Πριν από δέκα χρόνια, η Ουάσιγκτον χαιρέτιζε την Τουρκία του Ερντογάν ως παράδειγμα για τον μουσουλμανικό κόσμο –μια ισλαμική δημοκρατία ελεύθερης αγοράς, φιλοαμερικανική, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διάσημα πολιτιστικά μνημεία και όμορφες παραλίες. Συγχαίροντας, κατά την συνάντησή τους το 2009, τον ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), ο Ομπάμα τον διαβεβαίωνε ότι τον θεωρούσε «πρότυπο εταίρου». Σήμερα, με ίσως 50.000 αντιπολιτευόμενους στη φυλακή, μεταξύ των οποίων δεκάδες δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι, η Τουρκία εξάγει στη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν ριζοσπάστες ισλαμιστές μισθοφόρους από τους θύλακές της στη Συρία, συγκρούεται με τη Γαλλία, την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Κύπρο για τα δικαιώματα άντλησης φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, και επιβάλλει ένα βάναυσο καθεστώς κατοχής σε εκτάσεις της άλλοτε αυτόνομης κουρδικής ζώνης της Ροζάβα. Μετά από όλα αυτά, δεν προκαλεί έκπληξη η κραυγή «Ποιος ευθύνεται που χάσαμε την Τουρκία», που ακούγεται από το εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής, η βασική ανησυχία του οποίου είναι η αγορά από την Άγκυρα ρωσικών πυραύλων.
Λίγοι θα αμφισβητούσαν τη σημασία, στην τρέχουσα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων, της Τουρκίας, μιας χώρας που βρίσκεται στο κρίσιμο από στρατηγική άποψη μεταίχμιο της Ευρώπης, των πρώην σοβιετικών συνόρων, του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας, μιας δύναμης του ΝΑΤΟ με αεροπορία εξοπλισμένη από τις ΗΠΑ, στρατό ξηράς 350.000 ανδρών και μια μεγάλη, αν και φτωχή σε πόρους, οικονομία. Όμως, δεν θα κερδίσουμε κάτι αν αντικαταστήσουμε τις παλιές αριστερές-φιλελεύθερες αυταπάτες για έναν δημοκρατικό ερντογανισμό με ηθικιστικές καταγγελίες για ισλαμοφασισμό ή με αυτοκρατορικές απειλές ότι η Τουρκία πρέπει να πάρει ένα μάθημα -ή, όπως το έθεσε ο Μπάιντεν, «να πληρώσει ένα τίμημα». Για να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έχει υποστεί το καθεστώς πρέπει να κατανοήσουμε τα όρια του «τουρκικού μοντέλου». Αυτά με τη σειρά τους πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης και μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που έχει κατακερματιστεί από τις ίδιες τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Ο ιδιαίτερος ρόλος του στρατού
Εδώ χρειάζεται προσοχή. Ο ρόλος των δυνάμεων ασφαλείας, σε συνδυασμό με μια εκσυγχρονιστική πολιτική ηγεσία, ήταν βασικό θεμέλιο του νέου τουρκικού κράτους που αναδύθηκε από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη δεκαετία του 1920∙ ένα κράτος που συγκροτήθηκε -μετά την εξόντωση των Αρμενίων, την εκδίωξη των Ελλήνων και τη γλωσσική αφομοίωση των Κούρδων- στη βάση μίας θρησκείας, μίας γλώσσας, μίας σημαίας. Όμως η σημασία του στρατού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας, ενισχύθηκε υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Ουάσιγκτον μετέτρεψε την Τουρκία σε ένα προπύργιο του ΝΑΤΟ στα νοτιοδυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ. Για έναν τόσο ζωτικό σύμμαχο, με τόσο άψογα «κοσμικές» στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ, οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να κλείνουν τα μάτια σε εγχειρήματα που καταπατούσαν κάθε δημοκρατικό κανόνα: στην προσάρτηση από την Άγκυρα της Βόρειας Κύπρου και την απέλαση από εκεί των ελληνοκύπριων κατοίκων∙ στη στρατιωτική χούντα του 1980-83, που διέλυσε το μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα και την ισχυρή, αν και κατακερματισμένη, άκρα Αριστερά μέσω μιας πολιτικής η οποία στηριζόταν σε μαζικές φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις, που άνοιξε το δρόμο στην εμπνεόμενη από το παράδειγμα του καθεστώτος Πινοσέτ στη Χιλή νεοφιλελευθεροποίηση που επέβαλε η κυβέρνηση Οζάλ∙ στoν τρόπο αντιμετώπισης της ανταρσίας των Κούρδων τη δεκαετία του 1990, όταν χρησιμοποιήθηκαν αμερικανικά όπλα για να βομβαρδιστούν και να εξοντωθούν οι πεινασμένοι χωρικοί των νοτιοανατολικών περιοχών της χώρας, με αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 30.000 ανθρώπων. Μόνο για το πρώτο από αυτά τα εγχειρήματα επιβλήθηκαν (βραχύβιες) κυρώσεις από τις ΗΠΑ, ενώ στη διάρκεια όλης της δεκαετίας του 1990 η ταλαιπωρημένη από την κρίση οικονομία της Τουρκίας έτυχε προνομιακής μεταχείρισης από το ΔΝΤ.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτή η ιστορία επηρεάζει τη συνεχιζόμενη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ να θέτουν το τουρκικό κράτος στην υπηρεσία της Δύσης, είτε ως επιτηρητή των προσφύγων, είτε ως οιονεί αστυνόμο για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών, είτε ως βάση των ΗΠΑ για διάφορους πολέμους. Ταυτόχρονα, η άποψη του AKP ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που πάντα την κακομεταχειρίζονται οι αλαζονικές δυτικές δυνάμεις είναι κατάφωρα ιδιοτελής, δεδομένου του δικού της δολοφονικού ιστορικού και της νεοϊμπεριαλιστικής έπαρσής της. Σε αντίθεση με τις δύο προαναφερθείσες απόψεις, το παρόν κείμενο υποστηρίζει ότι οι ελιγμοί της Άγκυρας από το 2012 και μετά, ακόμη και αν αυτές δεν έχουν -δεν μπορούν να έχουν- ως αποτέλεσμα μια συνεκτική νέα πορεία, στηρίζονται σε μια σύνθετη αλλά εύκολα αναγνωρίσιμη λογική του τουρκικού κράτους. Οι τελευταίες περιπέτειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η ενεργός παρέμβασή της στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη Λιβύη και η εμπλοκή στη συριακή επαρχία Ιντλίμπ είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών αδιεξόδων -οικονομικών, εθνικών, γεωπολιτικών- που αντιμετωπίζει το φιλελεύθερο-ισλαμικό «τουρκικό μοντέλο» από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Δείχνουν, επίσης, τα όρια της προσπάθειας του ερντογανισμού να δημιουργήσει μια νέα «εθνική» πορεία που να τα υπερβαίνει, δεδομένων των περιορισμών της εσωτερικής κατάστασης και του συνωστισμού που υπάρχει στο περιφερειακό τοπίο στο οποίο δραστηριοποιείται.
