Πρόσφατα, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, κυκλοφόρησε το εξαιρετικό βιβλίο τού Άλμπερτ Ο. Χίρσμαν Η αντιδραστική ρητορική. Αντίστροφο αποτέλεσµα, µαταιότητα, διακινδύνευση. Στο σημείωμα παρουσίασης του βιβλίου, οι εκδότες ισχυρίζονται ότι «αποτελεί έναν μοναδικό –και άκρως απολαυστικό– πιλότο στα θολά νερά του δημόσιου διαλόγου του καιρού μας». Ίσως ούτε κι οι ίδιοι όμως φαντάζονταν πόσο σύντομα, και πόσο πανηγυρικά, επρόκειτο να επιβεβαιωθεί αυτή η εκ πρώτης όψεως τετριμμένη επαινετική φράση.
Στο δημόσιο διάλογο αυτών των ημερών κυριαρχεί μια δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η εξής:
Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση. Όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα.
Η δήλωση αυτή αποτελεί την καλύτερη σύνοψη που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για το βιβλίο· αν την είχε υπόψη του ο Χίρσμαν, σίγουρα θα τη χρησιμοποιούσε ως αρχετυπικό παράδειγμα που συνδυάζει σε μια πρόταση και τις τρεις βασικές γραμμές αντιδραστικής επιχειρηματολογίας τις οποίες αναλύει στις διακόσιες σελίδες του πονήματός του.
Όπως συνοψίζονται στο οπισθόφυλλο, οι τρεις αυτές γραμμές είναι:
1) το επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος – κάθε απόπειρα βελτίωσης των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην πραγματικότητα προκαλεί το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα·
2) το επιχείρημα της ματαιότητας – καμιά προσπάθεια αλλαγής της κοινωνίας δεν επηρεάζει έστω και ελάχιστα το status quo·
3) το επιχείρημα της διακινδύνευσης – οι νέες μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποτρέπονται, γιατί θέτουν σε κίνδυνο σημαντικά επιτεύγματα του παρελθόντος.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η δήλωση Μητσοτάκη λέει ακριβώς αυτά, και τίποτε άλλο από αυτά. Το μόνο στοιχείο που κάπως ξεφεύγει είναι η αναχρονιστική ανάσυρση της ανθρώπινης φύσης, μιας έννοιας που γνώρισε δόξες την εποχή των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου, δηλαδή το 17ο αιώνα, αλλά έχει εγκαταλειφθεί πλέον εδώ και καιρό στη δυτική –και στην παγκόσμια- σκέψη. Ο Χίρσμαν δεν μιλάει πολύ γι’ αυτή, αλλά μιλάει για άλλες αυθαίρετες υποθέσεις τις οποίες χρησιμοποιούν οι αντιδραστικοί στοχαστές ως συνώνυμο ενός αδήριτου νόμου ή μιας ασυμπίεστης νομοτέλειας η οποία καταδικάζει σε αποτυχία και σε αναποτελεσματικότητα όποιον την αγνοήσει και επιχειρήσει να δράσει ερήμην της –όπως την «θεία πρόνοια» (ντε Μαιστρ) ή διάφορους «νόμους της κοινωνίας» που θεωρούσαν ότι είχαν ανακαλύψει διάφοροι αυτόκλητοι κοινωνικοί επιστήμονες (Παρέτο, Μίχελς, Στίγκλερ κ.λπ.). Ο Μητσοτάκης δεν επικαλείται τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά μας διαβεβαιώνει ότι με κάποια επιφοίτηση έλαβε γνώση της «ανθρώπινης φύσης» και διαπίστωσε ότι αυτή είναι αντίθετη προς την ισότητα, άρα δε γίνεται τίποτε.
Το να εντάξουμε τον Μητσοτάκη σε ένα κουτάκι αυτής της γενεαλογίας, είναι κάτι χρήσιμο και διασκεδαστικό ίσως, αλλά είναι αλήθεια ότι δεν μας μαθαίνει κάτι που δεν ξέραμε.
Μια πιο ουσιαστική βοήθεια που θα μπορούσε να μας δώσει το βιβλίο του Χίρσμαν είναι η εξής: ότι μας δείχνει έναν τρόπο να χρησιμοποιήσουμε εμείς τη δύναμη της αντιδραστικής ρητορείας, τον καταιγισμό των λόγων της, εναντίον των σκοπών της και υπέρ των δικών μας.
Σε μία πολύ σημαντική ενότητα ακριβώς στο κέντρο του βιβλίου του, ο Χίρσμαν αναδεικνύει πόσο η εμμονική επανάληψη αυτών των μονολεκτικών αποφάνσεων –«οι εξισωτικές προσπάθειες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, ή έχουν αρνητικά αποτελέσματα, καταστρέφουν προηγούμενες κατακτήσεις»- υποτιμά η ίδια τον εαυτό της και τη δραστικότητα που έχει η κριτική της σε υπαρκτές και εν εξελίξει τέτοιες προσπάθειες.
