Τον λένε Μπεχρούζ Μποoχανί, και μπήκε καρφί στο μάτι της κυβέρνησης του Ιράν όταν υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία των Κούρδων. Κατατρεγμένος, κατάφερε το 2013 να πετάξει ώς την Ινδονησία με μερικές αλλαξιές ρούχα και ένα βιβλίο ποίησης στην τσέπη. Από εκεί ξεκίνησε το δεύτερο μαρτύριό του στα πλεούμενα-καρυδότσουφλα, μέχρι που διασώθηκε από βέβαιο πνιγμό στα ανοιχτά της Αυστραλίας.
Ομως αντί να βρει εκεί το άσυλο που προσδοκούσε, οδηγήθηκε κατευθείαν σε μία από τις φυλακές που διαχειρίζεται η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας σε απομακρυσμένα νησιά του Ειρηνικού. «Αυτήν την πρακτική της Αυστραλίας που φυλακίζει τους πρόσφυγες και διώχνει πίσω τις βάρκες που τους μεταφέρουν την έχει επικροτήσει η ευρωπαϊκή Δεξιά και σε ορισμένες περιοχές έχει βρει μιμητές», επισημαίνει ο νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί.
Ο Μποoχανί βρίσκεται σήμερα στη Νέα Ζηλανδία με βίζα ληγμένη από τον περασμένο Δεκέμβριο. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2019 όμως ήταν φυλακισμένος στο νησί Μανούς της Παπούα Νέας Γουινέας (PNG).
Στο μεταξύ όμως κατάφερε κάτω από ανατριχιαστικές συνθήκες να γράψει τις εμπειρίες του στα φαρσί, οθόνη-την-οθόνη στο κινητό που έκρυβε στο στρώμα του, και τις διοχέτευσε σε φίλους του που βρήκαν τον δρόμο για τη μετάφραση και την έκδοσή τους. Κάτι που φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση τη σημερινή κυβέρνηση της Αυστραλίας, η οποία συστηματικά επιβάλλει σιωπή και συσκοτίζει όλα τα δεδομένα σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη, και συμβαίνει, στα νησιά Μανούς και Ναουρού.
Πράγματι, το βιβλίο του Μπεχρούζ Μποoχανί, ο οποίος συνδυάζει στη γραφή του την αναλυτική πρόζα με την παραδοσιακή κουρδική μπαλάντα, κυκλοφόρησε το 2018 στην Αυστραλία από τις εκδόσεις Picador Australia και το 2019 στις ΗΠΑ από τις εκδόσεις Anansi, μεταφρασμένο από τον Ομίντ Τοφιγκιάν, με τίτλο No Friend But the Mountains: Writing from Manus Prison (σε κατά λέξη μετάφραση «Φίλος κανένας, μόνο τα βουνά. Γράφοντας από τη φυλακή του Μανούς»), και βρήκε κορυφαίους και πολύ μαχητικούς υποστηρικτές.
Είναι ο σπουδαίος Αυστραλός Ρίτσαρντ Φλάναγκαν ο οποίος υπογράφει τον πρόλογο, ένας συγγραφέας που έχει εξερευνήσει το μεταναστευτικό παρελθόν της Αυστραλίας από τότε (1788-1868) που ως αποικία υποδέχθηκε καταδίκους από τη Βρετανία και την Ιρλανδία. Αλλά είναι και ο Νοτιοαφρικανός νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί, εγκατεστημένος στην Αυστραλία από το 2002, που καθόλου δεν χαρίζεται στους Αυστραλούς τους οποίους χαρακτηρίζει «παραδειγματικά απάνθρωπους». Η εκτενής ανάλυσή του με τίτλο «Η ντροπή της Αυστραλίας» (βλ. το δεκαπενθήμερο «New York Review of Books») είναι καταιγιστική.
Ο Κουτσί φέρνει στο φως την υποκρισία και τη διγλωσσία του νομικού καθεστώτος που στηρίζει τη συγκεκριμένη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος στον 21ο αιώνα. Ρίχνει ευθύνες στα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα εξουσίας της Αυστραλίας και στην κοινή τους πολιτική να τιμωρούν όσους ζητούν άσυλο με ιδιαίτερη σκληρότητα, προκειμένου να καταστήσουν ξεκάθαρο στους «δίχως νόμιμα έγγραφα» (without the requisite papers) και σε ολόκληρο τον κόσμο το μήνυμα των κλειστών συνόρων. Καταρρίπτει τα οικονομικά επιχειρήματα που προβάλλονται γι’ αυτές τις πολιτικές κράτησης˙ παρουσιάζει τις ολέθριες συνέπειές τους για τους πρόσφυγες όλων των ηλικιών˙ και φωτίζει την εργαλειοποίηση των αιτούντων άσυλο στο όνομα των «προνομίων του Πρώτου Κόσμου».
Στα χέρια του Κουτσί, το βιβλίο του Ιρανού κρατούμενου γίνεται εντέλει η αφορμή για ένα γενικότερο δριμύ «Κατηγορώ» ενάντια στα «Κέντρα Υποδοχής-σε-ακατοίκητα-νησιά», μια πρακτική την οποία σήμερα επεξεργάζονται και κάποιες άλλες κυβερνήσεις (όπως η ελληνική κυβέρνηση Μητσοτάκη) ή και την υιοθετούν προκειμένου να αναχαιτίσουν τις προσφυγικές ροές.
«Η πέραν των συνόρων μετανάστευση», σχολιάζει στο NYRB ο Τζ. Μ. Κουτσί, «είναι μια πραγματικότητα στον σημερινό κόσμο και οι ροές θα αυξάνονται όσο η Γη θα υπερθερμαίνεται, όσο τα παλιά βοσκοτόπια θα μεταμορφώνονται σε ερήμους και η θάλασσα θα καταπίνει ολόκληρα νησιά. Απέναντι σ’ αυτό το παγκόσμιο ιστορικό φαινόμενο υπάρχουν τρόποι αντίδρασης μπερδεμένοι, μπελαλίδικοι, αλλά ανθρωπιστικοί – ή τουλάχιστον ανθρώπινοι – ακριβώς όπως υπάρχουν και τρόποι αντιμετώπισης νοικοκυρεμένοι, καθαροί, αλλά απάνθρωποι».
Ο Μποοχανί το καταλαβαίνει και το καταγράφει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι «δίχως χαρτιά» («sans papiers») σύντροφοί του στο Μανούς, από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Κουρδιστάν, το Ιράκ, τη Σομαλία, τον Λίβανο, το Μιανμάρ κ.α., είναι όμηροι που χρησιμοποιούνται «για να ξυπνούν τον φόβο, για να τρομάζουν τους συμπατριώτες τους και να τους αποτρέπουν από το να κατευθύνονται στην Αυστραλία». Στο Φίλος κανένας, μόνο τα βουνά… περιγράφει τα τέσσερα πρώτα χρόνια της κράτησής του στο νησί Μανούς, ώσπου το στρατόπεδο-φυλακή έκλεισε στα τέλη του 2017 και οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλα καταλύματα στην ενδοχώρα.
Παράλληλα, αναλύει το σύστημα της ιδιότυπης αυτονομίας των στρατοπέδων που έχει επιβληθεί από τις αρχές της Αυστραλίας, ένα σύστημα δεσμευτικό για τους δεσμοφύλακες όσο και για τους δεσμώτες, που έχει στόχο να σπάσει το ηθικό των προσφύγων, να διαλύσει την αλληλεγγύη μεταξύ τους, να τσακίσει τις αντοχές τους με καψόνια, περιορισμούς κ.ο.κ., μέχρι να δεχτούν την επαναπροώθηση στις χώρες τους.
«Σκληρή δεξιά πολιτική»
Ο Κουτσί στέκεται ιδιαίτερα στην πολιτική διάσταση αυτής της «λύσης». Kαι επισημαίνει ότι η μεταφορά των προσφυγικών πληθυσμών σε εξωχώρια εδάφη ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2013 (policy of interning them offshore), με τον εγκλεισμό τους «όχι σε κέντρα πρόσκαιρης φιλοξενίας αλλά σε στρατόπεδα τιμωρίας (punishment camps) για το θράσος τους να προσπαθούν να μπουν στην Αυστραλία δίχως χαρτιά».
Είχε προηγηθεί η έξαρση της λαθραίας διακίνησης προσφύγων με βάρκες-σκυλοπνίχτες, που κορυφώθηκε προς την Αυστραλία το 2009-2011. Από το 2000 πνίγηκαν συνολικά στα χωρικά της ύδατα δύο χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε πλεούμενα («boat people»), και ειδικά το 2012 ο αριθμός τους έφτασε τους 400.
Η νέα «σκληρή δεξιά πολιτική» της Αυστραλίας άντλησε επιχειρήματα από αυτά τα γεγονότα και μετά την 11/9 καλλιέργησε τις υποψίες ότι κάτω από το προφίλ των αιτούντων άσυλο κρύβονταν ισλαμιστές τρομοκράτες. Ετσι, το νησί Μανούς έφτασε να «φιλοξενεί» έως 1.353 φυλακισμένους πρόσφυγες και το κρατίδιο Ναουρού (με επιφάνεια μόλις οκτώ τετραγωνικά μίλια) άλλους 1.233: μια κερδοφόρα επιχείρηση, αφού με τις βίζες το κάθε «κεφάλι» αποφέρει 1.400 δολάρια τον χρόνο.
Αλλά, προσοχή, γράφει ο Κουτσί: Κάθε κρατούμενος στα εξωχώρια εδάφη κοστίζει στην Αυστραλία 38.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ εάν ο ίδιος κρατούμενος παρέμενε στο έδαφος της Αυστραλίας μέχρι να εξεταστεί το αίτημά του/της για παροχή ασύλου, θα κόστιζε 7.000 δολάρια τον χρόνο.
Είναι σαφές, λέει, ότι η επιμονή στη δεξιά πολιτική της κράτησής τους σε απομακρυσμένα στρατόπεδα μέσα στο πέλαγος, «ανθυγιεινά, επικίνδυνα και καταστροφικά», είναι ένα κλείσιμο ματιού προς την ιδέα της «Αυστραλίας των Λευκών», «ένα συμβόλαιο τιμής ανεξάρτητο από οποιοδήποτε κόστος». Η κυβέρνηση, γράφει, «προσφέρει τους “δίχως χαρτιά” σαν λεία στους ξενόφοβους και στους νατιβιστές (σ.σ. εμείς θα λέγαμε “εθνικιστές”) για να εξαντλήσουν επάνω τους τη λύσσα τους.
Κι έτσι εκείνη, σε συνεργασία με τους επιχειρηματικούς κύκλους, να μπορέσει ανενόχλητη να δρομολογήσει την προσέλκυση μεταναστών με υψηλά προσόντα». Δεν είναι τυχαίο, σημειώνει, ότι στις πρόσφατες εκλογές η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος δεν μέτρησε και οι Αυστραλοί/ές ψήφισαν με κριτήριο τη φορολογική πολιτική των κομμάτων…
Η αποφόρτιση της κατάστασης -που ακόμα δεν έχει θεραπευτεί- οφείλεται κατά πολύ στον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος το 2017, λίγο πριν λήξει η προεδρική θητεία του, ανήγγειλε ότι οι ΗΠΑ θα δέχονταν 1.233 πρόσφυγες από τα δύο νησιά, και άλλους 500 δέχθηκε το 2019 ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ετσι, στα τέλη του 2019 είχαν απομείνει 370 αιτούντες άσυλο στο νησί Μανούς και άλλοι 200 στο Ναουρού. Οι περισσότεροι, γράφει ο Μποοχανί στο βιβλίο του, είναι βυθισμένοι στην απελπισία και δεν βγαίνουν καν από τα δωμάτιά τους, ενώ ήδη έχουν σημειωθεί 14 θάνατοι νεαρών κρατουμένων, από τους οποίους οι περισσότεροι αυτοκτόνησαν.
«Οι φυλακισμένοι πρόσφυγες γνωρίζουν περισσότερα από τους δεσμοφύλακές τους»
Το βιβλίο Φίλος κανένας, μόνο τα βουνά του Μπεχρούζ Μποοχανί δεν είναι μια συμβατική αυτοβιογραφία ενός πρόσφυγα, ούτε μια απλή μαρτυρία, ούτε λειτουργεί σαν απομνημόνευμα. Δεν υπακούει στους κανόνες της «βιομηχανίας των προσφυγικών εμπειριών», που προβάλλει ιστορίες οι οποίες στοχεύουν στο να προκαλέσουν την ευαισθητοποίηση και την ενσυναίσθηση ενός ευρύτερου κοινού.
Οπως σημειώνει ο μεταφραστής του, ο Μπεχρούζ γράφει ιστορίες που παράγουν γνώση, γράφει για να οικοδομήσει μια κριτική προσέγγιση των αναγνωστών, «μια συγκεκριμένη φιλοσοφία που ξεμπροστιάζει τα συστηματικά βασανιστήρια και τη διαπλοκή της πολιτικής των συνόρων με την επιχειρηματική πολιτική».
Και ο Κουτσί προσθέτει ότι η πρόθεση του Ιρανού είναι πειστική και σαφής. Μας πείθει ότι όσο κι αν οι δεσμοφύλακές τους βολεύονταν στην αποποίηση των ευθυνών τους -«λυπάμαι, εκτελώ εντολές»-, οι ίδιοι οι φυλακισμένοι «κατάφερναν μέσα από τις εμπειρίες τους στο νησί Μανούς να αφομοιώσουν τη γνώση τού πώς λειτουργεί ευρύτερα στον κόσμο η εξουσία».
Αλλωστε «αυτή η γνώση εγγράφεται κατευθείαν στο πάσχον σώμα και έτσι μετασχηματίζει τον εαυτό. Οι φυλακισμένοι γνωρίζουν περισσότερα από τους δεσμοφύλακες, ακόμη κι αν δεν διαθέτουν τα εκφραστικά μέσα να τα διατυπώσουν».
«Εγιναν άνθρωποι δημιουργικοί» σημειώνει ο Μποοχανί. «Αυτό συνέβη σε όλους τους φυλακισμένους πρόσφυγες, μεταβλήθηκε μέσα τους η ερμηνεία της ύπαρξης, είμαι μάρτυρας αυτής της διαδικασίας». Αλλά και ο ίδιος, προκειμένου να μιλήσει για όλα αυτά, συνδύασε το δικό του αφηγηματικό χάρισμα με τη δημιουργική κατάδυσή του στον Κάφκα και στον Μπέκετ, αλλά και στις αναμνήσεις του από τα παγωμένα βουνά του Κουρδιστάν και τα αντιστασιακά τραγούδια που τραγουδούσαν εκεί.
Από εκεί και πέρα, ο Κουτσί παίρνει κάποιες αποστάσεις από την αφήγηση του Ιρανού. Ο Μποοχανί, λέει, κινείται μοναχικά. Δεν μας αποκαλύπτει τι ακριβώς έκανε στο Ιράν, για ποιον λόγο ζήτησε άσυλο στην Αυστραλία, ποιο ήταν το κοινωνικο-πολιτισμικό προφίλ των συγκρατουμένων του (που ορθά αποκρύπτει την ταυτότητά τους), γιατί μπήκαν στην επικίνδυνη περιπέτεια να πλεύσουν προς την Αυστραλία.
Κυρίως, ο Κουτσί αμφισβητεί την ανάλυση του Μποοχανί για τη σχέση της αποικιακής ιστορίας της Αυστραλίας με τη σημερινή κοινωνία της και την κουλτούρα της. Στο κάτω κάτω, με το πολύπλοκο σύστημα ποσοστώσεων που έχει υιοθετήσει, δεν υποδέχεται για ανθρωπιστικούς λόγους περισσότερες από 12.500 ψυχές τον χρόνο. «Για να καταλάβουμε γιατί τόσοι Αυστραλοί στέκονται εχθρικά απέναντι στους πρόσφυγες, χρειαζόμαστε πολύ βαθύτερη γνώση της ιστορίας της Αυστραλίας -που έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1901- όσο και των παιχνιδιών και των εντάσεων μεταξύ των πολιτικών της κομμάτων, μια γνώση στην οποία δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση ο αποκλεισμένος στο νησί Μποοχανί».
Αντιδράσεις στα νησιά-κρατητήρια φυσικά υπήρξαν, αλλά μέτρησαν ελάχιστα. Η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες υπήρξε πολύ κριτική απέναντι στις εξωχώριες επιλογές της Αυστραλίας, ο Αρειος Πάγος της Παπούα Νέας Γουινέας έκρινε παράνομη τη φυλακή στο Μανούς, η Νέα Ζηλανδία πρότεινε να παραλάβει εκείνη αιτούντες άσυλο, αλλά η Αυστραλία το αρνήθηκε θεωρώντας πως θα μπουν στο έδαφός της «από την πίσω πόρτα»…
Και η αντιπολίτευση αγωνιζόταν για χρόνια ενάντια στη δαιμονοποίησή τους. Ο πολυδιαβασμένος Αυστραλός συγγραφέας Τιμ Ουίντον έφτασε να κάνει προσωπική έκκληση στον πρωθυπουργό, αλλά η απάντηση της πλειοψηφίας ήταν πάντα το: «Οχι. Η Αυστραλία δεν θα γίνει το σπίτι σας».
Πώς να μη σκεφτούμε με όλα αυτά τη Μόρια, τις άλλες δομές στο Ανατολικό Αιγαίο και τα σχέδια που επεξεργάζεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Κι όμως η φωνή του Ουίντον βοούσε:
«Πρωθυπουργέ, γύρνα μας μακριά από αυτό το μονοπάτι της βαρβαρότητας. Μη σωρεύεις τραύματα πάνω στους τραυματισμένους. Οδηγούν αθώους στην απελπισία, στην αυτοκτονία. Καταστρέφουν τις ζωές των παιδιών. Μας ντροπιάζουν. Και δηλητηριάζουν το μέλλον. Δώσε πίσω σ’ αυτόν τον κόσμο τα πρόσωπά τους, την ανθρωπιά τους. Και μην αποστρέφεις το βλέμμα σου. Μην τους κρύβεις από εμάς».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών