Macro

Τουρκία: Ποιοι θέλουν να «εξαφανίσουν» τον Κεμάλ;

Η συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού λατρεύει τον ιδρυτή της Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που γεννήθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1938 στην Κωνσταντινούπολη. Τα αγάλματα και οι φωτογραφίες του εξακολουθούν να υπάρχουν ειδικά στα κτίρια της δημόσιας διοίκησης.
Το όνομά του είναι ήδη κατοχυρωμένο στο Σύνταγμα και, επιπλέον, υπάρχει ένας ειδικός νόμος για την προστασία της μνήμης του. Ουσιαστικά, συνεπώς, το ίδιο το Κράτος και η κυβέρνηση έστησαν αυτήν τη λατρεία της προσωπικότητας. Αλλά τα τουρκικά λαϊκά στρώματα σέβονται, επίσης, αυτόν τον «ηγέτη που έσωσε τη χώρα». Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς εκτιμά πολύ τον Μουσταφά Κεμάλ και τον αντιμετωπίζει ως έναν Μεγάλο Επαναστάτη.
Υπάρχουν, ωστόσο, τέσσερις τουλάχιστον ομάδες που αποτελούν εξαίρεση στον αγώνα εγκωμιασμού του Ατατούρκ:
– Οι Κούρδοι, διότι υπήρξαν μεγάλες επιχειρήσεις (1925 και 1937) «κάθαρσης» κατά των Κούρδων, επί θητείας ήδη του Ατατούρκ ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι σημερινοί Κούρδοι ουδόλως συμφωνούν με τις εθνικιστικές ή ακόμη και ρατσιστικές θέσεις της κεμαλικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της θέσης και της εφαρμογής του Έθνους-Κράτους που αρνείται ακόμη και την ύπαρξη των Κούρδων.
– Οι Ισλαμιστές, διότι ο Ατατούρκ είχε αγωνιστεί με αποφασιστικό τρόπο κατά της ισλαμιστικής αντίδρασης. Είχε απαγορεύσει τις ισλαμικές αιρέσεις, τα ιδιωτικά ισλαμικά σχολεία (μεντρεσέδες). Ένθερμος υπερασπιστής και αρχιτέκτονας της τουρκικού τύπου κοσμικότητας, ο Ατατούρκ εγκωμίαζε την Επιστήμη έναντι της προπαγάνδας της Πίστης.
– Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Ο Μουσταφά Κεμάλ πίστευε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε εξαιτίας των μη τουρκικών και μη μουσουλμανικών μειονοτήτων που λειτούργησαν ως η πέμπτη φάλαγγα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκετά εκατομμύρια Αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους, σφαγιάστηκαν ή απελάθηκαν.
– Τέλος, η ριζοσπαστική αριστερά, που προσπαθεί να κάνει μία ισορροπημένη αξιολόγηση, πιστεύει ότι οι πολιτικές αδυναμίες του Ατατούρκ υπερτερούν των προσόντων του. Αντιπροσωπεύοντας τις άρχουσες τάξεις, ο Ατατούρκ, σύμφωνα με τη μαρξιστική αριστερά, σκότωσε τους κομμουνιστές ηγέτες της εποχής, ήξερε πώς να κάνει τακτικές συμμαχίες με τις ξένες δυνάμεις και δεν ήταν ισχυρός υπερασπιστής της Δημοκρατίας.
Η αγάπη των περισσοτέρων για τον Ατατούρκ έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία 20 χρόνια, δηλαδή από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν. Διότι, ο σημερινός Τούρκος Πρόεδρος θέλει να είναι τόσο δημοφιλής, όσο ο Ατατούρκ. Επιπλέον, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα επιτεθεί άμεσα ή έμμεσα στην πολιτική κληρονομιά και την προσωπικότητα του Ατατούρκ. Είχε μιλήσει για «Δύο μεθυσμένους», μία λεπτή, κρυφή και ατυχής αναφορά στον Ατατούρκ και το σύντροφό του Ινονού, δεύτερο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Σήμερα οι αντίπαλοι του Ερντογάν φαίνεται να παρουσιάζουν τον Ατατούρκ ως τον ηγέτη της σημερινής αντιπολίτευσης. Συγκρίνουν με αναχρονιστικό τρόπο αυτούς τους δύο ηγέτες, οι οποίοι έχουν πολύ λίγα κοινά σημεία. Από την άλλη πλευρά, οι τελετές και οι δραστηριότητες προς τιμή της μνήμης του Ατατούρκ μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις θρησκευτικές τελετές του Μεσαίωνα. Έτσι ο Ατατούρκ έγινε ταμπού, ένα σχεδόν θεϊκό είδωλο. Ήταν ένας άτρωτος, τέλειος, εξαιρετικός ημίθεος.
Ο λόγος είναι πολύ απλός: Επί 83 χρόνια, το τουρκικό Κράτος, η κοινωνία, το πανεπιστήμιο, η τάξη των διανοούμενων δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αντικειμενικά την ίδια την ιστορία τους, τον ίδιο τον ηγέτη τους. Από την παιδική ηλικία, από το δημοτικό σχολείο, ο Ατατούρκ παρουσιάζεται από την επίσημη ιδεολογία ως Θεός. Συνεχίζει να είναι ο ανώτατος ηγέτης του τουρκικού έθνους.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο για τα πολιτικά κόμματα στην Τουρκία, όλα τα κόμματα είναι υποχρεωμένα να υιοθετήσουν τις αρχές του κεμαλισμού. Πρόκειται για μία πολύ ασαφή κρατικιστική και εθνικιστική ιδεολογία, η οποία επινοήθηκε μετά το θάνατο του Ατατούρκ από τη στρατιωτικο-πολιτική τάξη, που κυβέρνησε την Τουρκία για 85 περίπου χρόνια (1938-2002). Το πολιτικό δράμα της Τουρκίας είναι ότι σήμερα, οι νεοφιλελεύθεροι ισλαμιστές, μια πιο αντιδραστική σκέψη και καινοτόμα δράση από τη σημερινή αντιπολίτευση, θέλουν να εξουδετερώσουν τον Κεμαλισμό.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι μεταξύ των ισλαμιστών, η εχθρότητα εναντίον του Ατατούρκ είναι δογματική, ούσα παράλογη, όπως ακριβώς και στη λατρεία των φιλοκεμαλιστών.
Τέλος, ο Ερντογάν μπόρεσε να παραμείνει στην εξουσία για περισσότερα από 20 χρόνια, διότι η κεμαλική αντιπολίτευση, από την πλευρά της, δεν ήταν τόσο ικανή, όσο ο Ερντογάν. Υπάρχουν αρθρογράφοι στην Τουρκία που αποκαλούν το κόμμα του Ερντογάν ως «Πράσινους Κεμαλιστές», εννοώντας, όχι τους περιβαλλοντολόγους, αλλά το πράσινο χρώμα του Ισλάμ.

Ραγκίπ Ντουράν

Πηγή: tvxs