Στη χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που ο Χάγκεν Φλάισερ έχει αποκαλέσει «υγειονομική ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση, το 1975, υλικού των αρχείων του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου
«Το πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα, δεν μπορεί κανένα ανθρώπινο ον να το φανταστεί και, πράγματι, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι εμπειρίες μας μπορούν να αποτυπωθούν όπως ακριβώς συνέβησαν… ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, ακόμα πιο τρομακτική…», έγραφε ο Σάλμεν Λέβενταλ, ένα μέλος του Sonderkommando -των νεκροκομιστών του Άουσβιτς-, σε μερικά φύλλα χαρτί που έθαψε δίπλα στο κρεματόριο ΙΙΙ. Τα σπαράγματα αυτά μνήμης βρέθηκαν δεκαεφτά χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς από τον σοβιετικό στρατό στις 27 Γενάρη 1945.
Μια πραγματικότητα που υπερβαίνει τα πραγματολογικά της στοιχεία είναι η ιστορία του Ολοκαυτώματος. Αυτό, βέβαια, δεν δικαιώνει όσους θα επιθυμούσαν να παραμείνει για πάντα ακατανόητο, θεωρώντας ότι δεν έχει νόημα να αναζητούμε τα αίτια της συμπεριφοράς των θυτών και των θυμάτων, όταν τα τελευταία, όπως ο Λέβενταλ, το παρουσιάζουν ως ένα άλυτο αίνιγμα, λυγίζοντας, προφανώς, κάτω από το βάρος αυτού του απόλυτου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
«Η απορία του Άουσβιτς είναι, πράγματι, η ίδια η απορία της ιστορικής γνώσης: η μη σύμπτωση μεταξύ γεγονότων και αλήθειας, μεταξύ παρατήρησης και κατανόησης. Μεταξύ της θέλησης να καταλάβει κανείς τα πάντα και υπερβολικά νωρίς, ίδιον όσων διαθέτουν εξηγήσεις για τα πάντα, και αρνούνται να κατανοήσουν», τονίζει ο Αγκάμπεν, στο «Αυτό που μένει από το Άουσβιτς», σχολιάζοντας τη μαρτυρία του Λέβενταλ.
Το ηθικό καθήκον απέναντι στην Ιστορία
Το ερώτημα, επομένως, πώς θα αναμετρηθούμε με τις «σκοτεινές» ή θα γράψουμε τις «λευκές»» σελίδες της Ιστορίας που παραμένουν τραυματικές και επίμαχες, όπως το Ολοκαύτωμα -χωρίς αυτό να καταντά μαρτυρολόγιο ή ηθικό καθήκον-, είναι κρίσιμο και απαιτεί τεκμηριωμένες απαντήσεις. Γιατί, όπως τονίζει ο Τέοντορ Αντόρνο στο δοκίμιό του “Η Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς”, «η απειλή υποτροπής στη βαρβαρότητα συνεχίζει να υπάρχει, καθώς οι βασικές συνθήκες που ευνόησαν αυτή την υποτροπή εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην έχουν αλλάξει. Αυτός είναι ο καθολικός τρόμος. Η κοινωνική πίεση εξακολουθεί να υφίσταται, αν και ο κίνδυνος παραμένει αόρατος στις μέρες μας. Ωθεί τους ανθρώπους στο ανείπωτο και μαζικά εγκλήματα εξακολουθούν να διαπράττονται… Πρέπει κανείς να γνωρίζει τους μηχανισμούς που καθιστούν τους ανθρώπους ικανούς για τέτοιες πράξεις και να μοχθήσει, ξυπνώντας την κοινή συνείδηση γύρω από αυτούς τους μηχανισμούς, ώστε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να γίνουν ξανά έτσι». Πρέπει ή δεν πρέπει να θυμόμαστε; Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των τραυμάτων ή μήπως τα κακοφορμίζει; Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη μορφή ευτυχίας» – την ίδια στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα;
Ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν -σεναριογράφος του «Ζ» και άλλων γνωστών ταινιών του Κ. Γαβρά- υπογράμμιζε την ανάγκη να διασωθεί και να αναδειχθεί το παρελθόν, χωρίς αυτό να θεωρείται «αναμόχλευση των πολιτικών παθών». Ο Σεμπρούν, αυθεντικός φορέας των συγκλονιστικών εμπειριών του 20ού αιώνα -τις έζησε κυριολεκτικά «στο πετσί» του στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική Αντίσταση και στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης (βλ. το έργο του «Γραφή ή ζωή», Εξάντας 1996)-, είναι κατηγορηματικά αντίθετος όχι μόνο με κάθε παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και με τη σκόπιμη αποσιώπησή τους, όπως συνέβη στην πατρίδα του την Ισπανία τη δεκαετία του ’70. Γιατί και η σιωπή είναι επίσης έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Ο Τζβετάν Τοντόροφ αποδίδει αυτή την «αναψηλάφηση» της Ιστορίας στη «μετάλλαξη» που έχει υποστεί η συλλογική μνήμη, αφού στις μέρες μας «γίνονται αντικείμενο ύψιστης φροντίδας και εξύμνησης τα θύματα και όχι οι ήρωες του παρελθόντος: οι αδικίες που υπέστη κανείς βαραίνουν περισσότερο από τα κατορθώματα που πέτυχε…, κάτι που μαρτυρεί εμμέσως μια ενίσχυση της ιδέας της δικαιοσύνης της κοινωνίας μας: ποιος θα σκεφτόταν να διεκδικήσει τη θέση του θύματος, αν δεν έλπιζε να αναγνωριστούν τα δεινά του και να αποζημιωθεί γι’ αυτά;» (“Ο φόβος των βαρβάρων”, σελ. 110, εκδ. Πόλις).
Εως πρόσφατα έγραφαν την Ιστορία οι επώνυμοι, οι νικητές-ήρωες. Η μνήμη την κατέβασε από την ακαδημαϊκή έδρα, της έβγαλε την τήβεννο της επιστημοσύνης, έδωσε φωνή στους ανώνυμους και στα συγκλονιστικά βιώματά τους.
Το συγχωροχάρτι της συμφιλίωσης
Στη χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που ο Χάγκεν Φλάισερ έχει αποκαλέσει «υγειονομική ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση, το 1975, υλικού των αρχείων του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου – είχε προηγηθεί, το 1959, η αμνήστευση διά νόμου των ναζιστών εγκληματιών και των δωσίλογων, προς δόξαν της «εθνικής συμφιλίωσης». Οι τελευταίοι, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν, όπως τους άξιζε, αλλά και συμμετείχαν στη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών. Αντίθετα, από τις 600 αγωγές που κατέθεσαν επιζώντες του Ολοκαυτώματος για την επιστροφή των ακινήτων τους, δικαιώθηκαν μόνο 30!
Η απώθηση του Ολοκαυτώματος στα «αζήτητα» της εθνικής μνήμης εκφράζεται και από ένα «απλό» γεγονός: εξακολουθούν να βρομίζουν τους δρόμους των πόλεών μας ονόματα συνεργατών των Ναζί – αξιωματούχων της Κατοχής.
Το Ολοκαύτωμα δεν αφορά μόνον τα θύματα και το τραύμα τους. Πρέπει να μεταμορφώσουμε τα αθώα θύματα των Ναζί σε ένα αδιαπέραστο τείχος απέναντι στην επανάληψη της ανείπωτης αυτής φρίκης. Μόνον έτσι το σύνθημα «ποτέ πια!» θα πάψει να είναι μια απλή ευχή ή μια συναισθηματική διακήρυξη.
Οφείλει να αναχθεί, όπως τονίζει η Οντέτ Βαρόν-Βασάρ, σε «συμβολική μνήμη ενάντια σε κάθε προκατάληψη, ξενοφοβία και ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς δεν προσβάλλεται όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού. Αντίθετα, μόνον τότε βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά».
Η απόκρισή μας στην εναγώνια «κραυγή για το αύριο» των νεκρών ή επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να είναι η αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αναγνώριση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και διακρίσεων.
Το ιστορικό χρέος της μνήμης
Αυτό το οικουμενικό μήνυμα στέλνει το εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα από τον «Σαουλίκο», τη βιογραφία του αείμνηστου συντρόφου Ρόμπι Βαρσάνο:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη, τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα για τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του -κοντά τριάντα ψυχές- η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και να τους έφερνε ώς τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες. Μα δεν ήταν και δεν είναι».
– Οσο το σημερινό γερμανικό κράτος θα αρνείται να καταβάλει τις οφειλές του για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ, σύμφωνα με τη Συμφωνία του Λονδίνου στις 27.2.1953 (άρθρο 17 παρ. 3 α), αλλά και με την από 17.4.2019 ιστορική απόφαση της Βουλής των Ελλήνων για την απόδοση των γερμανικών οφειλών, καθώς και το από 27.7.2016 Πόρισμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης
– Οσο η ΟΔΓ θα αρνείται να επιστρέψει τα λύτρα που εξαναγκάστηκε να καταβάλει η Ισραηλιτική Κοινότητα, στην απελπισμένη προσπάθειά της να σώσει τα άρρενα τέκνα της από τη βάρβαρη καταναγκαστική εργασία, τόσο θα το στοιχειώνουν τα φαντάσματα των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας.
– Οσο οι Θεσσαλονικείς δεν αναμετρώνται με τις πιο μελανές σελίδες από την Ιστορία της πόλης τους, θα βρίσκει πρόσφορο έδαφος η φαιά «σπορά των ηττημένων του 1945» και θα ενισχύεται το θράσος των αρνητών του Ολοκαυτώματος και της Αντιφασιστικής Αντίστασης.
– Οσο η πόλη της Θεσσαλονίκης αποφεύγει να μάθει, να στοχαστεί και να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το ένα πέμπτο του πληθυσμού της εξοντώθηκε με την αποτρόπαιη και εγκληματική συνέργεια των κατοχικών δυνάμεων με τις δωσιλογικές αρχές της πόλης.
Η αποψινή εκδήλωση στο μνημείο του Ολοκαυτώματος στην πλ. Αριστοτέλους, που διοργανώνουν ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Θεσσαλονίκης, η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ και η δημοτική παράταξη “Θεσσαλονίκη Μαζί”, εκτός από την απόδοση τιμής στους μάρτυρες – ήρωες του Ολοκαυτώματος, αφορά -κυρίως- τους σημερινούς κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Γιατί η συσκότιση, η συγκάλυψη και η άγνοια όσων έγιναν στην πόλη στη διάρκεια της Κατοχής βαραίνει στη συλλογική της μνήμη ακόμη και σήμερα, καθώς, όλα αυτά τα χρόνια, η πόλη και οι συντηρητικές αρχές της φρόντιζαν να συσκοτίσουν, να ξεχάσουν και να σκεπάσουν ως «μη εθνικώς ορθή» την κοινωνική της Ιστορία.
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης είναι πρ. βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α΄ Θεσσαλονίκης
Πηγή: Η Αυγή