Ο Α. Γεωργιάδης ανακοίνωσε πως αν θέλει μια μικρομεσαία επιχείρηση να επιβιώσει θα πρέπει να «ακολουθήσει τους κανόνες της σύγχρονης οικονομίας», συνδέοντας την τραπεζική ρευστότητα με τις συγχωνεύσεις. Ό,τι δεν πέτυχε, δηλαδή, η κρίση και η πανδημία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σχεδιάζεται ως πολιτική από την κυβέρνηση;
Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα έχει δείξει μια τρομερή ανθεκτικότητα. Επιβίωσε της δεκαετούς κρίσης και παλεύει να επιβιώσει από το σοκ της πανδημίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εκτός αγροτικού τομέα, στην Ελλάδα υπάρχουν 718.000 επιχειρήσεις συνολικά, εκ των οποίων οι 631.000 απασχολούν λιγότερα από εννιά άτομα. Το 87,9% είναι μικρές επιχειρήσεις. Και μάλιστα το μεγαλύτερο μερίδιο των επιχειρήσεων αυτών δραστηριοποιούνται στο εμπόριο, την εστίαση και τον τουρισμό. Πώς φαντάζεται ο κ. Γεωργιάδης ότι θα συγχωνευτούν τα 95.000 καταστήματα στην εστίαση, για παράδειγμα; Θα συγχωνευτεί το σουβλατζίδικο με την πιτσαρία; Η συζήτηση είναι άνευ νοήματος. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, και ένας από τους λόγους που αποτελεί τουριστικό προορισμό, είναι η πολυπλοκότητα και η μεγάλη ποικιλία της διασκέδασης, που συνδέεται με τον αστερισμό της μικρής επιχειρηματικότητας γύρω από τον τουρισμό. Πρόκειται για ιδεοληψία. Ενοχλεί το οικοσύστημα των μικρών επιχειρήσεων.
Είναι μεθοδευμένη οικονομική και πολιτική επιλογή ο περιορισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων;
Έχει φανεί ήδη από πέρυσι το σχέδιο αυτό, όταν κατατέθηκε η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη. Εκεί, για πρώτη φορά, έγινε σαφής νύξη ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δημιουργούν πρόβλημα στη λειτουργία της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Είχε προηγηθεί συνέντευξη του, τότε, υφυπουργού Οικονομικών Γιώργου Ζαβού περί «επιχειρήσεων-ζόμπι» [«η παρεχόμενη ρευστότητα δεν θα κατευθυνθεί ούτε σε επιχειρήσεις-ζόμπι, ούτε σε μπαταχτσήδες, που δεν έχουν να προσφέρουν κάτι στην ανταγωνιστικότητα»] προαναγγέλλοντας ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν υπάρχει λόγος να βρίσκονται στην ελληνική οικονομία. Τώρα, έρχεται ο αρμόδιος υπουργός και προειδοποιεί με φυσικότητα, στα όρια του κυνισμού, ότι όσες επιχειρήσεις δεν συγχωνευτούν θα κλείσουν. Και χάριν αυτής της πολιτικής ήδη γίνονται μεθοδεύσεις, όπως είναι η μη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό ή η μη ένταξη σε αναπτυξιακά και χρηματοδοτικά προγράμματα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πολύ μεγάλη αντίφαση. Η κίνηση αυτή, εντέλει, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος περί ελεύθερης δράσης του ιδιωτικού τομέα. Διότι πρόκειται για μια ωμή παρέμβαση του κράτους στη λειτουργία της οικονομίας, για να υλοποιηθεί το σχέδιό του.
Το ιδεολόγημα της κυβέρνησης –και όχι μόνο– ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κρατούν πίσω την οικονομία πού στηρίζεται;
Πουθενά. Που ενοχλούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις την ελληνική οικονομία όταν δεν απορροφούν ούτε δάνεια ούτε κονδύλια; Παράλληλα, η παρουσία τους στην οικονομία δεν δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα στο να γίνουν μεγάλες επενδύσεις. Και ύστερα, η κυβέρνηση που σκίζει τα ιμάτιά της για να γίνουν start up επιχειρήσεις, τώρα γιατί τις πνίγει; Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των start ups που γίνονται μεγάλες επιχειρήσεις και εξαγοράζονται. Οι περισσότερες παραμένουν μικρές, αλλά δυναμικές μονάδες. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λοιπόν, πρώτον, κρατούν την κοινωνική συνοχή. Δεύτερον, δίνουν δουλειά σε ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν στη νέα δύσκολη φάση που μπαίνουμε. Τρίτον, κρατάνε τη δομή των πόλεων ζωντανή. Αυτά δεν τα σκέφτονται; Τι θα συμβεί αν εκλείψουν; Θα πατήσουμε ένα κουμπί και θα γίνει αλλαγή μοντέλου; Χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει δίχτυ ασφαλείας για αυτούς τους ανθρώπους; Με ένα τεχνητό τρόπο, όπως συνέβη και με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, που άφησε χιλιάδες παιδιά εκτός πανεπιστημίων, αποφασίζουν να πετάξουν έξω από την οικονομία αυτές τις επιχειρήσεις, με σχέδιο.
