Συνεντεύξεις

Τζεφ Ίλι: Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη και η αναζήτηση μιας νέας διεθνιστικής ουτοπίας

Γιορτινές οι μέρες και ο Δημήτρης Γκιβίσης αποφάσισε να μας κάνει ένα ωραίο δώρο: τη συνέντευξη που πήρε από τον διακεκριμένο ιστορικό και καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, Τζεφ Ίλι (Geoff Eley) για την υπαρκτή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη γενικότερη κατάσταση στην Ευρώπη. Απέναντι στις δυσάρεστες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις τις οποίες επισημαίνει, ο Ίλι αντιτάσσει τους προβληματισμούς του για τον ρόλο της Αριστεράς και για τη σημασία ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ο ορίζοντας του οποίου είναι μια νέα διεθνιστική ουτοπία.
 
Από την πλευρά μας, σας ευχόμαστε καλή πρωτοχρονιά και σας υποσχόμαστε ότι, πλην εξαιρετικού απροόπτου, θα συνεχίσουμε και το 2023 να αναζητούμε και να δημοσιεύουμε στις Ιδέες άρθρα και συνεντεύξεις που κρίνουμε ότι θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τον κόσμο της Αριστεράς.
 
 
Χ. Γο.
Πώς θα περιγράφατε την Ευρώπη σήμερα;
 
Σήμερα, η «Ευρώπη» είναι κάτι ανάμεσα σε μια ευμετάβλητη γεωγραφική έκφραση, ένα ολοένα και πιο περίπλοκο και πυκνά θεσμοθετημένο καθεστώς ρυθμίσεων, μια πολιτισμικά διάχυτη εμπειρία πρακτικής καθημερινότητας και μια εσωστρεφή, ενίοτε συνεκτικά ερμηνευμένη, αλλά ενστικτωδώς υπερασπιζόμενη υπερεθνική μετα-ταυτότητα που διεκδικείται έναντι όσων βρίσκονται έξω από αυτήν –των «ξένων». Για θεσμικούς και ιδεολογικούς λόγους, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υποστηρικτές της έχουν, φυσικά, πολύ μεγαλύτερη πίστη σ’ αυτό που υπάρχει. Οι συγκεκριμένες ομολογίες πίστης μπορεί, πράγματι, να έχουν ένα συνεκτικό περιεχόμενο και οι φορείς τους να παθιάζονται γι’ αυτές. Ενίοτε, μπορεί να είναι δημιουργικά δυναμικές και πολιτικά φιλόδοξες. Αλλά πολύ πιο συχνά είναι συνηθισμένες και μηχανιστικά συντηρητικές, με έναν αδιανόητα επαναλαμβανόμενο τρόπο. Κάποιες παλαιότερες αντιλήψεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πολύ ευρύτερες συσπειρώσεις. H «Ευρώπη» θα μπορούσε να σημαίνει την ΕΕ καθ’ αυτή, με μια πιο αυστηρά θεσμική έννοια. Θα μπορούσε να σημαίνει το «ευρωπαϊκό εγχείρημα» σε μια πολιτικά συνεκτική μορφή, είτε ως ένα πλήρως επεξεργασμένο και καλά αναπτυγμένο πρόγραμμα, είτε ως μια έκφραση προσδοκιών, είτε ως ένα σύνολο συνήθως διάχυτων, αλλά ωστόσο σημαντικών ιδανικών. Μπορεί επίσης να σημαίνει τη μια ή την άλλη μορφή ενός αρνητικά νοούμενου ευρωκεντρισμού, όπως συμβαίνει στις δεξιές μορφές λαϊκισμού και στην αντιπολιτική του εναντίον των ξένων, αλλά και τις ρητά ρατσιστικές ή φασιστικές εκδοχές αυτού του λαϊκισμού. Μπορεί επίσης να σημαίνει το σωρευτικό αποτέλεσμα ενός περίτεχνου φάσματος πρακτικών ευκολιών και αναγνωρίσεων: δηλαδή τη διαδικασία που εκφράζεται με το σύνθημα «μεγαλώνουμε μαζί», κάτι που συμβαίνει με την πάροδο του χρόνου μέσω συλλογικών συναντήσεων, κυκλωμάτων επικοινωνίας, δομών εκπαιδευτικών ανταλλαγών, επαγγελματικής και διοικητικής διασύνδεσης, ολοκληρωμένων αγορών εργασίας, όλο και πιο διαδεδομένων μοτίβων πανευρωπαϊκών ταξιδιών, των διευρυνόμενων ρυθμιστικών μηχανισμών της ΕΕ, αλλά και μέσω του αξιοσημείωτου εξευρωπαϊσμού του ποδοσφαίρου, που αποτελεί τον τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, παράγοντα αυτού του φάσματος. Όλα αυτά τα μοτίβα παραμένουν ενεργά, σε διαφορετικές χρονικότητες και σε διαφορετικές περιοχές, όμως δεν έχουν την ίδια ισχύ σε όλες τις χώρες.
 
Οι διαδικασίες των μεγάλων ανατρεπτικών αλλαγών διαρκώς εκτοπίζουν, αντικαθιστούν ή υπονομεύουν αυτές τις προηγούμενες αντιλήψεις, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστεί η όποια ζωτικότητα του ευρωπαϊκού σχεδίου έχει απομείνει. Πρώτον, η αμείλικτη πίεση για διεύρυνση έχει καταστήσει μη διαχειρίσιμη τη συνοχή και την πολιτική αποτελεσματικότητα της ΕΕ, είτε ως θεσμικό πλέγμα πολιτικής διαπραγμάτευσης, είτε ως αντικείμενο λαϊκής ταύτισης. Μερική εξαίρεση αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, όπου η ουκρανο-ρωσική σύγκρουση ήρθε να συγκαλύψει την υπάρχουσα έλλειψη εσωτερικής συνοχής. Δεύτερον, ο απελπιστικά αντιδημοκρατικός χαρακτήρας των θεσμικών ρυθμίσεων της ΕΕ (που συνοψίζονται στην κοινοτοπία του «δημοκρατικού ελλείμματος»), ο οποίος ήταν εμφανής εξαρχής, επιδεινώνεται διαρκώς σε σημείο χρόνιας δυσλειτουργίας. Τρίτον, παρά τις ελπιδοφόρες χειρονομίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 προς μια λειτουργική πολιτική συλλογικής βελτίωσης και προώθησης των πανευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών («Κοινωνική Ευρώπη»), οτιδήποτε θυμίζει σοσιαλδημοκρατική ή ακόμη και σοσιαλφιλελεύθερη δέσμευση για μια αναδιανεμητική πολιτική έχει από καιρό θυσιαστεί στον βωμό της επικρατούσας νεοφιλελεύθερης οικονομικής ατζέντας. Τέταρτον, η άκαμπτη μετά το 2008 προσκόλληση σε μια πολιτική λιτότητας οδήγησε σε μια καταστροφική ακύρωση όλων όσων είχαν απομείνει από τη ρητορική του κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου καθαυτού. Τέλος, η πολιτική ανικανότητα της ΕΕ απέναντι στη μονιμότητα τής «προσφυγικής κρίσης» όχι μόνο έθεσε ορισμένα κράτη-μέλη και τις κοινωνίες κάτω από μια ολοένα και πιο αφόρητη πίεση, αλλά εκθέτει διαρκώς και την πολιτική αναποτελεσματικότητα της ΕΕ. Εδώ τα υφιστάμενα αντιδραστικά, και συγκεχυμένα στην πράξη, μέτρα αθροίζονται κυρίως –με έναν αδυσώπητο και δυσβάσταχτο τρόπο– στην κοινωνικοπολιτική λογική της «Ευρώπης-φρούριο».
 
 
Πού οδηγούν οι παραπάνω εξελίξεις;
 
Υπό το πρίσμα των πολλών και μεγάλων αναστατώσεων που μόλις ανέφερα, είναι δύσκολο να ξέρουμε πού να αναζητήσουμε εκείνο το είδος της εμπνευσμένης ηγεσίας, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να διαμορφώσει ένα διακριτό και προωθητικό «ευρωπαϊκό» μέλλον, είτε απλώς ως κάποια διατηρούμενη συνοχή και εποικοδομητικός στόχος, είτε ως μια πιο φιλόδοξα οργανωμένη πολιτική ευφυΐα ή συλλογική πολιτική βούληση. Η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη έχει εγκαταλείψει με έναν αχαρακτήριστο τρόπο κάθε έδαφος «θετικού ευρωπαϊσμού», εκτός από τη δημοσιονομικά υπεύθυνη διαχείριση των υφιστάμενων πολιτικών και προτύπων. Είτε ως πολιτικά εμπνευσμένα (ή, σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και συντονισμένα) «οράματα για το μέλλον», είτε ως μορφές χαμπερμασιανού συνταγματικού πατριωτισμού, αυτή η στάση ισοδυναμεί με μια καταστροφικά επιζήμια πολιτική αποτυχία. Με δεδομένη την υποχώρηση του στηρίγματος της αισιόδοξης υπερεθνικότητας των δεκαετιών 1950 και 1960, και της φθοράς που οφείλεται στις γεωπολιτικές συγκρούσεις που πραγματοποιούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ-Συρία, Ουκρανία), το μόνο που έχει απομείνει είναι το καθεστώς της ρύθμισης. Και μια τεχνοκρατική, ρυθμιστική εννοιολογική πρόσληψη της «Ευρώπης» έχει ένα πολύ μικρό λαϊκό στήριγμα ή μια μικρή πολιτική απήχηση, ώστε να μπορεί να κινητοποιήσει τον κόσμο.
 
 
Πώς αξιολογείτε τον τρόπο αντιμετώπισης από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις των πολλαπλών κρίσεων (οικονομικών, ενεργειακών, οικολογικών κλπ);
 
Από τη μία πλευρά, ο βαθμός και η ποιότητα της προσοχής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στο σύμπλεγμα των αλληλένδετων κρίσεων που αναφέρατε, ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, κάτι που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένο, με τις πιο προοδευτικές βόρειες ευρωπαϊκές χώρες να αντιλαμβάνονται κάπως περισσότερο από τις υπόλοιπες την κοινωνική και πολιτική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. (Αυτή είναι μια γενίκευση που χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια και διαφοροποίηση από εκείνην που μου επιτρέπει ο χώρος που έχω στη διάθεσή μου). Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ καθ’ αυτή δεν φαίνεται ικανή να πρωτοστατήσει ή να δείξει αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Δεν φαίνεται ικανή ούτε να νομοθετεί από μόνη της, ούτε να απευθύνεται στους ευρωπαίους πολίτες, παρακάμπτοντας τις εθνικές κυβερνήσεις με τρόπο που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για πολιτική ή εξωκοινοβουλευτική δράση. Στις πρόσφατες διεθνείς συναντήσεις εμφανίζεται ο γνωστός πλέον συνδυασμός των επίσημων πρωτοβουλιών που παραπαίουν και των ΜΚΟ που τις επιπλήττουν. Όπως συμπεραίνει πλέον κάθε διεξοδική, τεκμηριωμένη και πολιτικά υπεύθυνη ανάλυση, έχουμε ήδη εισέλθει στην περίοδο της ακραίας έκτακτης ανάγκης της Ανθρωποκαίνου εποχής, που χαρακτηρίζεται από τη μείωση των φυσικών πόρων και την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, η οποιαδήποτε κεντρικά συντονισμένη χάραξη πολιτικής από την ΕΕ, καθώς και η εκτελεστική δράση της, προχωρά με υπερβολικά αργούς ρυθμούς. Οι συνέπειες του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας που σχετίζονται με την ενέργεια και το εμπόριο, πόσο μάλλον η καταστροφική στρέβλωση των προτεραιοτήτων των κυβερνητικών δαπανών, αποτελούν ένα πρόσθετο εμπόδιο για κάθε αποτελεσματική πολιτική αντίδραση.
 
 
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις νέες μορφές αντιδραστικής πολιτικής; Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της Αριστεράς στις νέες συνθήκες;
 
Η αντιμετώπιση των πολλαπλών κρίσεων που αναφέρατε στην προηγούμενη ερώτηση απαιτεί αποφασιστική και συνεχή πολιτική δράση που θα βασίζεται στα κινήματα, κάτι που δυστυχώς είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρξει σήμερα. Θα χρειαζόταν να ενωθούν, σε κάθε χώρα, οι προσπάθειες των υπαρχόντων αριστερών κομμάτων με τους ευρύτερους αγωνιστικούς αστερισμούς. Θα χρειαζόταν επίσης η άσκηση μιας έντονης, αλλά υπομονετικής παρασκηνιακής προσπάθειας για τη δημιουργία κάποιων συμμαχιών που σπάνια επιδιώκουν οι αδιόρθωτα κατακερματισμένοι προοδευτικοί πολιτικοί δρώντες των περισσότερων χωρών του ύστερου καπιταλισμού, καθώς και η άσκηση των ακόμα πιο δύσκολων καθηκόντων μιας συντονισμένης εκστρατείας που να διαπερνά τα επιμέρους εθνικά πλαίσια. Από την άλλη πλευρά, θα χρειαζόταν επίσης μια συνεχής πίεση των κινημάτων βάσης που να έχει μια σημαντική επίδραση στις εξελίξεις –όπως π.χ. οι διεθνικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στις αρχές του αιώνα, ή τα κινήματα Black Lives Matter πιο πρόσφατα– επειδή τα «κομματικά γραφεία» δεν θα αναλάβουν ποτέ την αναγκαία δράση χωρίς την ταυτόχρονη πίεση του «δρόμου». Δυστυχώς, φαίνεται ότι απέχουμε πολύ από τις πιθανότητες πραγματοποίησης μιας τέτοιας συντονισμένης κινητοποίησης.
 
Αν είναι σωστή η «πουλαντζιανή» μου ανάγνωση της πολιτικής δυναμικής της σύγχρονης κρίσης, τότε υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο πολιτικό μέτωπο υπεράσπισης της δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταβάλουμε μια μεγάλη προσπάθεια για τη δημιουργία του πλατύτερου δυνατού συνασπισμού τόσο στο εσωτερικό της περίπλοκης συστοιχίας των πολύμορφων προοδευτικών φορέων που δραστηριοποιούνται σήμερα πίσω από αριστερές ατζέντες του ενός ή του άλλου είδους, αλλά και πέραν αυτής –από τις προοδευτικές ομάδες μέσα στα ίδια τα αριστερά κόμματα, άλλα κόμματα που βρίσκονται στα αριστερά του κέντρου, κινήματα και εν γένει οργανώσεις, μέσω των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων, των διαδικτυακών πλατφορμών, των αριστερών περιοδικών και εφημερίδων, και από ομάδες πίεσης, μέχρι τις πολλαπλασιαζόμενες πρωτοβουλίες για το δικαίωμα ψήφου και την εμφανώς διαρκώς ευρυνόμενη πληθώρα μονοθεματικών κινηματικών ομάδων: φεμινιστικών, για το δικαίωμα στην αναπαραγωγή, ΛΟΑΤΚΙ, για την υπεράσπιση των μεταναστών, κατά της φτώχειας, για την προστασία του περιβάλλοντος, για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, για την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, για την καταπολέμηση του μίσους, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και των συνδικάτων και άλλων φορέων. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη όλες αυτές οι συνήθως διακριτές κινητοποιήσεις να αρχίσουν να συνομιλούν μεταξύ τους. Μόνο τότε θα πιέζονταν τα κομματικά κατεστημένα να κινηθούν πιο αποφασιστικά προς την αναγκαία κατεύθυνση. Φυσικά, πρόκειται για μια πολύ αμυντική και μετριοπαθή αριστερή πολιτική προοπτική, που περιλαμβάνει ένα είδος «λαϊκομετωπικού» αυτοπεριορισμού. Αλλά δεδομένων των ιστορικών ηττών της Αριστεράς τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, των συνεπειών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε στο εσωτερικό μεμονωμένων κοινωνιών), της διαβρωτικής εμβέλειας των νεοφιλελεύθερων αρχών και παραδοχών και της σημερινής κατανομής των δημοκρατικών ικανοτήτων στις περισσότερες όψιμες καπιταλιστικές χώρες, οποιαδήποτε αποτελεσματική αριστερή πολιτική πρέπει σήμερα να περάσει από το σκληρό σχολείο των μειωμένων προσδοκιών.
 
Θεωρείτε ότι η σημερινή δυστοπική κατάσταση επηρεάζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Βλέπετε να διαφαίνονται σημάδια μιας διπλής κρίσης (κρίση αντιπροσώπευσης και κρίση συναίνεσης) στην Ευρώπη;
 
Όπως υποστήριξα πρόσφατα (History Workshop Journal, 91/2021), η ύπαρξη αυτού του είδους της πουλαντζιανής διπλής κρίσης μπορεί να διαγνωστεί με ανησυχητική σιγουριά στις Ηνωμένες Πολιτείες –όπου, από τη μια πλευρά, υπάρχει ένα παραλυμένο και δυσλειτουργικό σύμπλεγμα κρατικών θεσμών (Κογκρέσο, Ανώτατο Δικαστήριο, Προεδρία), το οποίο αναπαράγεται μέσω των δυσλειτουργιών που υπάρχουν σε πολιτειακό επίπεδο, και στο ευρύτερο δικαστικό σύστημα), και από την άλλη, ένα αποξενωμένο, θυμωμένο και κυνικά δυσαρεστημένο σώμα πολιτών με δικαίωμα ψήφου. Αντίστοιχες κρίσεις υπάρχουν και σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία. Σε κάποιες άλλες χώρες, κυρίως στην ανατολική Ευρώπη με πρώτη την Ουγγαρία, αυτού του είδους οι κρίσεις έχουν προχωρήσει περισσότερο, με ανησυχητικά επιτυχημένες εκδοχές αυταρχικής επίλυσής τους. Ως θεσμικό σύμπλεγμα ημι-κρατικών θεσμών, η ΕΕ περιλαμβάνει ένα πολύ διαφορετικό πεδίο σχέσεων, που υπολείπεται κατά πολύ αυτού που θα μπορούσε να καταστήσει εφαρμόσιμη αυτή την ανάλυση. Ταυτόχρονα, μια αυξανόμενη σειρά εκλογικών επιτυχιών της Δεξιάς σε διάφορες χώρες θα μπορούσαν κάλλιστα να αθροιστούν, δημιουργώντας μια πανευρωπαϊκή αντιδημοκρατική πρόκληση που υπάρχει το ενδεχόμενο να αποσταθεροποιήσει σοβαρά την ΕΕ, είτε μέσω διακυβερνητικής συντονισμένης δράσης, είτε μέσω της εκλογικής αντιπολίτευσης που προκύπτει από τις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο. Αντιστρόφως, σε θεωρητικό επίπεδο, η Αριστερά θα μπορούσε και αυτή να συμβάλει στην ενίσχυση του δημοκρατικού περιεχομένου της ΕΕ μέσω μιας συντονισμένης δράσης των διασπασμένων σήμερα πολιτικών δυνάμεων. Δυστυχώς, το πρώτο ενδεχόμενο μοιάζει λιγότερο ευφάνταστο από το δεύτερο.
 
 
Ποια μπορεί να είναι σήμερα η βάση για την ανασυγκρότηση μιας νέας διεθνιστικής ουτοπίας;
 
Μια νέα και ειδικά διεθνιστική ουτοπία, σήμερα, πρέπει να έχει ως σημείο εκκίνησης την παγκόσμια κρίση της μετανάστευσης, την προσφυγιά και την αναζήτηση ασύλου, καθώς και τον εκτοπισμό, την εκδίωξη και την έλλειψη στέγης πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλα τα μέρη του κόσμου που υφίστανται εκμετάλλευση. Για μια ανθρώπινη δυστυχία αυτού του μεγέθους, η «καλοσύνη προς τους ξένους» είναι σίγουρα η πιο βασική και ανεπιφύλακτη από τις ανθρωπιστικά νοούμενες ηθικές επιταγές. Όμως, αυτό δεν μπορεί να αφήνεται να αιωρείται αόριστα στον αιθέρα της αφηρημένης ενσυναίσθησης και του προ-πολιτικού ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Η πραγμάτωσή του απαιτεί συγκεκριμένες νομοθετικές στρατηγικές, όχι μόνο για τη συνετή διαχείριση των ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά και για τη δίκαιη και με σεβασμό υποδοχή των φτωχών εισερχομένων που έχουν ανάγκη τη βοήθειά μας, σε συνδυασμό με την κατάλληλη και δίκαιη κατανομή των επακόλουθων βαρών και ευθυνών. Η διατύπωση των ηθικοπολιτικών βάσεων για την αντιμετώπιση αυτής της διαρκώς επιδεινούμενης κρίσης είναι εκ των ων ου άνευ. Όμως, μέσα στα συντρίμμια και την καταστροφή που έχει προκαλέσει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, κάθε αξιοποιήσιμος ουτοπισμός απαιτεί την ύπαρξη μιας γενικής κοινωνικής κριτικής, μιας κριτικής, οι όροι της οποίας (σύμφωνα με τα λόγια του Φρέντρικ Τζέιμσον) «δεν θα μπορούσαν να εκπληρωθούν ή να ικανοποιηθούν χωρίς έναν μετασχηματισμό του συστήματος, τέτοιον που μετά να μην μπορεί να το αναγνωρίσει κανείς, και η οποία θα δημιουργούσε αμέσως μια κοινωνία δομικά διαφορετική από την τωρινή σε όλα τα επίπεδα, από το ψυχολογικό ως το κοινωνιολογικό, από το πολιτισμικό ως το πολιτικό». Ένας από τους δρόμους που οδηγούν σε μια τέτοια κριτική, συνεχίζει ο Τζέιμσον, θα μπορούσε να είναι το βασικό υλιστικό αίτημα της «πλήρους απασχόλησης, της καθολικής πλήρους απασχόλησης σε όλο τον κόσμο». Μπορούμε εύκολα να προσθέσουμε και άλλα παρόμοια desiderata (ζητούμενα).
 
Όταν μιλάμε για την ουτοπία, σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να απαντήσουμε στη βασικότερη πολιτική πρόκληση: πώς, υπό αυτές τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες των αρχών του 21ου αιώνα, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια σχέση πολιτικής αισιοδοξίας για το μέλλον; Ο Τσάινα Μιεβίλ, στη νέα του Εισαγωγή στην Ουτοπία του Τόμας Μουρ (2016), επικαλείται τη χρήση από την Ούρσουλα Λε Γκουίν του αποφθέγματος για τον σκαντζόχοιρο που υπάρχει στις παραδόσεις του Πρώτου Έθνους των Σουάμπι Κρι1, Usà puyew usu wapiw! («Πάω προς τα πίσω, κοιτάζω προς τα εμπρός»). Ο μύθος αναφέρεται στον σκαντζόχοιρο που οπισθοχωρεί στη σχισμή ενός βράχου, για να προφυλαχθεί από τον κίνδυνο που υπάρχει μπροστά του. «Αν θέλουμε να μιλήσουμε με σιγουριά για ένα υποφερτό μέλλον», λέει η Λε Γκουίν, «ίσως θα ήταν καλό να βρούμε μια σχισμή βράχου και να πάμε προς τα πίσω». «Από αυτούς τους βράχους», προσθέτει ο Μελβίλ, «ο σκαντζόχοιρος μπορεί να σχεδιάσει τις δικές του ουτοπίες…» Πηγαίνοντας προς τα πίσω, και κοιτάζοντας μπροστά, έχει τη δυνατότητα να προσπαθήσει να ξεφύγει από τις βιαστικές ουτοπίες αυτών που έχουν την εξουσία. «Ο σκαντζόχοιρος πηγαίνει προς τα πίσω και κοιτάζει μπροστά, για να βλέπει τα μέλλοντα –ώστε να αποφύγει κάποια από αυτά, και να σχεδιάσει κάποια άλλα». Ή, όπως μας προτρέπει ο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία της νόησης, αισιοδοξία της βούλησης».
 
 Δημήτρης Γκιβίσης
 
Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
 
 
Σημείωση:
 
1. ΣτΜ: Οι Σουάμπι Κρι είναι ένα από τα Πρώτα Έθνη των Κρι, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Ο όρος «Πρώτο Έθνος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις εθνικές ομάδες που είναι παλιότεροι γνωστοί κάτοικοι μιας περιοχής.