Η κατάκτηση της ηγεμονίας από το καθεστώς Ερντογάν
Σε παλιότερα κείμενά μου είχα υποστηρίξει ότι το αντικειμενικό αποτέλεσμα της ηγεμονίας του καθεστώτος Ερντογάν ήταν μια διπλή απορρόφηση -σύμφωνα με τη θεωρία του Γκράμσι περί παθητικής επανάστασης- των ριζοσπαστικών ενεργειών της ισλαμικής εξέγερσης κατά της παλιάς άρχουσας τάξης. Με τη διαμεσολάβηση του AKP, οι ενέργειες αυτές θα απορροφηθούν, πρώτον, από τον εγχώριο καταναλωτισμό, ο οποίος θα ωραιοποιηθεί από την πατριαρχική ευσέβεια∙ και δεύτερον, από τις πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές δομές της Δύσης, που θα νομιμοποιηθούν αφενός από την ισλαμική αλληλεγγύη -οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής προστατεύουν τους Αφγανούς από τις λεηλασίες των μη μουσουλμανικών στρατευμάτων του ΝΑΤΟ- και, αφετέρου, από τον παλιομοδίτικο εθνικισμό: η υποστήριξη από τον Ερντογάν της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ συζητήθηκε στα καφενεία ως ένα έξυπνο κόλπο για την ενίσχυση της «δικής μας» θέσης. Αυτή ήταν η συνταγή του «τουρκικού μοντέλου» που η κυβέρνηση Ομπάμα ήθελε να επεκταθεί σε όλη τη Μέση Ανατολή, κατά τις πρώτες μέρες της Αραβικής Άνοιξης.
Η αρχική απήχηση του AKP -ως η φωνή των απλών πατριωτών μουσουλμάνων, που για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν την λάμβαναν υπόψη οι «κοσμικές ελίτ» της Τουρκίας- αφορούσε κυρίως τους ιδιοκτήτες επαρχιακών επιχειρήσεων στην ενδοχώρα της Ανατολίας και τη συντηρητική μικροαστική τάξη. Αλλά γύρω από αυτόν τον κοινωνικό πυρήνα, οι ερντογανιστές δημιούργησαν ένα πολύ ευρύτερο ηγεμονικό μπλοκ. Το στελεχιακό δυναμικό του περιλάμβανε το σκοτεινό δίκτυο πιστών του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, που είχε μεγάλη επιρροή στην αστυνομία. Είχε επίσης απήχηση στα εκατομμύρια των ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από τη γη τους λόγω των περικοπών στις αγροτικές επιδοτήσεις ή των αναγκαστικών εκκαθαρίσεων των κουρδικών νοτιοανατολικών περιοχών και πετάχτηκαν ανάκατα στην επισφαλή προλεταριοποίηση γύρω από τις μεγάλες πόλεις, όπου το τζαμί και το σχολείο τούς πρόσφεραν μια ευκαιρία οργάνωσης και ανέλιξης μέσα στο χάος της αστικής ζωής∙ κάπως έτσι ήταν και η ιστορία της ζωής του ίδιου του Ερντογάν. Εμφανιζόμενο ως ένα νέο μοντέλο μουσουλμανικού κόμματος, ένα ανατολικό αντίστοιχο της Χριστιανικής Δημοκρατίας, υπέρ της ελεύθερης αγοράς, φιλο-νατοϊκό, φιλο-ευρωπαϊκό- το AKP κέρδισε και τη στήριξη πολλών Κούρδων της Τουρκίας και του μεγαλύτερου μέρους της αριστερής-φιλελεύθερης διανόησης, που το είδαν ως έκφραση της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στο αυταρχικό κράτος και ως την καλύτερη ελπίδα για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ.
Κάθε επιτυχημένη ηγεμονική έκκληση είναι και μια πόλωση. Μετά την πρώτη του νίκη το 2002, το ΑΚΡ στράφηκε με αυξημένη αυτοπεποίθηση εναντίον των «κοσμικών ελίτ» της Τουρκίας -τη μεγαλοαστική τάξη, τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών- που το μόνο που αισθάνονταν για τους αμόρφωτους ισλαμιστές της επαρχίας ήταν περιφρόνηση. Ο αγώνας του AKP κατά της στρατιωτικής ηγεσίας έγινε μέσω της δικαστικής οδού. Το 1997, η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση είχε παρέμβει για να απομακρύνει μια προηγούμενη ισλαμική κυβέρνηση και να εκκαθαρίσει τις δυνάμεις ασφαλείας από τους υποστηρικτές της (ο ίδιος ο Γκιουλέν κατέφυγε στις ΗΠΑ, το 1997, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη και έκτοτε βρίσκεται εκεί, διευθύνοντας το δίκτυό του από απόσταση). Μετά το 2008, οι ερντογανιστές αντέστρεψαν την κατάσταση. Μετά από μια σειρά μακροχρόνιων δικών για απόπειρες πραξικοπήματος, με κατηγορούμενους δεκάδες στρατιωτικών, ενίσχυσαν τη θέση τους στο εσωτερικό με την εκκαθάριση των ανώτερων κλιμακίων του στρατού, που στελεχώθηκε εκ νέου με την γρήγορη προαγωγή αξιωματικών που τάσσονταν υπέρ του ΑΚΡ ή των γκιουλενιστών. Τι ακριβώς έγινε τότε, και πώς οι δίκες σχετίζονταν με τον συνεχιζόμενο εκσυγχρονισμό του στρατού από το ΝΑΤΟ, είναι ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Ήταν, όμως, σαφές ότι οι ερντογανιστές και οι γκιουλενιστές δεν είχαν στόχο να διαλύσουν τις αυταρχικές-μιλιταριστικές δομές του τουρκικού κράτους, αλλά να διεισδύσουν σ’ αυτές και να τις στελεχώσουν με τους δικούς τους ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο φιλελεύθερο-ισλαμικό μοντέλο εξακολούθησε να προβάλλεται ως πρότυπο στον μουσουλμανικό κόσμο.
Η οικονομία
Το AKP ανέλαβε την κυβέρνηση το 2002 μετά την κατάρρευση του «ανόθευτου» νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του 1990, ο οποίος είχε απαξιώσει σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά κόμματα. Η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση είχε βοηθήσει την μεταποίηση που ήταν στραμμένη στις εξαγωγές, αλλά είχε κάνει όλη την οικονομία ευάλωτη στους κλυδωνισμούς των κεφαλαιαγορών. Η οικονομία υπέστη σκληρό πλήγμα το 1997, όταν ξέσπασε η κρίση των ασιατικών αγορών και σταμάτησαν οι παγκόσμιες ταμειακές ροές προς την Τουρκία. Σε συνδυασμό με αυτήν την διεθνή δυναμική, η κακοδιαχείριση στη χώρα συνέβαλε στις σοβαρές υφέσεις του 1999 και του 2001∙ εν μέσω της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και του πληθωρισμού έγινε περικοπή των κοινωνικών δαπανών, ενώ τα ετήσια φορολογικά έσοδα χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση με εξωφρενικά επιτόκια του δημόσιου χρέους (ΣτΜ: δηλαδή των ομολόγων του δημοσίου) που κατείχαν μερικές μεγάλες εγχώριες τράπεζες. Ένας λόγος ζωτικής σημασίας που συνέβαλε στην κατάκτηση της ηγεμονίας από τον Ερντογάν ήταν η υπόσχεση που έδωσε να επιλυθούν τα μακροχρόνια οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας και να γίνει μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Στα πρώτα χρόνια της θητείας του, το ΑΚΡ εφάρμοσε τις μεταρρυθμίσεις της «μετα-συναίνεσης της Ουάσινγκτον» που σχεδίασε ο Κεμάλ Ντερβίς, ένας κεντροαριστερός οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σημαντικό συστατικό αυτής της πολιτικής ήταν η ενθάρρυνση των νοικοκυριών να συνάπτουν τραπεζικά δάνεια. Όπως και αλλού στον κόσμο, το ιδιωτικό χρέος που στηρίχθηκε στη μοχλευμένη χρηματοδότηση έγινε μια «κρυφο-κεϋνσιανή» μέθοδος δημιουργίας ζήτησης. Ταυτόχρονα, το ΑΚΡ εφάρμοσε κάποια (επιλεκτικά) μέτρα που θύμιζαν κράτος-πρόνοιας, με αιχμή του δόρατος τον Πρόγραμμα Μαζικής Στέγασης (ΤΟΚΙ), που ιδιωτικοποίησε δημόσιες εκτάσεις και ενίσχυσε τις περιουσίες των μεγιστάνων των κατασκευών, αλλά παράλληλα έχτισε πλήθος νέων διαμερισμάτων για τους υποστηρικτές του καθεστώτος που ανήκαν στην κατώτερη και μεσαία τάξη (κυρίως σουνίτες και Τούρκους), οι οποίοι είχαν μετακομίσει και εγκατασταθεί στις μεγάλες πόλεις.
Οι διεθνείς επενδύσεις, που στράφηκαν στην απόκτηση γης και στην οικοδομική ανάπτυξη, ήταν ένας βασικός λόγος για τους επί μία δεκαετία υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άρχισε η κατασκευή τεράστιων νέων έργων υποδομής, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτήθηκαν από τα κράτη του Κόλπου. Σε κάθε γειτονιά ξεφύτρωσαν εμπορικά κέντρα, ενώ στα περίχωρα της Άγκυρας χτίστηκε ένα εντυπωσιακό προεδρικό συγκρότημα, το Λευκό Παλάτι, για αποκλειστική χρήση του Ερντογάν. Η δημοσιονομική πολιτική πήρε την μορφή της φιλανθρωπίας: το ΑΚΡ αύξησε τους φόρους (ιδίως των μεσαίων τάξεων) και διοχέτευσε τον πλούτο στους υποστηρικτές του. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη και η έκρηξη της πολυτελούς κατανάλωσης πήγαιναν χέρι-χέρι με την αύξηση της ανασφάλειας, τις υπερ-εκμεταλλευτικές θέσεις εργασίας και τον αφανισμό του οικιστικού περιβάλλοντος. Οι φτωχοί και οι εργατικές τάξεις που στεγάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΤΟΚΙ υπέφεραν περισσότερο από την αβέβαιη θέση τους μέσα σε αυτή τη νέα οικονομία – αλλά και οι μεσαίες τάξεις πάλευαν να επιβιώσουν. Στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 2000, αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες κάποιων καταναλωτών που όφειλαν πολλά χρήματα στις τράπεζες από τη χρήση των πιστωτικών καρτών τους.
Η Τουρκία αντιμετώπισε την οικονομική κατάρρευση του 2008 καλύτερα από ό,τι την ασιατική κρίση που είχε εκδηλωθεί μια δεκαετία νωρίτερα. Μετά από μια άμεση συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2009, η οικονομία ενισχύθηκε από τις εισροές κεφαλαίων, καθώς τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων που εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ και την ΕΕ ώθησαν τα κεφάλαια που εγκατέλειπαν τη Γουώλ Στριτ και την Ευρωζώνη στην αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων. Όπως οι οικονομίες των χωρών BRIC, έτσι και η Τουρκία αύξησε κατά πολύ τα χρηματικά της διαθέσιμα, γεγονός που έδωσε περαιτέρω ώθηση στην οικονομική μεγέθυνση που βασιζόταν στην αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Το χρέος των νοικοκυριών κορυφώθηκε φτάνοντας, το 2013, στο 53% του διαθέσιμου εισοδήματος, από το 5% που ήταν το 2002. Το AKP χαλάρωσε τους περιορισμούς για τις εγχώριες επιχειρήσεις που δανείζονταν σε δολάρια, με τις τράπεζες να λειτουργούν ως μεσάζοντες στις διεθνείς αγορές – κάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερο ευάλωτο ένα σύστημα που κινδύνευε ήδη λόγω των συναλλαγματικών κλυδωνισμών. Πέρα από αυτό, το AKP είχε στόχο την ενίσχυση των ισλαμικών αγορών ομολόγων, δημιουργώντας νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα για την τιτλοποίηση του χρέους.
Το 2013, η ανακοίνωση του Μπερνάνκι ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα σταματούσε την ποσοτική χαλάρωση, ανέστρεψε την πορεία αυτών των ροών κεφαλαίου, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του τουρκικού οικονομικού θαύματος. Παρ’ όλα αυτά, ενώ το 2014 η Βραζιλία και η Ρωσία βυθίστηκαν σε βαθιά ύφεση, το καθεστώς Ερντογάν κατάφερε να αναβάλει για αρκετά χρόνια την πληρωμή του λογαριασμού της αποτυχημένης πολιτικής του. Αυτό έγινε με το κόλπο της νομισματικής υποτίμησης, η οποία αύξησε τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων μεταποίησης και επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τον υπερχρεωμένο επιχειρηματικό τομέα, ενώ παράλληλα έγινε μεγάλη προσπάθεια για την διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα ενόψει των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων που αντιμετώπισε το AKP από το 2014 και μετά. Για το σκοπό αυτό, το καθεστώς ανέπτυξε μια οικονομική στρατηγική δύο επιπέδων. Από τη μία πλευρά, εμβάθυνε το «ενσωματωμένο νεοφιλελεύθερο» μοντέλο, επιταχύνοντας τα κατασκευαστικά έργα, βασιζόμενο σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη του Κατάρ για τη συνέχιση της ροής κεφαλαίων. Αυτά τα κεφάλαια προωθούνταν όλο και περισσότερο μέσω του Ερντογάν και της οικογένειάς του, με την τουρκο-καταριανή φιλία να προβάλλεται ως ένα διεθνές μοντέλο φιλελεύθερης-χρηματοοικονομικής ηγεσίας κατάλληλο για τη Μέση Ανατολή.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς προσπάθησε να προωθήσει εθνικά έργα μεταποίησης με πατριωτική χροιά. Ένα παράδειγμα είναι ο όμιλος παραγωγής στρατιωτικών και εμπορικών οχημάτων BMC, τον οποίο διευθύνει ο πρών μαοϊκός, Ετέμ Σαντζάκ. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι τα μαχητικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που συναρμολογούνται (με εισαγόμενα εξαρτήματα) από τον Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, κατασκευαστή όπλων και γαμπρό του Ερντογάν. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Μπαϊρακτάρ θα αποτελούσαν μια πηγή υπερηφάνειας των Τούρκων εθνικιστών στη Συρία, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η κινητοποίηση στην πλατεία Γκεζί, τον Ιούνιο του 2013, και η πολιορκία της συριακής πόλης Κομπάνι από τους τζιχαντζιστές οδήγησαν σε μια βραχύβια ενοποίηση της τουρκικής και της κουρδικής Αριστεράς υπό τη σημαία του HDP, ενός κόμματος που συνδέεται μεν τους Κούρδους, αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως έκφραση του πνεύματος εκείνης της κινητοποίησης, ενώνοντας στους κόλπους του όλη την προοδευτική Αριστερά – σοσιαλιστές, περιβαλλοντολόγους, ακτιβιστές ΛΟΑΤΚΙ, φεμινίστριες, ριζοσπάστες Κούρδους. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, το HDP κέρδισε 80 έδρες στη βουλή, με ποσοστό 13% -ένα ιστορικό επίτευγμα για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Όμως, το πιο σημαντικό σ’ εκείνες τις εκλογές ήταν ότι το AKP δεν κατάφερε να κατακτήσει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία προκειμένου να προωθήσει την πολιτειακή μετάβαση σε μια προεδρική δημοκρατία, που ήταν από καιρό ο στόχος του Ερντογάν.
Ο εναγκαλισμός με την Ακροδεξιά
Η απάντηση του ΑΚΡ στο αποτέλεσμα των εκλογών ήταν μια ανατριχιαστική προσφυγή στις παλαιότερες πρακτικές του τουρκικού κράτους. Εγκληματικές συμμορίες επιτέθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας Χουριέτ και πυρπόλησαν ή βανδάλισαν τα κομματικά γραφεία των κεμαλιστών, των αριστερών και των Κούρδων (του CHP, του ÖDP και του HDP). Kατά τα φαινόμενα, οργανώθηκαν από τις Οθωμανικές Εστίες του AKP, μια οργάνωση που θυμίζει τις διαβόητες νεοφασιστικές Εστίες των Γκρίζων Λύκων, τις πολιτοφυλακές του Κόμματος Εθνικής Δράσης (MHP) που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν δολοφονήσει χιλιάδες αριστερούς και Αλεβίτες.
Τον Νοέμβριο του 2015, ο Ερντογάν προκήρυξε δεύτερες εκλογές, στις οποίες το AKP συνήψε έναν de facto συνασπισμό με το MHP, το κόμμα που είχε ιδρύσει το 1969 ο αξιωματικός Αλπαρσλάν Τουρκές, ο οποίος συμμετείχε στο τουρκικό τμήμα της νατοϊκής παραστρατιωτικής οργάνωσης Gladio, έχοντας προηγουμένως εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιδεολογία αυτού του κόμματος που συνδυάζει τον παντουρκικό εθνικισμό με έναν λυσσαλέο αντικομμουνισμό, εκφράζεται πολιτικά με φονικές ενέργειες των Γκρίζων Λύκων, που αποτελούν την «οργάνωση νεολαίας» του. Το MHP έχει στενές διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ η βάση του είναι μικρέμποροι και καταστηματάρχες, καθώς και άνεργοι των μεγάλων πόλεων, κυρίως μετανάστες από την ύπαιθρο. Από το 1997 αρχηγός του είναι ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, πρώην καθηγητής Οικονομικών, ο οποίος προσπάθησε να δώσει στο κόμμα μια πιο αξιοπρεπή μορφή, χωρίς να κόψει τους δεσμούς του με τη μαφία.
Αυτό, όμως, που έσπρωξε το ΑΚΡ στον εναγκαλισμό με στοιχεία του παλαιού καθεστώτος και την εθνικιστική Ακροδεξιά ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, στο οποίο φαίνεται ότι συμμετείχε ο Γκιουλέν παρά τη σαφή άρνηση του ίδιου. Μετά από αυτό ο Ερντογάν απομάκρυνε δεκάδες χιλιάδες ύποπτους γκιουλενιστές από τον στρατό, ενώ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβέρνησε με διατάγματα, συσφίγγοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις του με το MHP. Το ακροδεξιό κόμμα στήριξε την πρόταση του Ερντογάν για την αλλαγή του πολιτεύματος της χώρας με την μετατροπή του από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία, που εγκρίθηκε με οριακή πλειοψηφία (51% έναντι 49%) στο δημοψήφισμα του 2017. Στις εκλογές του 2018, το MHP και το AKP συμμετείχαν στο κοινό ψηφοδέλτιο «Λαϊκή Συμμαχία» και κατέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.
Η νέα πόλωση
Η πολιτική αναταραχή του 2015-16 οδήγησε σε μια νέα πόλωση. Η πρώτη ηγεμονική συνταγή του AKP -ο φιλελεύθερος ισλαμισμός- είχε ενώσει τους γκιουλενιστές, τους επιχειρηματίες της επαρχίας, τους θρησκευόμενους μικροαστούς, τους φιλελεύθερους, τους Κούρδους και το άτυπο προλεταριάτο εναντίον των κοσμικών κεμαλικών, του στρατού και της Ακροδεξιάς, με τη θρησκευτική ελευθερία να αποτελεί το βασικό επίδικο του διχασμού των δύο στρατοπέδων. Η δεύτερη συνταγή του, ένας καινοφανής ισλαμικός νεοϊμπεριαλισμός, ένωσε μια πολύ πιο πλούσια πλέον επαρχιακή αστική τάξη, σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς, συντηρητικούς και ακροδεξιούς ενάντια σε γκιουλενιστές, Κούρδους και φιλελεύθερους, με τη νέα πόλωση να επικεντρώνεται στην «τρομοκρατία» του PKK.
Έτσι, η παθητική επανάσταση του AKP, που άρχισε το 2002, έκανε μια απροσδόκητη στροφή. Το κυβερνητικό μπλοκ της Τουρκίας ανασυγκροτήθηκε, όχι όμως σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των προγραμμάτων ένταξης στην ΕΕ, δηλαδή με τον διαχωρισμό ενός επαγγελματικού στρατού, ενσωματωμένου στο ΝΑΤΟ, από ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος με χρηματοπιστωτικό σύστημα ανοικτό στον έξω κόσμο και δύο κόμματα εναλλασσόμενα στην κυβέρνηση. Η «αποστρατιωτικοποίηση» που πρόβλεπαν αυτές οι κατευθύνσεις ήταν ένα ζήτημα που ουδέποτε τέθηκε επί της ουσίας. Οι γκιουλενιστές και οι ερντογανιστές στόχευαν στην κατάληψη των στρατιωτικών δομών της εξουσίας, όχι στη διάλυση ή την αποπολιτικοποίησή τους. Ο γκιουλενισμός είναι μιλιταρισμός με φιλελεύθερη συναίνεση, όχι αποστρατιωτικοποίηση. Χωρίς την επίλυση του κουρδικού ζητήματος καμία κυβέρνηση, ισλαμική, κοσμική ή φιλελεύθερη, δεν μπορεί να αποστρατιωτικοποιήσει την Τουρκία. Οι κοινωνικοί αγώνες εκείνης της περιόδου έγιναν στο φόντο της αύξησης της δύναμης και της διεθνούς νομιμοποίησης του κουρδικού κινήματος, καθώς και της επανέναρξης του ένοπλου αγώνα και των εξεγέρσεων στις νοτιοανατολικές πόλεις της Τουρκίας. Αυτό ενίσχυσε περισσότερο τις ακροδεξιές δυνάμεις – το MHP, τους Γκρίζους Λύκους και τους σκληροπυρηνικούς του παλαιού καθεστώτος. Με την εκκαθάριση των γκιουλενιστών και την αποκατάσταση της παλιάς φρουράς, οι παραδοσιακές κυρίαρχες δυνάμεις συμμάχησαν αυτή τη φορά με τον ερντογανισμό και όχι με την «κοσμική ελίτ».
Την περίοδο που γινόταν η ανασυγκρότηση του καθεστώτος τού AKP, μετά το πραξικόπημα του 2016, στο Λευκό Παλάτι συγκεντρώθηκαν κάποιοι περίεργοι σύμμαχοι. Ένας από τους κορυφαίους νέους συμβούλους ασφάλειας του Ερντογάν ήταν ο Αντνάν Τανριβέρντι, ο ισλαμιστής στρατηγός που ήταν επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων άμυνας SADAT∙ η μισθοφορική του δύναμη θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη. Ένας άλλος ήταν ο ακραία κοσμικός, πρώην βετεράνος μαοϊκός, Ντογού Πέριντσεκ. Με την πάροδο των ετών, ο αντιιμπεριαλισμός του Εργατικού Κόμματος του Πέριντσεκ ήρθε σε σφοδρή αντίθεση με τις κατ’ αυτόν προσπάθειες των ΗΠΑ και της ΕΕ να διαιρέσουν την Τουρκία προωθώντας τον κουρδικό αυτονομισμό. Το 2015, η ομάδα του άλλαξε το όνομά της σε Πατριωτικό Κόμμα, με ορισμένα μέλη του να συναντούν συχνά τον Αλεξάντερ Ντούγκιν, τον ακροδεξιό ιδεολόγο του Πούτιν, και να δημοσιοποιούν συστηματικά τις ιδέες του.
Στην οικονομική σφαίρα στοχαστές όπως ο Τζεμίλ Ερτέμ, με σπουδές στα χρηματοικονομικά στο πανεπιστήμιο της Ιστανμπού, διατύπωσαν την ιδέα για αλλαγή παραδείγματος προς ένα Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα με μεγάλη έμφαση στην οικοδόμηση μιας εθνικής βιομηχανικής βάσης που θα βασίζεται στην τεχνολογία – ένα μοντέλο το οποίο σε κάποιο βαθμό θα μιμούταν το αντίστοιχο κινεζικό, αν και, όπως τονίζει ο Ερτέμ, «απολύτως ανοικτό» και ανταγωνιστικό, που θα έχει στόχο ακόμα και την ενσωμάτωση της Τουρκίας στην ΕΕ. Ακολουθώντας αυτή την γραμμή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια μετατόπιση προς έναν μεταδυτικό κόσμο οργανωμένο γύρω από τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Γίνεται πολύς λόγος για τη δημιουργία «εθνικών» βιομηχανιών παραγωγής αυτοκινήτων και στρατιωτικού υλικού, με μεγαλύτερο ποσοστό εγχώριας τεχνολογίας, οι οποίες θα στηρίζονται από τις κεφαλαιαγορές. Ορισμένοι θεωρούν ότι όλα αυτά δημιουργούν έναν κρατικό καπιταλιστικό τομέα, με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούσε ο Μπουχάριν: πολιτικοποίηση και συγκεντρωτισμός της παραγωγικής διαδικασίας, με επεκτατικούς (και όχι ανταγωνιστικούς) στόχους.