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, ζητά να συγκληθεί άμεσα η Επιτροπή Οικονομικών της βουλής για «να συζητηθεί το θέμα της ρευστότητας της οικονομίας, παρουσία” και εκπρόσωπων των τραπεζών και της Τραπέζης Ελλάδος. Υπάρχουν δύο παράλληλες γραμμές;
Μπορεί, πράγματι, να υπάρχουν δύο παράλληλες γραμμές. Είναι δύο εκατομμύρια άνθρωποι οι εργαζόμενοι στις μικρές επιχειρήσεις. Είναι τεράστιο το πολιτικό βάρος. Από την άλλη, υπάρχει μία παγίδα εδώ. Ο ορισμός των μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει ως όριο την απασχόληση εννιά ατόμων και όχι τον τζίρο. Επομένως, στις μικρές επιχειρήσεις μπορεί να εντάσσονται και μεγάλες επιχειρήσεις. Μένει να δούμε τι ακριβώς εννοεί.
Αντί των συγχωνεύσεων, θα μπορούσε να προκριθεί το μοντέλο των συνεταιρισμών, της συνεργασίας;
Καταρχάς, οι συγχωνεύσεις στο πεδίο των μικρών επιχειρήσεων είναι δύσκολες. Κατά κανόνα αφορούν δύο μεγάλες επιχειρήσεις. Προϋποτίθεται, δηλαδή, να υπάρχει μεγάλη υλική μάζα. Οι μικρές επιχειρήσεις, έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αν υπήρχε γνήσιο ενδιαφέρον, θα μπορούσαν να κληθούν οι φορείς αυτών των επιχειρήσεων, για να βρεθούν τρόποι να βοηθηθούν αυτές οι επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να γίνουν συνεργασίες, όπως κοινά δίκτυα αγορών ή κοινές προτάσεις για εξαγωγές, πχ αγροτικών προϊόντων. Αλλά δεν αφήνονται τέτοιες δυνατότητες, από τη στιγμή που σχετικές προτάσεις κόβονται από τα ΕΣΠΑ.
Είπες ότι με το πάτημα ενός κουμπιού επιχειρείται αλλαγή μοντέλου. Ποιο είναι το σχέδιο, λοιπόν, της κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία;
Μέσα στην πανδημία εντάθηκε η ψηφιακοποίηση, η χρήση δηλαδή των νέων τεχνολογιών. Πολλές μεγάλες μονάδες, που ήταν έξω από τα κέντρα των πόλεων έπαψαν πλέον να έχουν λόγο ύπαρξης, διότι οι άνθρωποι προτιμούν είτε να κάνουν στο κέντρο της πόλης βόλτα και να δουν το εμπόρευμα, είτε να παραγγείλουν διαδικτυακά. Επομένως, οι μεγάλες εταιρείες τώρα θέλουν να έχουν μία βιτρίνα, ένα μικρό χώρο, στο κέντρο της πόλης και μετά οι πολίτες να παραγγέλνουν από το διαδίκτυο. Επανέρχεται έτσι η μορφή του μικρού φυσικού καταστήματος, για τις μεγάλες εταιρείες που θέλουν να έρθουν κοντά στον καταναλωτή. Στόχος, λοιπόν, είναι να καθαρίσει το τοπίο και να περάσει όλη η κατανάλωση, στις λίγες και μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτή η επιλογή πέρα από τον στείρο οικονομισμό που αποπνέει, είναι και βαθιά ιδεολογική. Η μικρή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, εκτός από οικονομική ανάγκη, δίνει στο κοινωνικό υποκείμενο και μια ελευθερία πρωτοβουλίας. Δείτε τι έγινε στην πανδημία. Όλοι οι μικροί έμποροι, μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, πλησίασαν την πελατεία τους και πουλούσαν το εμπόρευμά τους. Αυτή η πρωτοβουλία, η ευρηματικότητα και η ελευθερία που έχουν οι μικροί θέλουν να καμφθεί. Και οι αυτοαπασχολούμενοι έως τώρα, να υποχρεωθούν να πάνε να δουλέψουν στις μεγάλες επιχειρήσεις χωρίς δικαιώματα και με πολύ χαμηλούς μισθούς.
Μπορεί να καλύψει τις ανάγκες για απασχόληση αυτός ο μετασχηματισμός;
Στρώνεται το χαλί για να δημιουργηθούν αυτές οι θέσεις εργασίας.
Η Βάλια Αρανίτου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στον πανεπιστήμιο Κρήτης.
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός