Διαβάζοντας τον τίτλο, ίσως κάποιοι σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν ότι δεν είναι ώρα για θεωρητικές συζητήσεις αλλά για στήριξη των θυμάτων του χώρου τoυ πολιτισμού.
Αλήθεια, είναι ώρα τώρα να σκεφτούμε το αν και πώς θα αντικρίσουμε επί της οθόνης ή επί σκηνής ανθρώπους που αυτή τη στιγμή ελέγχονται εντός ή εκτός θεσμικού πλαισίου για εγκληματικές πράξεις σε βάρος συναδέλφων τους;
1. Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί για ακόμα μία φορά ότι κάθε καταγγελία πρέπει να αποκτήσει όνομα θύτη και θύματος και ταυτόχρονα να αποσυρθεί από τα social media και τα πρωινάδικα και να εναποτεθεί στα γραφεία των ανακριτών και στις έδρες των δικαστηρίων. Η ρευστοποίηση του ποινικού δικαίου σε τέτοιες καταστάσεις είναι ένα διεθνές φαινόμενο: όποιες κυβερνήσεις (π.χ. ΗΠΑ) δεν εξέτρεψαν την ροή των καταγγελιών από τα online και offline media προς τη δικαιοσύνη, το κίνημα κάθαρσης εκφυλίστηκε σε διασπορά φημών, με επιβλαβείς συνέπειες ως προς την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη δικαιοσύνη και την πολιτική και με απαραγνώριστο αντίκτυπο επί της οικονομίας (π.χ. απώλεια θέσεων εργασίας) και της ιδιωτικής ζωής με τις όποιες προεκτάσεις της στον δημόσιο χώρο (ακύρωση τεκμηρίου αθωότητας και ανεπανόρθωτος στιγματισμός).
Άρα, σε θεσμικό επίπεδο, η δικαιοσύνη οφείλει να εργαστεί με ταχύτητες πρωτόγνωρες αλλά επιβεβλημένες, καθώς πάνω της πέφτει η ιστορική ευθύνη να αποκαθάρει τον χώρο του πολιτισμού, του αθλητισμού κ.ά. από την ειδεχθέστερη μορφή κατάχρησης εξουσίας.
2. Ναι, παράλληλα με τις όποιες θεσμικές διαδικασίες έχουν ενεργοποιηθεί ή πρέπει να ενεργοποιηθούν, όλοι οι υπόλοιποι οφείλουμε να στοχαστούμε επί του φαινομένου υπό ένα ευρύτερο πρίσμα. Ακριβώς γιατί μιλάμε για φαινόμενο – κοινωνικό, εγκληματολογικό και ευρύτερα πολιτικό – και όχι για μεμονωμένα συμβάντα. Ο τρόπος για να διευρύνουμε λοιπόν την οπτική μας γωνία είναι ίσως να επιστρέψουμε στον τύπο του θεατή της κλασικής εποχής του αρχαίου ελληνικού δράματος. Τότε, ο θεατής δεν ήταν ένας απαθής παράγων μιας αυτόνομα εξελισσόμενης διαδικασίας.
Αντίθετα είχε τον ρόλο του «ψηφοφόρου του θεάματος». Ο θεατής δεν άφηνε στο βεστιάριο του θεάτρου την πολιτότητά του. Δεν απεμπολούσε το δικαίωμα να έχει λόγο, όχι μόνο ως προς το τελικό αποτέλεσμα που παρακολουθεί αλλά και ως προς τον δημοκρατικό και αξιοκρατικό τρόπο με τον οποίο αυτό παρήχθη. Ο καθορισμών των αρχών και των αξιών που όφειλε να σεβαστεί η δραματική αλλά και ευρύτερα η καλλιτεχνική παραγωγή ήταν αρμοδιότητα της Εκκλησίας του Δήμου η οποία επιστατούσε τα interna corporis του χώρου που σήμερα εμείς αποκαλούμε «Πολιτισμό».
3. Στις σύγχρονες αγορές του θεάματος, ο πολίτης έχει αποκοπεί διά παντός από την παραπάνω διαδικασία. Δεν συνδιαμορφώνει το πολιτιστικό τοπίο αλλά περιορίζεται στο να το «απολαμβάνει», δηλαδή να το καταναλώνει. Η αυτονόμηση του πολιτισμού από την κοινωνία περνά τόσο μέσα από την εξάρτησή της πολιτιστικής παραγωγής από τα χρηματοδοτικά εργαλεία των εταιρειών παραγωγής ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στις μεγάλες αγορές) ή από τις κρατικές επιχορηγήσεις (στις μικρότερες αγορές) ή και από τα δύο κανάλια. Και στις τρεις περιπτώσεις, παράλληλα με την πρωτογενή συσσώρευση κεφαλαίου σε μικρότερους (π.χ. ένα αθηναϊκό θέατρο), μεγαλύτερους (π.χ. ένα θέατρο εθνικής εμβέλειας) ή κολοσσιαίους (π.χ. μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής) οργανισμούς, αναδύεται και η περίφρακτη ελίτ που θα καρπωθεί (π.χ. θιασάρχες, παραγωγοί κτλ.) ή θα διαχειριστεί (π.χ. καλλιτεχνικοί διευθυντές, διοικητικά στελέχη κτλ.) την παραγόμενη υπεραξία του προϊόντος.
Όσο, δε, στην παραγωγή του θεάματος και του ακροάματος εφαρμόζονται όλο και πιο εξελιγμένες τεχνολογίες, η απόσταση του πολίτη από την όλη διαδικασία, τον μετατρέπει σε παθητικό δέκτη που δεν έχει πια δικαίωμα να κρίνει στάσεις και αποφάσεις οι οποίες οδήγησαν στην παραγωγή π.χ. μιας ταινίας με κρατικά χρήματα αλλά αρκείται στο να διαπιστώσει «αν του αρέσει». Η αποψίλωση του δικαιώματος εκφοράς άποψης του πολίτη επί του συστήματος παραγωγής και διαχείρισης του Πολιτισμού έχει άμεση σχέση με την δημιουργία πανίσχυρων σεκτών εντός του συστήματος αυτού.
4. Όσοι πολίτες επιμένουν σε μια πιο ενεργό παρακολούθηση των ζητημάτων παραγωγής και διαχείρισης του Πολιτισμού, καλούνται συχνά να απαντήσουν νοερά ή και στον δημόσιο χώρο αν η συγκεκριμένη ελίτ (υπεράνω κριτικής δημιουργοί και διαχειριστές) οφείλουν να ακολουθούν και μια συγκεκριμένη ηθική στάση. Το αιώνια επανερχόμενο ερώτημα «το έργο ανήκει στον δημιουργό ή αυτονομείται από αυτόν;», συνήθως μετά από αποκαλύψεις σκανδάλων, αμφιλεγόμενες δηλώσεις ή και εγκλήματα, αποκτά νέες διαστάσεις. Μπορούμε – έχουμε δηλαδή το δικαίωμα ή την αντοχή- να παρακολουθήσουμε το House of Cards, μετά τις αποκαλύψεις για παιδεραστία σε βάρος του Kevin Spacey; Συνεχίζουμε να αναζητούμε ανυπόμονα το επόμενο βήμα του Woody Allen αφού παντρεύτηκε την θετή του κόρη;
Έχουμε δικαίωμα να θαυμάζουμε άνευ άλλου τινός τα αριστουργήματα του Polanski μετά τις σε βάρος του κατηγορίες για βιασμό και τη διαφυγή του στην Ευρώπη προκειμένου να μην δικαστεί στις ΗΠΑ; Το ερώτημα αυτό είναι αν μη τι άλλο σοβαρό με την έννοια ότι όσο ταλέντο κι αν ξεχειλίζει από μερικούς ανθρώπους, αυτό δεν προέχει των ευθυνών τους προς την κοινωνία άρα και τον Πολιτισμό που, ιδεατά, ως αποστολή έχει να κάνει τους ανθρώπους (καλύτερους) πολίτες. Ωστόσο οφείλουμε να αναρωτηθούμε και το εξής: πόσες ταινίες του μεγαλοπαραγωγού Weinstein έχουμε παρακολουθήσει χωρίς να έχουμε καν παρατηρήσει το όνομά του στα credits, ή χωρίς να τον γνωρίζουμε ακόμα και μετά την βαριά καταδίκη του για σεξουαλικά εγκλήματα;
Συμπέρασμα: δεν αρκεί η εκ των υστέρων κριτική γιατί πολύ απλά ίσως δεν γνωρίζουμε ότι ακόμα και σήμερα ψάχνουμε ένα torrent με μια ταινία στης οποίας την παραγωγή ή το cast συμμετέχουν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.
