Macro

Βαγγέλης Καραμανωλάκης: Οι πολλές ζωές ενός μνημείου

Κατοχή, Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, Ιουλιανά, η πτώση της χούντας, οι «Αγανακτισμένοι». Αναλογίζομαι όλες εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές της ιστορίας της πρωτεύουσας, όπου το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη βρέθηκε πρωταγωνιστής. Ένα μνημείο που εγκαινιάσθηκε στην Αθήνα, την 25η Μαρτίου 1932, μεταφέροντας στην Ελλάδα αυτό το νέου τύπου μνημείο που δημιούργησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πλέον μαζικός και καταστροφικός έως τότε, ο Μεγάλος Πόλεμος που άφησε πίσω του εκατομμύρια νεκρούς, πολλούς από αυτούς ακρωτηριασμένους και παραμορφωμένους μέσα στα χαρακώματα. Η μετάβαση από τη λατρεία του πολεμιστή ηγέτη στους στρατιώτες που θυσίαζαν μαζικά τη ζωή τους συνοδεύτηκε από τη δημιουργία αυτού του νέου μνημείου που ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία, στο τέλος της δεκαετίας του 1910, για να εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη.

Στην ελληνική περίπτωση, τα πρώτα σχέδια ξεκίνησαν μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, σχηματοποιήθηκαν στη δικτατορία του Πάγκαλου, το 1927, αλλά εφαρμόστηκαν επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου. Το μνημείο εν τέλει ανεγέρθηκε μπροστά στα Παλιά Ανάκτορα, τα οποία, στο πλαίσιο της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, έγιναν η νέα στέγη του κοινοβουλίου. Συνδεδεμένο με την αρχαιότητα, όπως αποτυπώθηκε και στην επιλογή για την αρχαιοπρεπή απόδοση του άγνωστου στρατιώτη, προκάλεσε αρχικά την κριτική και δέχτηκε αποδοκιμαστικά σχόλια από μέρος του Τύπου. Ο χώρος του, μνημειακών διαστάσεων, σχεδιάστηκε με στόχο τη διοργάνωση μαζικών τελετών, εξού και το μέγεθος και η αρχιτεκτονική του, διάφορη από τα αντίστοιχα μνημεία στη Γαλλία ή στη Μεγάλη Βρετανία.

Και το μνημείο υποδέχτηκε τα πλήθη, και στις πλάκες του πάνω έγιναν μεγαλειώδεις κρατικές τελετές αλλά και αυθόρμητες λαϊκές συγκεντρώσεις, όπως εκείνη την ημέρα της Απελευθέρωσης, τη 12η Οκτωβρίου 1944, όταν οι Αθηναίοι γονατιστοί απέδωσαν φόρο τιμής στους νεκρούς τους. Εκδηλώσεις τιμής αλλά και διαμαρτυρίας, καθώς το Μνημείο αναδείχτηκε σε πεδίο συγκέντρωσης και έκφρασης των λαϊκών αιτημάτων. Έτσι συμβαίνει πάντα. Τόποι μνήμης, όπως τα μνημεία, ενώ φαίνεται να διατηρούν τον αναλλοίωτο χαρακτήρα τους, την ίδια ώρα γίνονται εκφραστές πολλαπλών νοημάτων και αιτημάτων στο πλαίσιο της σύνδεσής τους με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Και σε αυτή την κατεύθυνση, ο χώρος που επελέγη για την ανέγερση του Μνημείου, μπροστά στο κοινοβούλιο, υπήρξε καθοριστικός για τη σύνδεσή του με όλα τα μείζονα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας και για τη σημερινή φυσιογνωμία του.

Η παρουσία όλες αυτές τις μέρες του Πάνου Ρούτσι ούτε το Μνημείο «μόλυνε», ούτε αλλοίωσε το χαρακτήρα του. Η επιλογή αυτού του τρόπου διαμαρτυρίας στην οριακότητά της συνδεόταν απόλυτα με την τραγικότητα και το βάρος του αιτήματος. Τα Τέμπη αποτέλεσαν και αποτελούν ένα θέμα που συγκλονίζει την ελληνική κοινωνία και η επίλυσή του συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς. Γιατί τα μνημεία ζουν πολλές ζωές, συνδεδεμένες με το σήμερα. Και μπορούν να γίνουν εκφραστές όχι μόνο της περηφάνειας ή του πένθους ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά και της οδύνης, του φόβου, του θυμού για το τώρα. Τα ονόματα των παιδιών κοντά στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αναδιατάσσουν τα σύμβολα, ανασημασιοδοτούν έστω και πρόσκαιρα αυτό τον τόπο μνήμης. Κι επιβεβαιώνουν αυτό που το ίδιο το όνομα της πλατείας όρισε: την πίστη στην πατρίδα, συνδεδεμένη με την ανάγκη της λαϊκής έκφρασης, τη διεκδίκηση της πραγματικής δημοκρατίας.

Δεν είναι το πρόβλημα η παρουσία του απεργού πείνας στο Μνημείο. Το πρόβλημα είναι η απόφαση της κυβέρνησης, μια απόφαση που όσο περνάν οι μέρες είναι όλο και πιο φανερή η πολιτική της διάσταση, μια απόφαση που μοιάζει με επιβολή ποινής εν τέλει στην ίδια την ιστορία του Μνημείου. Τα μνημεία δεν αποκτούν ιερότητα με κυβερνητικές αποφάσεις. Αλλά μέσα από την ιστορική διαδρομή τους, την ένταξή τους στη ζωή των πολιτών, την ανάδειξή τους σε τόπους συλλογικής και ατομικής μνήμης. Και για όσους και όσες μελετάμε το παρελθόν ξέρουμε ότι οι χρήσεις και οι λειτουργίες των μνημείων δεν καθορίζονται μόνο από τις κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά από τις προσδοκίες και τα όνειρα, τις ανάγκες και τα αιτήματα μιας κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, οι κυβερνητικές αποφάσεις που θέλουν να «τακτοποιήσουν» τη χρήση του Μνημείου, μάλλον ανοίγουν, φοβάμαι, μια νέα σελίδα στην ιστορία του, παρά την κλείνουν.

Η ΕΠΟΧΗ