«Το φεγγάρι και οι φωτιές», μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021
«Κοπέλες μόνες», μετάφραση: Στρατής Τσίρκας, εκδόσεις Κέδρος, 2021
«Ο σύντροφος», μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Ο Τσέζαρε Παβέζε γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1908, κοντά στο Τορίνο, και αυτοκτόνησε το 1950, στις 27 Αυγούστου, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 42 χρόνια του. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, μεταφραστής, κριτικός, με πολύχρονο έργο στον εκδοτικό χώρο, θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας.
Αντιφασίστας, ο Παβέζε συνελήφθη το 1935, επειδή βρέθηκε στην κατοχή του μια επιστολή του Αλτιέρο Σπινέλι, που ήταν τότε πολιτικός κρατούμενος. Φυλακίστηκε και κατόπιν εξορίστηκε σε ένα χωριό της Νότιας Ιταλίας. Επιστρέφοντας στο Τορίνο, άρχισε να δουλεύει στον εκδοτικό οίκο Einaudi ενώ, όταν κλήθηκε στον φασιστικό στρατό, κατέληξε στο νοσοκομείο λόγω του άσθματός του. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και δούλεψε στην Unità, ενώ ταυτόχρονα επανήλθε στον Einaudi, όπου θα τον ακολουθήσει και ο φίλος του, Ίταλο Καλβίνο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην εφημερίδα.
Το 1950 κέρδισε το Βραβείο Strega, το σημαντικότερο βραβείο για την ιταλική λογοτεχνία, αλλά λίγους μήνες μετά, βασανισμένος κυρίως από μια δύσκολη προσωπική ζωή, αυτοκτόνησε.
Άνισος ίσως κάποιες φορές, συναρπαστικός άλλες, ο Παβέζε πραγματεύτηκε στη λογοτεχνία του τη μοναξιά και την αποξένωση, την απογοήτευση και την ελπίδα, την υπαρξιακή αγωνία αλλά και την αγωνία για τον κόσμο, προσπαθώντας να διεισδύσει στις πολλαπλές αντιφάσεις ενός πολύπλοκου κόσμου με μια ματιά ρεαλιστική, συχνά πικρή και μελαγχολική, βαδίζοντας πολλές φορές στο χείλος μιας προσωπικής αβύσσου (ο τίτλος του κειμένου είναι στίχος από το περίφημο ποίημα του Παβέζε «Ο θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου», μτφ. Σ. Τριβιζάς).
Μέσα στο 2021 εκδόθηκαν ή επανεκδόθηκαν στα ελληνικά τρία μυθιστορήματα του Τσέζαρε Παβέζε.
«Το φεγγάρι και οι φωτιές»: ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα
«Το φεγγάρι και οι φωτιές» είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Παβέζε (κυκλοφόρησε το 1950) και πολλοί το θεωρούν το κορυφαίο του.
Ο πρωταγωνιστής, το Χέλι, επιστρέφει στο χωριό του (στο χωριό που μεγάλωσε, μιας και πού γεννήθηκε δεν ξέρει ακριβώς) μετά από απουσία χρόνων. Βρισκόμαστε λίγο μετά τον πόλεμο και την απελευθέρωση της Ιταλίας. Εκεί θα συναντήσει τον παιδικό του φίλο, τον Νούτο, και θα αρχίσει μια περιπλάνηση στον χώρο και στον χρόνο, από τη στιγμή που τον παράτησαν, μωρό, «στα σκαλάκια του καθεδρικού ναού» μέχρι την ώρα που αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό. Συνάμα βλέπει ολόγυρα και τη δύσκολη και άδικη ζωή που αναγκάζονται να ζουν οι αγρότες στην περιοχή («κι οι μεγαλοπιασμένες φαμελιές από πού τα παίρνουν τα λεφτά; Από πού την πήρανε τη γη; Γιατί πρέπει να ’χουν άλλοι πολλή κι άλλοι καθόλου;»).
Με λιτό ύφος, με μια σφιχτοδεμένη και πλούσια αφήγηση, ο Παβέζε περιγράφει μια κοινωνία που κουβαλάει ακόμα ζωντανά τα σημάδια του φασισμού και του πολέμου, έναν τόπο που πασχίζει να σηκώσει βάρη ασήκωτα («δεν έχεις ιδέα πόσοι δυστυχισμένοι υπάρχουν ακόμη σε τούτους τους λόφους»), έναν κόσμο όπου «ήταν παράξενο το πώς όλα ήταν αλλαγμένα, κι όμως απαράλλαχτα». Ένα μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, μια ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας και των μύθων, μια ιστορία ανάμεσα στους κύκλους του φεγγαριού και τις φωτιές του Άι-Γιαννιού.