5. Το παραπάνω ερώτημα απασχόλησε τη δυτική διανόηση αρκετά προτού καταστούν οι δυτικές κοινωνίες μετατραπούν από παραδοσιακές σε κοινωνίες του θεάματος, πολύ πριν οι παραγωγοί και οι managers αναλάβουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο που πλέον προσομοιάζει σε απολυταρχικό καθεστώς. Ο Τσάπλιν, παρά το γεγονός ότι παντρεύτηκε τρεις φορές ανήλικα κορίτσια, δεν παύει να υμνείται. Ο Σελίν εξακολουθεί να διαβάζεται με πάθος παρά την συνεργασία του με τους ναζί και το καθεστώς του Βισύ. Ο αντισημίτης και φυλετιστής Έζρα Πάουντ παρομοίως. Η πολυκύμαντη σχέση του Πιραντέλλο και της Μοντεσσόρι με τον Μουσολίνι δεν μας εμποδίζει να αντλήσουμε έμπνευση από τα έργα τους. Ίσως γιατί πέρασε καιρός; Ίσως γιατί νοερά και στα πλαίσια της ιδιωτικής αναγνωστικής μας σφαίρας «το παραβλέπουμε»;
Αλλά τι κι αν πέρασε καιρός, τι κι αν «το παραβλέπουμε»; Έχουμε δικαίωμα να «το παραβλέψουμε»; Γιατί εδώ δεν μιλάμε για έναν Σαββόπουλο που το ’γύρισε από κουλτουριάρης σε νεορθόδοξος. Εδώ μιλάμε για διανοούμενους με παγκόσμιο ακροατήριο που στήριξαν με τον ένα ή άλλο τρόπο καθεστώτα τα οποία έστειλαν στον θάνατο 50.000.000 ανθρώπους, δηλητηριάζοντας για πάντα την ζωή πάνω στη Γη. Υπάρχει όμως μια στοιχειώδης διαφορά εκείνων των εποχών με την τωρινή. Τα μαζικά δημοκρατικά κινήματα, ακριβώς για να αποτελέσουν αντίβαρο σε αυτές τις απρόβλεπτες στάσεις των μη στρατευμένων δημιουργών, εκπαίδευαν εκατομμύρια πολίτες στην προσεκτική κριτική των επιτευγμάτων του πολιτισμού. Τα κομμουνιστικά κινήματα του μεσοπολέμου που υποδέχθηκαν χιλιάδες κορυφαίους διανοουμένους – όχι απαραίτητα κομμουνιστές- επεξεργάζονταν αυτές τις αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Η σχολή της Φρανκφούρτης λ.χ. διείδε έγκαιρα τα όσα ο Ντεμπόρ θα περιέγραφε αρκετά αργότερα στην «Κοινωνία του Θεάματος», την ώρα ακριβώς που συντελείτο η μετάβαση αυτή, μεταξύ 1920-1930. Με έναν τρόπο, ο Μαρκούζε, ο Αντόρνο και ο Μπένγιαμιν, αναψηλάφησαν τον ιδεότυπο του «θεατή-πολίτη» οι ρίζες του οποίου εντοπίζονται στην κλασική αρχαιότητα. Βεβαίως, οι θεωρητικές τους επεξεργασίες είχαν ένα πλεονέκτημα: το θέαμα ως κύκλωμα με εσωτερικό τελετουργικό, εκείνη την περίοδο, δεν αφορούσε παρά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους παγκοσμίως.
Συμπέρασμα: χάρη στα παραπάνω κινήματα και τις θεωρητικές τους επεξεργασίες, εμείς, σήμερα, μπορούμε να κρίνουμε τις, πολλές φορές, απωθητικές αντιφάσεις τεράστιων δημιουργών. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε, παράλληλα με την ψυχαγωγία, να αναζητήσουμε διανοητική και αισθητική προφύλαξη από την όποια νοσηρότητα, γνωρίζοντας ότι η εξέλιξη του χώρου του Πολιτισμού είναι έμπλεη ηθικών αντιφάσεων.
6. Στις σημερινές κοινωνίες του υπερθεάματος, τα μαζικά κινήματα έχουν παραδώσει τις θέσεις άμυνάς τους στα social media τα οποία έπεισαν τις κοινωνίες ότι αποτελούν πεδίο δημοκρατίας και ελεύθερης έκφρασης. Παράλληλα η showbiz οχυρώθηκε μέσα σε ένα απροσπέλαστο άβατο όπου για να μπει κανείς, οφείλει να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά. Ίσως και να «πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο». Το χολιγουντιανό star system – και οι κατά τόπους αντιγραφές του- έγινε το άντρο όπου μόνο οι μυημένοι ιερουργοί μπορούν να εισέλθουν. Και όπως συμβαίνει σε κάθε άντρο και άβατο, η ιεραρχία είναι ατσάλινη. Και όταν η ιεραρχία δεν επιδέχεται οιασδήποτε αμφισβήτησης από τους πάροικους, τότε μπορεί και να αποχαλινωθεί.
Ο στρατιώτης όμως δεν έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει την εντολή. Μόνο αν τα πράγματα εκτραχυνθούν σε εξωφρενικό βαθμό μπορεί να προκύψει ανταρσία, στάση ενάντια στους ανώτερους. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε άβατο. Το ίδιο συνέβη με την δημοσιοποίηση του κοινού μυστικού των σεξουαλικών εγκλημάτων ανώτερων στελεχών του Βατικανό. Το ίδιο συνέβη και με πολιτικούς που παρ’ ότι καταδικάστηκαν, σαν να περιβλήθηκαν μία αχλή που ακόμα και μετά την καταδίκη, τούς προστατεύει από την κατακραυγή.
Οι εξουσίες της πολιτικής, του θεάματος και της θρησκείας επιφυλάσσουν για τις ίδιες το δικαίωμα να μην λογοδοτούν πουθενά. Ακόμα και όταν αναγκαστούν να λογοδοτήσουν, καλύπτονται από μία «ψυχολογική ασυλία», σαν τα τοτέμ των δαιμόνων που ναι μεν είναι «κακά» αλλά κανείς δεν διανοείται να τα πελεκήσει και να τα ρίξει στο έδαφος. Συμπέρασμα: η μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας επί τη βάσει της αυθεντίας καθώς και της προγενέστερης εμπειρίας («ξέρεις πού έχει παίξει αυτός;»), είναι συνήθως οιωνός αποδρομής.
7. Από την άλλη, το κυρίως άντρο των αυθεντιών της «υψηλής» πολιτιστικής παραγωγής έχει περικυκλωθεί από παραγκουπόλεις που οι κάτοικοί τους προσμένουν την πρόσκληση να αποδείξουν ότι αξίζουν να μυηθούν. Αυτό το παράλληλο και αμοραλιστικό σύστημα ανάδειξης «ταλέντων» μιας χρήσης, συντηρεί μια παράλληλη βιομηχανία δημιουργίας ψευδοπροσδοκιών.
Τα reality & talent shows, εδώ και πολλά χρόνια, δεν αποτελούν απλά ένα τηλεοπτικό ή διαδικτυακό υποπροϊόν αλλά και έναν προθάλαμο «επιτυχίας», «ανάδειξης» διασκεδαστικών δεξιοτήτων που θα αξιοποιηθούν για την αναπαραγωγή αυτού του παράλληλου συστήματος. Τραγουδιστές, ηθοποιοί, χορευτές με σπουδές και ισχυρό γνωστικό υπόβαθρο επιλέγουν αυτόν τον εξευτελιστικό δρόμο για να γίνουν «γνωστοί». Όσοι τα κατάφεραν χάρη στην «ποιότητα» και το «ταλέντο» τους – τα οποία έκρινε η παρα-ελίτ αυτή της παραγκούπολης – έχουν μπροστά τους μια προδιαγεγραμμένη πορεία: να αποτελούν τις εφεδρείες που θα χτίσουν με πολύ σαθρά θεμέλια την γέφυρα μεταξύ της «υψηλής κουλτούρας» και της υποκουλτούρας. Είναι αυτοί που θα αναπαράξουν με φανερό πια τρόπο τις απόκρυφες νοσηρές συμπεριφορές του άντρου στο οποίο απέτυχαν να μπουν.
Όμως, ο ματσό συμμετέχων σε reality show που διακηρύσσει την πρόθεσή του να βιάσει αν δεν του «κάτσει» μια γυναίκα δεν αρκεί. Η συμπεριφορά του πρέπει να νομιμοποιηθεί από τον αντίστοιχο μεσάζοντα: τον κάθε Λιάγκα που αστειεύεται με την σεξουαλική επίθεση που δέχθηκε μία φοιτήτρια. Σε αυτές τις «φαβέλες του θεάματος» που αναπτύσσονται, λοιπόν, γύρω από την λόγια πολιτιστική ελίτ, οι συμπεριφορές που επιδεικνύονται από τους μεγαλοπαράγοντες του χώρου πολλαπλασιάζονται, κανονικοποιούνται, αποτελούν μια περίπου αποδεκτή νόρμα. Συμπέρασμα: ας μην κοιτάμε μόνο προς τους «θιασάρχες» και τους πατρίκιους του πολιτισμού. Ας ξεκινήσουμε το θεσμικό ξεκαθάρισμα από όσους διεκδικούν μια θέση μέσα στο ίδιο μας το σπίτι δια μέσω του κατ’ οίκον θεάματος.
Οι στιγμές για την Ελλάδα είναι ιστορικές σε όλα τα επίπεδα. Το κύμα καταγγελιών ή αποκαλύψεων σεξουαλικής κακοποίησης στον αθλητισμό και τον πολιτισμό μπορούν να αλλάξουν το περιεχόμενο της πολιτότητας, της συλλογικής συνύπαρξης και της πολιτικής ευθύνης του καθενός και της καθεμιάς μας. Μπορεί, με άλλα λόγια, να ανεγείρει αντιστάσεις απέναντι στην παρακμή που μας περιβάλλει.
Και τότε, όταν οι αντικοινωνικές πράξεις των αυθεντιών του θεάματος ελεγχθούν – πράξεις που δεν θα εκλείψουν ποτέ εντελώς- θα μπορούμε να διαβλέπουμε με καθαρότερο βλέμμα και μεγαλύτερη ορατότητα την πορεία της πολιτιστικής παραγωγής. Κι έτσι να απαιτούμε την αλλαγή της και τη συμμόρφωσή της προς τις αρχές του σεβασμού, της ασφάλεια και της αξιοπρέπεια των ανθρώπων, των εργαζομένων του πολιτισμού.
Βαγγέλης Γέττος
Πηγή: TVXS