόθεση! Στιγμή που ο θύτης φοβάται ότι θα υπάρχει επίπτωση. Μέρες συγκλονιστικές, που μπορούν να φέρουν αλλαγές στις συνειδήσεις. Η ρωγμή που έχει ανοίξει στον δημόσιο χώρο είναι λυτρωτική. Δεν πρέπει όμως να μείνουμε εδώ, να χαθεί η δύναμή της, το μομέντουμ. Και δεν πρέπει όσοι και όσες μιλούν, να μείνουν στο κενό χωρίς πλαισίωση και στήριξη. Για να πάει παραπέρα αυτό το κύμα, απαρχή κινήματος, χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό παραπέρα κινηματικών πρωτοβουλιών και θεσμικών παρεμβάσεων. Δεν φτάνει το ένα χωρίς το άλλο. Πρέπει, λ.χ., όπως προτείνουν οι γυναικείες οργανώσεις και συλλογικότητες, να δημιουργηθούν μηχανισμοί στους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης, για την καταγγελία, αλλά και την ανίχνευση της σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας – στα πανεπιστήμια έχουμε ήδη καλά δείγματα από την ενεργοποίηση των επιτροπών ισότητας. Ωστόσο, τέτοιοι μηχανισμοί πρέπει να είναι ευρέως γνωστοί και να υπάρχει ουσιαστική ενθάρρυνση για να προσφύγει κάποια/ος, καθώς και μετέπειτα στήριξή του/της. Αλλιώς, η θεσμοθέτηση θα μένει γράμμα κενό.
Ας δούμε, παρά τις διαφορές, την περίπτωση του ρατσιστικού εγκλήματος: για να συγκροτηθεί ή έννοιά του, να αρχίσει να γίνεται κοινωνικά ορατό (παλιότερα αντιμετωπιζόταν ως απλό έγκλημα, χωρίς να ονοματίζεται, χωρίς πρόσημο και σαφή οριοθέτηση), χρειάστηκε κινητοποίηση σε πολλά επίπεδα: κινηματικό, διεκδικητικό, θεσμικό, εκπαίδευσης, ενημέρωσης. Ήταν απαραίτητη η κινηματική δράση, που αφύπνισε και διεκδίκησε, αλλά και η θέσπιση του νόμου που έδωσε όνομα στα πράγματα. Από τη στιγμή που το ρατσιστικό έγκλημα υφίσταται ως τέτοιο, σκεφτόμαστε και δρούμε με διαφορετικούς όρους. Έτσι, η διερεύνησή του ακολουθεί διαδικασία διαφορετική από το κοινό έγκλημα (π.χ. εκ μέρους της αστυνομίας η έρευνα –πρέπει να– γίνεται με άλλο τρόπο και εστίαση εξαρχής, για να συλλεχθούν τα στοιχεία που το στοιχειοθετούν ως ρατσιστικό). Και αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα τόσο στην απονομή δικαιοσύνης όσο και για τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης (καταδίκη Χ.Α., δολοφονία Λουκμάν, καταδίκη Αμβρόσιου). Αντίστοιχα, πρέπει να συγκροτηθεί και να αποτυπωθεί παντού η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης και της έμφυλης βίας, ως οριοθετημένου αδικήματος. Η θεσμική ευκρίνεια του εγκλήματος, η σαφήνεια με την οποία αποτυπώνει η πολιτεία τη στάση της, συνιστά αποφασιστικό βήμα, που συνδέεται άρρηκτα με τους μηχανισμούς καταπολέμησης και τις διεργασίες αλλαγής των συνειδήσεων.
Ο αγώνας είναι δύσκολος, καθώς δεν αφορά μόνο την ευαισθητοποίηση, είναι μια σκληρή σύγκρουση με την εξουσία σε πολλαπλές εκφάνσεις (πατριαρχική, κοινωνική, πολιτική, οικονομική), που άλλοτε συνδυάζονται άλλοτε όχι. Η αποτρόπαια υπόθεση Λιγνάδη, το κάνει απτό.
Και εδώ έρχεται ο αποφασιστικός ρόλος του κινήματος. Είναι αυτό που μπορεί να πιέσει αποφασιστικά, να ενώσει τις μοναχικές διαδρομές των γυναικών και των αντρών που βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, να δημιουργήσει δεσμούς, να προτάξει συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Να βγάλει το θέμα από τις αρένες της συγκάλυψης, της αποσιώπησης, της μικροκομματικής αντιπαράθεσης και να το αναδείξει όπως του αξίζει, ρίχνοντας φως στις σκοτεινές πτυχές, εκεί όπου πατριαρχία, εξουσία, εργασιακή αυθαιρεσία, έμφυλη βία, τρανσφοβία και ομοφοβία μπορεί να συνδυάζονται. Ήδη, μέσα από τις φωνές που μίλησαν σε διαφορετικούς χώρους, τις συλλογικές κινήσεις και αντιδράσεις, βλέπουμε –και μάλιστα μέσα στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας– τα πρώτα βήματα ενός κινήματος που συγκροτείται. Κι αυτό παίζει ρόλο καταλύτη. Φέτος, η 8 Μάρτη ήταν διαφορετική.