Προς ένα νέο «τουρκικό μοντέλο»;
Πώς να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον νέο πολιτικο-ιδεολογικό σχηματισμό; Κάποιοι έχουν προτείνει τον όρο «βοναπαρτισμός», αλλά αυτός δεν μπορεί να αποτυπώσει την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος Ερντογάν. Ένας λόγος για τον οποίο ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης μπόρεσε, μετά το 1848, να εγερθεί «υπεράνω» των τάξεων και να ικανοποιεί τους πάντες ήταν επειδή δεν ήταν άνθρωπος ούτε του κινήματος ούτε του λαού. Παρά κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του που μοιάζουν με εκείνα του Βοναπάρτη, ο Ερντογάν προέρχεται από ένα ιδεολογικό και λαϊκό υπόβαθρο ίδιο με εκείνο των πιο δεξιών φωνών του καθεστώτος. Επιπλέον, η χρήση ιδιωτικών πολιτοφυλακών εναντίον τόσο των Κούρδων όσο και της Αριστεράς διαφοροποιεί τον ερντογανισμό από τον βοναπαρτισμό, ο οποίος κατέφυγε στη βία του όχλου με λιγότερο συστηματικό τρόπο. Αντί να προσφύγουμε σε κάποιον γνωστό ορισμό και να χαρακτηρίσουμε το καθεστώς είτε ως ισλαμο-βοναπαρτιστικό, είτε ως κρατικο-καπιταλιστικό, είτε ως νεοφασιστικό, ίσως είναι πιο χρήσιμο να το προσεγγίσουμε εξετάζοντας τη λογική του τρόπου λειτουργίας του, δηλαδή την πολιτική πρακτική του, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ερντογανισμός 2.0. αντιμετώπισε τα μεγάλα αδιέξοδα-οικονομικά, γεωπολιτικά, εσωτερική αντιπολίτευση-του «τουρκικού μοντέλου».
Η συρροή των οικονομικών και γεωπολιτικών αλλαγών του ΑΚΡ δεν έχει καταλήξει σε ένα συνεκτικό νέο μοντέλο. Το καθεστώς φαίνεται να βαδίζει κατά καιρούς στην κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού, του νεοϊμπεριαλισμού ή, ορισμένες φορές, ακόμη και του νεοφασισμού, αλλά δεν είναι ικανό να οδηγήσει κάποια από αυτές τις επιλογές στο λογικό της συμπέρασμα. Τα όρια της τουρκικής κρατικής ικανότητας, το πολύπλοκο περιφερειακό πεδίο και η παγκόσμια συγκυρία ματαιώνουν τόσο τις οικονομικές όσο και τις νεοϊμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Μετακινείται αμήχανα μπρος-πίσω μεταξύ αυτών και της οικογενειοκρατίας, της ασυνάρτητης χρήσης του νεοφιλελεύθερου λόγου και ενός ανεπαρκώς διατυπωμένου ισλαμικού εθνικισμού. Από ορισμένες απόψεις, εξακολουθεί να προβάλλει τη δική της εκδοχή του «τουρκικού μοντέλου» -έχοντας ως αφετηρία για την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμος την τουρκο-σουνιτική σύνθεση, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν οι Οθωμανοί. Ως ηγεμονική συνταγή, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες μορφές κράτους: φιλελεύθερο-δημοκρατικό, στρατιωτικό-ιμπεριαλιστικό, τουρκικό-εθνικιστικό, νεοχαλιφατικό. Το καθεστώς Ερντογάν, τόσο στην πρακτική όσο και στην ιδεολογία του, αντλεί από κάθε μια από αυτές τις μορφές, συχνά από πολλές από αυτές.
Φάρος του φιλελεύθερου Ισλάμ;
Η Άγκυρα μπορεί ακόμη να αυτοπροβάλλεται ως φάρος του φιλελεύθερου-δημοκρατικού Ισλάμ στην περιοχή, ιδίως σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία. Η αυταπάτη του φιλελεύθερου Ισλάμ προωθείται επίσης από ένα δίκτυο υποστηριζόμενων από το καθεστώς πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, δεξαμενών σκέψης και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, που χρησιμοποιεί προοδευτικά και αντιρατσιστικά επιχειρήματα για να παρουσιάσει την Τουρκία του Ερντογάν ως παγκόσμια ηγετική αντιιμπεριαλιστική δύναμη. Πολλοί αντιπολιτευόμενοι ισλαμιστές διανοούμενοι έχουν επίσης συμμορφωθεί με την κατάσταση, αποκλείοντας τη δυνατότητα να αναδυθεί, μέσα από τις αποτυχίες τόσο των φιλελεύθερων όσο και των φονταμενταλιστικών ερμηνειών του Ισλάμ κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κάποια προοπτική μιας κριτικής ή απελευθερωτικής θεολογίας. Ορισμένοι πρώην επικριτές του καθεστώτος έχουν μετατραπεί σε κορυφαίους ιδεολογικούς υποστηρικτές του. Το πρόσφατο θέσφατο του Χαϊρετίν Καραμάν, ο οποίος κάποτε θεωρούνταν ο καλύτερος ισλαμιστής νομικός της Τουρκίας, είναι ότι η δωροδοκία δεν είναι πάντοτε αμαρτία.
Υπήρξαν μια σειρά από προσπάθειες να αναβιώσει «η αρχική συνταγή του AKP» για να δώσει μάχη κατά του, υποτίθεται, πιο εθνικιστικού AKP 2.0 -δηλαδή, να αντιπαρατεθεί η πρωτόγονη μορφή του ερντογανισμού εναντίον της προηγμένης εκδοχής του. Υπάρχουν πολλές γελοίες πτυχές αυτών των εκστρατειών, στις οποίες συνήθως ηγούνται κοσμικοί φιλελεύθεροι που θεωρούν ότι κάποιες μοναχικές ισλαμικές προσωπικότητες έχουν μια προοδευτική αποστολή. Ο Αμπντουλάχ Γκιούλ ήταν κάποτε στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών, αλλά έχει διαψεύσει σταθερά τις ελπίδες που είχαν επενδυθεί σε αυτόν, κυρίως με την άρνησή του να αναλάβει κάποια δράση. Τα τελευταία χρόνια, κάποιοι αρθρογράφοι της ισλαμικής εφημερίδας Karar έχουν επίσης διαρρήξει τις σχέσεις τους με το καθεστώς, αυξάνοντας τις φιλελεύθερες ελπίδες, και πρέπει να σημειώσουμε ότι δύο φιλελεύθερες παρατάξεις έχουν αποσχιστεί από το AKP- το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek) τoυ Νταβούτογλου και το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) του Μπαμπατζάν. Ωστόσο, και αυτοί οι πολιτικοί μοιράζονται με τους κοσμικούς φιλελεύθερους την ίδια αβάσιμη νοσταλγία για την πρώτη θητεία του AKP, δεν έχουν κανένα όραμα πέρα από αυτήν.
Με την εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της περιοχής και τον δικό της ρόλο σ’ αυτήν, η φαντασίωση του φιλελεύθερου Ισλάμ έχει μετατραπεί σε ένα ακόμη στοιχείο στήριξης και ενίοτε σε ατού τού καθεστώτος Ερντογάν. Στην ιδεολογική απενοχοποίηση των νεο-ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών περιπετειών του AKP συμβάλλουν συνήθως διάφορες παραλλαγές της τουρκο-σουνιτικής gloire [δόξας] και οι εκκλήσεις για την ενότητα της Τουρκίας. Οι ερντογανιστές, πάντως, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι οι δευτερεύοντες εταίροι σε κάθε νικηφόρο αυτοκρατορικό παιχνίδι. Σε στιγμές μεγαλείου, μπορεί να ονειρεύονται την κυριαρχία σε περιφερειακό επίπεδο, χωρίς τη βοήθεια της Ρωσίας ή άλλων μεγάλων δυνάμεων- αλλά τις περισσότερες φορές είναι πιο πραγματιστές και αισθάνονται αρκετά ευχαριστημένοι να παίζουν έναν υπο-ιμπεριαλιστικό ρόλο. Οι πολλαπλές μικρής κλίμακας επεμβάσεις της Τουρκίας, που έχουν δρομολογηθεί σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, δεν συνθέτουν μια συνεκτική συνολική εικόνα, πέρα από τα σωτήρια για το καθεστώς αποτελέσματά τους στο εσωτερικό της χώρας. Όμως, μέχρι στιγμής καμία από αυτές τις επεμβάσεις δεν έχει οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Το μέλλον είναι αβέβαιο
Παρά τα προβλήματα, οι γέφυρες με τη Δύση δεν έχουν κοπεί. Μπορεί ο κυρίαρχος τουρκικός λόγος να αναφέρεται όλο και περισσότερο στη χώρα ως μέρος της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής, αλλά άλλα λένε οι παγιωμένες οικονομικές σχέσεις της. Το 2020, το 56% της αξίας των τουρκικών εξαγωγών κατευθύνονταν σε χώρες της ΕΕ, κυρίως στη Γερμανία, ενώ μόνο το 26% πήγαινε στην Ασία. Περίπου οι μισές εισαγωγές της Τουρκίας ήταν από την ΕΕ, με μόνο το ένα τρίτο προερχόταν από την Ασία. Επίσης, το Ισραήλ εξακολουθεί να είναι κορυφαίος εμπορικός εταίρος της χώρας, ενώ οι Κάτω Χώρες συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των τουρκικών εξαγωγών το 2018-19. Στους ερντογανιστές αρέσει συχνά να υποστηρίζουν ότι η κεμαλική δημοκρατία δεν ήταν παρά μια παρένθεση μέσα στους αιώνες της σουνιτικής-τουρκικής ιστορικής ανάπτυξης, αλλά οι στενές σχέσεις της χώρας με την ΕΕ κάνουν κάποιον να αναρωτιέται μήπως η πραγματική παρένθεση είναι ο οικονομικός εθνικισμός του Ερντογάν. Στα τέλη του 2020, αφού η πανδημία είχε παραλύσει περαιτέρω την οικονομία, ο Ερντογάν απέλυσε τον γαμπρό του από υπουργό οικονομικών-μια χειρονομία που ήταν σαν πρόσκληση στη Δύση να καπνίσουν μαζί την πίπα της ειρήνης, δεδομένου ότι ο Αλμπαϊράκ θεωρούνταν ο αρχιτέκτονας της εθνικιστικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ωστόσο, παρά αυτούς τους ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση, δεν υπάρχει κάποια επιστροφή στη χρυσή εποχή του «τουρκικού μοντέλου». Οι συνδετικοί δεσμοί του Ψυχρού Πολέμου έχουν διαλυθεί και η δυναμική μετά το 1990 -όταν η φούσκα της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης βελτίωσε παντού την οικονομική κατάσταση-παραπαίει εν μέσω της στασιμότητας που υπάρχει στην καπιταλιστική ενδοχώρα. Ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ είναι σε θέση να στηρίξουν τον φιλελεύθερο-δημοκρατικό καπιταλισμό στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όσοι εξακολουθούν να έχουν αυτήν την αυταπάτη χάνουν τον καιρό τους. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο ερντογανισμός αντιπροσωπεύει μια συνεκτική εναλλακτική λύση. Η Τουρκία παρασύρεται από τους ανέμους, σπρωγμένη από τη νεοϊμπεριαλιστική αλαζονεία, την οικογενειοκρατία, τους εκκρεμείς λογαριασμούς με τη Δύση, την στρατιωτικοποίηση, την εξάρτηση από το χρέος και την άνοδο της Κίνας.
Cihan Tugal
Μετάφραση – επιμέλεια: Χάρης Γολέμης