Macro

Οι τουρκικές επιδιώξεις στο συριακό ζήτημα

Ανατρέχοντας στις τεταμένες τουρκο-συριακές σχέσεις της δεκαετίας του 1990, αναδεικνύεται η μείζονα σημασία του κουρδικού στοιχείου τόσο στα εσωτερικά όσο και στα εξωτερικά πράγματα της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η δράση των ανταρτών του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) στο εσωτερικό της Τουρκίας αποτελούσε το βασικό ζήτημα εθνικής ασφάλειας των τουρκικών κυβερνήσεων. Η Τουρκία κατηγορούσε την Συρία ότι επέτρεπε στις δυνάμεις του PKK να διαφεύγουν από το έδαφός της και να βρίσκουν καταφύγιο στη γειτονική χώρα, από όπου και επέστρεφαν στη συνέχεια με ασφάλεια. Η κατάσταση αυτή είχε υπονομεύσει τις τουρκο-συριακές σχέσεις και τις είχε οδηγήσει στα πρόθυρα της ένοπλης σύρραξης, με τον τουρκικό στρατό να έχει σταθμεύσει στα κοινά σύνορα των δύο κρατών. Παρά ταύτα, η υπογραφή Μνημονίου στα Άδανα το 1998 ομαλοποίησε τις διμερείς τους σχέσεις, με την Συρία να αποκηρύσσει οποιαδήποτε παροχή βοήθειας στις δυνάμεις του PKK και τις τελευταίες να περιορίζουν τους ελιγμούς τους εντός του τουρκικού εδάφους. Σε αντίθεση με το Ιρακινό Κουρδιστάν, με το οποίο η Τουρκία είχε συνάψει μάλιστα οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, οι Κούρδοι της Συρίας διατηρούν ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς με τους Κούρδους της τουρκικής επικράτειας. Γι’ αυτόν τον λόγο, η παρουσία τους και η ενδεχόμενη ενδυνάμωσή τους, είτε αυτή ήταν πολιτική είτε ήταν στρατιωτική, δεν μπορούσε παρά να ανησυχεί τους τουρκικούς παράγοντες, ιδιαίτερα εφόσον οι δυνάμεις του PKK επανεκκίνησαν εκ νέου τη δράση τους εντός της τουρκικής επικράτειας.

Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την Ρωσία

Σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της δράσης του Ισλαμικού Κράτους καθώς και των ακραίων μουσουλμανικών ένοπλων οργανώσεων στη βορειοανατολική Συρία, οι ΗΠΑ στηρίζουν το μέτωπο του SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις) του οποίου ηγούνται κατά κύριο λόγο οι κουρδικές δυνάμεις της οργάνωσης PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης) και του στρατιωτικού της βραχίονα της YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού). Το γεγονός αυτό ανησυχεί την Τουρκία καθώς θεωρεί ότι η τελική έκβαση των εχθροπραξιών θα θέσει τον κουρδικό παράγοντα σε πλεονεκτική θέση, την οποία θα εκμεταλλευθεί διαπραγματευόμενος την αυτονομία ή ακόμα και την ανεξαρτησία του στις υπό κουρδικό έλεγχο βόρειες περιοχές του Αφρίν, του Τζαζίρα και του Κομπάνι (οι οποίες συνιστούν το «Δυτικό Κουρδιστάν» και το «Κράτος της Ροζάβα»). Παρά τις πρόσφατες αμερικανικές διαβεβαιώσεις για μείωση της στήριξής τους, η τουρκική ανησυχία παραμένει ζωντανή, ενώ ανατρέχει στην αντίστοιχη ομοσπονδοποίηση του Ιρακινού Κουρδιστάν ως παράδειγμα των αμερικανικών υποσχέσεων προς αποφυγή.
Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας βρίσκονταν στο κατώτερο τους σημείο τον Δεκέμβριο του 2015, με την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικά F-16, η επόμενη διετία έφερε τις δύο χώρες εγγύτερα όσον αφορά το Συριακό ζήτημα. Η Ρωσία επιθυμεί την παραμονή του Προέδρου Άσαντ στην εξουσία – ή τουλάχιστον την προσωρινή παραμονή του στο πλαίσιο μιας μεταβατικής κυβέρνησης – και μάχεται κατά των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους και των υπόλοιπων τζιχαντιστικών οργανώσεων, ενώ στηρίζει και τα κουρδικά στοιχεία του YPG. Από την πλευρά της, η Τουρκία στήριζε τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις του FSA (Ελεύθερου Συριακού Στρατού) κατά του Άσαντ, εντός των οποίων εντοπίζονται και τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η αδυναμία της Τουρκίας να τις συγκρατήσει την ώθησε να στηρίξει την πολιτική της Ρωσίας, με αντάλλαγμα μια θέση στο μελλοντικό τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Συρίας. Η μεταστροφή της τουρκικής στάσης αποδεικνύεται από την έναρξη χερσαίων και εναέριων πολεμικών επιχειρήσεων στην κουρδική περιοχή του Αφρίν, με τη σιωπηρή συγκατάθεση της Ρωσίας. Σε αυτό το σημείο θα σημειώσουμε ότι η Ρωσία διατηρεί υπό τον έλεγχό της τον εναέριο χώρο της περιοχής του Αφρίν. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε τουρκική πρωτοβουλία θα ήταν θνησιγενής άνευ ρωσικής έγκρισης.

Η «Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας»

Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να προωθήσουν τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας μέσω των δυνάμεων του SDF στα βόρεια σύνορα της Συρίας κατά της καθόδου των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους ή διάδοχων τζιχαντιστικών σχημάτων από το Ιράκ. Η απόφαση αυτή βρήκε σφοδρά αντίθετη την Τουρκία, η οποία θεώρησε ότι η περαιτέρω στήριξη του SDF θα ωφελούσε τις κουρδικές δυνάμεις και την ελευθερία κινήσεών τους στην περιοχή. Μερικές μέρες αργότερα, στις 20 Ιανουαρίου του 2018, ο τουρκικός στρατός έθεσε σε εφαρμογή την «Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας» (Operation Olive Branch) και εισέβαλε στην περιοχή του Αφρίν, όπου και μάχεται κατά των κουρδικών δυνάμεων. Η Τουρκία επιθυμεί τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας εύρους 30 χιλιομέτρων από τα νότια σύνορά της, μέσω της οποίας θα αποκοπούν τα στοιχεία του PKK από τις δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας. Πάντως, η τουρκική επιχείρηση ενδέχεται να μην έχει ούτε ταχεία ούτε αίσια έκβαση. Από τη μια πλευρά, οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού έχουν αποδυναμωθεί από τις αλλεπάλληλες και σε βάθος εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Από την άλλη, οι κουρδικές δυνάμεις μάχονται την τελευταία πενταετία κατά του Ισλαμικού Κράτους με επιτυχία και αποτελούν μη αμελητέο στρατιωτικό παράγοντα. Επιπρόσθετα θα σημειώσουμε ότι απτό παράδειγμα της τουρκικής αποδυνάμωσης στον στρατιωτικό τομέα αποτελεί η διεξαγωγή επιτυχημένων τρομοκρατικών επιθέσεων τόσο στην Άγκυρα όσο και στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή στην καρδιά της Τουρκίας.
Ενώ οι ΗΠΑ και η Γαλλία προειδοποιούν για τις σοβαρές επιπτώσεις επί του αμάχου πληθυσμού, το Ιράν και η Αίγυπτος καταδίκασαν άμεσα την τουρκική εισβολή στη βορειοανατολική Συρία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ αλλά και στη διεξαγωγή των αμερικανικών επιχειρήσεων επί συριακού εδάφους (με τη χρήση της τουρκικής βάσης Ιντσιρλίκ) είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αμερικανική στρατηγική. Κατά συνέπεια, η Ρωσία φαίνεται να συγκατατέθηκε στις τουρκικές αξιώσεις εφόσον η πραγματοποίησή τους ενδέχεται να διαβρώσει τις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ και να περιορίσει την αμερικανική ελευθερία κινήσεων. Κατ’ επέκταση, η προσέγγιση της Ρωσίας με την Τουρκία περιθωριοποιεί την αμερικανική στρατηγική, ενώ παράλληλα τοποθετεί τη Μόσχα σε θέση παίκτη-ρυθμιστή όσον αφορά το συριακό ζήτημα όπως και στο μελλοντικό τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Συρίας. Με άλλα λόγια, η καθυστερημένη ανάγνωση των τουρκικών προσδοκιών από τις ΗΠΑ και η αμερικανική στρατηγική αδράνεια δημιούργησαν ένα κενό επιρροής στη Συρία το οποίο η Ρωσία επωφελήθηκε και έσπευσε να καλύψει. Παρά ταύτα, τίθεται το ερώτημα αναφορικά με την τελική εξυπηρέτηση των τουρκικών αξιώσεων επί των κουρδικών εδαφών στη Συρία, λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα στενούς δεσμούς με το PYD και το YPD.

Ο Σταύρος Ι. Δρακουλαράκος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, αρχισυντάκτης στο Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (CEMMIS) και ερευνητής στο Κέντρο για τον Θρησκευτικό Πλουραλισμό στη Μέση Ανατολή (CRPME).

Πηγή: Η Εποχή