«Κοπέλες μόνες»: περιπλάνηση σε έναν κενό κόσμο
Σε αυτό το μυθιστόρημα του Παβέζε παρακολουθούμε την ιστορία της Κλέλια, η οποία λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο επιστρέφει στο Τορίνο (στο «Τουρίνο»), απ’ όπου έφυγε φτωχή πριν από πολλά χρόνια, με σκοπό να ανοίξει ένα υποκατάστημα για τον οίκο μόδας της Ρώμης στον οποίο δουλεύει. Καθώς θυμάται στιγμές από το παρελθόν της, η Κλέλια ζει σε δύο πραγματικότητες που μοιάζουν παράλληλες: από τη μια δουλεύει πεισματικά για να καταφέρει να ανοίξει και να στήσει το υποκατάστημα, προσπαθώντας να συνεννοηθεί με χτίστες και ασπριτζήδες, και από την άλλη βυθίζεται, μαζί με τις φίλες που γνωρίζει, στον κούφιο κόσμο των ξέγνοιαστων κυριών της υψηλής κοινωνίας, έναν κόσμο κενό, πληκτικό, αδιάφορο για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Η τελευταία σκηνή του βιβλίου, η αυτοκτονία της Ροζέτα σε μια «νοικιασμένη κάμαρα», έχει μείνει στην ιστορία, μιας και στην ουσία την επανέλαβε ο ίδιος ο Παβέζε με τη δική του αυτοκτονία.
Ο Στρατής Τσίρκας δημοσίευσε τις περισσότερες μεταφράσεις του στη διάρκεια των σιωπηλών χρόνων της δικτατορίας. Σε αυτή την επανέκδοση, έχει μια αυτόνομη αξία να ξαναδιαβαστεί η μετάφραση του 1969 από τον Τσίρκα, να ξαναδιαβαστεί μάλιστα κάτω και πέρα από τα επιφανειακά σημάδια του χρόνου, π.χ. στο λεξιλόγιο.
Οι Κοπέλες μόνες είναι το προτελευταίο βιβλίο του Παβέζε, ενώ το 1955 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μικελάντζελο Αντονιόνι με τίτλο Οι φίλες.
«Ο σύντροφος»: ο δρόμος για την πολιτική συνείδηση
Το μυθιστόρημα αυτό του Παβέζε είναι η ιστορία του Πάμπλο: ενός άνεργου και αμόρφωτου νεαρού στο Τορίνο, λίγο πριν από τον πόλεμο, που ζει μια ανέμελη ζωή παίζοντας την κιθάρα του αλλά επαναλαμβάνοντας διαρκώς πως «είχα βαρεθεί αυτήν τη ζωή», «είχα βαρεθεί τη ζωή που έκανα», «κουράστηκα από τη ζωή που κάνω». Το σοβαρό τροχαίο που παθαίνει ο φίλος του, Αμέλιο, σημαδεύει με διάφορους τρόπους τη ζωή του Πάμπλο. Τελικά πηγαίνει στη Ρώμη όπου η επαφή και οι συζητήσεις με διάφορους ανθρώπους που αντιστέκονται στο φασιστικό καθεστώς αρχίζουν να τον προβληματίζουν: «είπε πως εν μέρει έφταιγα κι εγώ. Ήμουν ένας από τους πολλούς που κάθονται και κοιτάνε. Και τι κάνανε οι φασίστες; Έδερναν, πήραν τη Ρώμη και έδερναν. Κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ένα μέτωπο και να αντισταθούμε». Αρχίζει έτσι η εμπλοκή του με την πολιτική, φυλακίζεται («φυλακή δεν είναι το κλείσιμο, είναι η αβεβαιότητα»), μπαίνει σε καθεστώς «ειδικής επιτήρησης», συνεχίζει τη ζωή του, ένας διαφορετικός Πάμπλο πια.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1946 και, όπως διαβάζουμε στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση, ανήκει «σε ένα είδος τρίπτυχου της πολιτικής διαπαιδαγώγησης». Όπως έγραψε ο ίδιος ο Παβέζε, «το παρόν βιβλίο είναι η ιστορία μιας διαπαιδαγώγησης και μιας ανακάλυψης. […] Πολλοί άνθρωποι μας έχουν πει πώς οι νέοι της μορφωμένης αστικής τάξης ωρίμασαν στη ζωή και την ιστορία κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του φασισμού […]. Μένει ακόμα να διερευνηθεί πώς έφτασαν εκεί οι άλλοι – οι προλετάριοι και οι αμόρφωτοι».
Σημαντικό στοιχείο της ελληνικής έκδοσης είναι το επίμετρο του βιβλίου, μια επί της ουσίας κριτική ανάγνωση (με μια ορισμένη άποψη) αυτού του πολιτικά «στρατευμένου» μυθιστορήματος του Παβέζε, μια ανάγνωση που επεκτείνεται και στο θέμα της «στρατευμένης λογοτεχνίας», γενικά, αλλά και ειδικότερα στη λογοτεχνία ενός συγγραφέα που συνδύαζε την πολιτική στράτευση με αγωνιώδεις υπαρξιακές αβεβαιότητες.
Κώστας Αθανασίου