Γιατί η περιγραφή αυτού του ολοένα διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στους διακηρυγμένους στόχους και στα πραγματικά κοινωνικά αποτελέσματα δεν είναι χωρίς συνέπειες. Καθώς οι ακροατές υιοθετούν αυτή την περιγραφή, γεννιέται μέσα τους ένταση που ενεργοποιεί μια δυναμική η οποία οδηγεί είτε στην αυτοεκπλήρωση είτε στην αυτοακύρωση. Η δυναμική οδηγεί στην αυτοεκπλήρωση όταν ο ισχυρισμός πως οι προτεινόμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις είναι μάταιες εξασθενίζει κάθε αντίσταση στην περαιτέρω περιστολή τους ή και στην εγκατάλειψή τους –υπό την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Μόσκα και Παρέτο συνέβαλαν στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία χλευάζοντας και απαξιώνοντας τους νεοσύστατους δημοκρατικούς θεσμούς της. Και, αντίστροφα, η δυναμική αυτή μπορεί να οδηγεί στην αυτοακύρωση, καθώς η ίδια η ένταση που γεννά το επιχείρημα της ματαιότητας ωθεί τους ανθρώπους σε καινούριες, πιο αποφασιστικές και πιο συγκροτημένες προσπάθειες να επιτύχουν την πραγματική αλλαγή (σ. 102-3· η πρώτη υπογράμμιση του συγγραφέα, η δεύτερη δική μου).
Θα είχε τη χρησιμότητά του να αναρωτηθούμε μήπως ο χλευασμός και η απαξίωση του Μητσοτάκη προς τις εξισωτικές προσπάθειες συμβάλλει στην άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα εξίσου όσο και η αντίστοιχη προπολεμική στάση των Μόσκα και Παρέτο. Πιο επείγον, όμως, θα ήταν να σκεφτούμε πώς μπορούμε να δουλέψουμε για αυτή την αυτοακύρωση της αντιδραστικής του ρητορείας, να την μπλοκάρουμε και μάλιστα να την αξιοποιήσουμε σε μια μετασχηματιστική-χειραφετητική κατεύθυνση.
Άκης Γαβριηλίδης
Στο συγκεκριμένο σημείο της δήλωσης του Μητσοτάκη, θέμα είναι τα κοινωνικά επιδόματα και η απαίτηση να δοθούν «σε όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη» («το μέρισμα ευημερίας πρέπει να μοιραστεί με όσο το δυνατόν πιο δίκαιο τρόπο … θέλουμε να περάσουμε από μια Ελλάδα των επιδομάτων σε μια Ελλάδα των ευκαιριών. Χρειαζόμαστε μια δίκαιη και αποτελεσματική επιδοματική πολιτική» … κ.ο.κ.).
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του, αναφερόμενος στις κριτικές των αντιδραστικών της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής κατά, ακριβώς, των κοινωνικών επιδομάτων, κατά τις οποίες τα επιδόματα αυτά δόθηκαν «άδικα» και κατέληξαν στις τσέπες ανθρώπων που δεν τα δικαιούνταν, (κριτικές που θυμίζουν εντυπωσιακά λόγους περί των «τυφλών της Ζακύνθου» και άλλων ακαμάτηδων και προσοδοθήρων που «απομυζούν τον κοινωνικό πλούτο»), ο Χίρσμαν γράφει τα εξής:
Στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας, το γεγονός ότι επωφελήθηκαν και όσοι δεν ήταν φτωχοί οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε έναν παράπλευρο παράγοντα, την εξαίρεση των επιδομάτων από τον προοδευτικό φόρο εισοδήματος, ο οποίος ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα εξελίξεων που επήλθαν μετά τη θέσπιση του επιδόματος. Στην περίπτωση των προγραμμάτων κατοικίας χαμηλού κόστους, πρέπει πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι ακόμα και οι κατοικίες που δεν απευθύνονταν εντέλει στους φτωχούς εκπλήρωσαν έναν υπαρκτό κοινωνικό σκοπό, αφού ανακούφισαν τα πολύ πιεσμένα κατώτερα μεσαία στρώματα των λατινοαμερικανικών πόλεων. Δεύτερον, τα προγράμματα κατασκευής κατοικιών χαμηλού κόστους και η κριτική που ασκήθηκε στα προβληματικά τους σημεία αποτέλεσαν πολύτιμη και διδακτική εμπειρία για τους δημόσιους λειτουργούς και τις υπηρεσίες στέγασης. Τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν τις πραγματικές διαστάσεις της φτώχειας στον αστικό χώρο. (…) επινοήθηκαν άλλοι τρόποι δημόσιας παρέμβασης που είχαν αυξημένες πιθανότητες να φτάσουν στους «φτωχότερους από τους φτωχούς», τους οποίους παρέβλεπαν τα προηγούμενα σχήματα.
Σε μας λοιπόν εναπόκειται να επινοήσουμε άλλους τρόπους δημόσιας παρέμβασης και να κάνουμε την αντιδραστική κριτική του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην έχει αυτή κανένα αποτέλεσμα, ή –ακόμα καλύτερα- να έχει το αντίστροφο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει.
Τόσο του Μητσοτάκη όσο και άλλων, σε μερικούς από τους οποίους ίσως αναφερθώ σε μελλοντικό σημείωμα.
Πηγή: Nomadic Universality