Στις 24 Σεπτεμβρίου 2016 ο οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε την Τουρκία στην κατηγορία του «ακατάλληλου για επενδύσεις». Ανάμεσα στους λόγους που επικαλέστηκε ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης για την υποβάθμιση είναι η μεγάλης κλίμακας εκκαθαρίσεις στο κράτος, οι οποίες μεταξύ άλλων «προκαλούν αμφιβολίες για την ικανότητα των θεσμών χάραξης πολιτικής να επιτύχουν περαιτέρω πρόοδο τόσο στο νομοθετικό τομέα, όσο και στην εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων».
Η απόφαση αυτή ήρθε σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή γεωπολιτικών διεργασιών στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται οι αποφάσεις και οι προσανατολισμοί της Άγκυρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση της χώρας στην κατηγορία των «ακατάλληλων για επενδύσεις» έγινε σε ένα πλαίσιο σημαντικών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΗΠΑ για τα επόμενα βήματα αναφορικά με τον πόλεμο στη Συρία και ενώ ο Πρόεδρος Ερντογάν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Πέραν τούτων όμως, η πρόσφατη απόφαση του Moody’s λήφθηκε μετά την απόφαση του Standard & Poor’s που είχε ήδη υποβαθμίσει κατά δύο μονάδες την τουρκική οικονομία αμέσως μετά το πραξικόπημα και πριν την επικείμενη επίσης σημαντική αξιολόγηση του Fitch, η οποία αναμένεται στις αρχές του 2017. Συνεπώς η δημοσιοποίηση της αρνητικής έκθεσης του Moody’s δεν είναι καθόλου άσχετη με τις πολιτικές εξελίξεις. Όπως καθόλου άσχετη με τις πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν και η αναβάθμιση της Τουρκίας από τον ίδιο οίκο αξιολόγησης το 2013, επίσης μετά από σημαντική συνάντηση του Ερντογάν με τον Ομπάμα. Τότε όμως στο γεωπολιτικό πλαίσιο απουσίαζαν σημαντικά στοιχεία που σήμερα είναι περισσότερο από καθοριστικά. Η εμβάθυνση της στρατιωτικής εμπλοκής της Τουρκίας στο συριακό έδαφος, η κλιμάκωση της βίας στο Κουρδικό και φυσικά η πραξικοπηματική απόπειρα, είναι ίσως οι σημαντικότερες εξελίξεις που προκαλούν την ανησυχία των «αγορών».
Πέραν των άμεσων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων που θα έχει η αρνητική αξιολόγηση του Moody’s για μια οικονομία που εν πολλοίς ακόμα είναι εξαρτημένη από τις ροές ξένου κεφαλαίου, η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι σημαντική για ένα άλλο λόγο: Αυτό των επιπτώσεων του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην πολιτική οικονομία της Τουρκίας. Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δημοσιοποίηση της αξιολόγησης συμπίπτει και με την εντεινόμενη φημολογία περί πιθανής απόφασης του Ερντογάν να επιμηκύνει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης πέραν των τριών μηνών που αρχικά αποφασίστηκε. Φυσικά οι παρατηρήσεις του οίκου Moody’s δεν αφορούν στην ουσία των οικονομικών αποφάσεων της κυβέρνησης. Με αυτές δε φαίνεται να υπάρχει ισχυρή διαφωνία. Θεωρητικά φαίνεται όμως να υπάρχει «πρόβλημα» αφού οι ξένοι επενδυτές αντιμετωπίζουν πλέον περισσότερα οικονομικά και πολιτικά ρίσκα στην Τουρκία, εξαιτίας κυρίως της περιθωριοποίησης των «συμβατικών» μεθόδων λήψης αποφάσεων.
Η διακυβέρνηση της χώρας πλέον δεν εξαρτάται από την Εθνοσυνέλευση, αλλά από ένα κυβερνητικό διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου υπό την προεδρία Ερντογάν. Στο σημείο αυτό ακριβώς, η εν πολλοίς αναμενόμενη αρνητική αξιολόγηση του οίκου επανέφερε με «απρόσμενο» και έντονο τρόπο την ανάγκη συζήτησης για τους μεταπραξικοπηματικούς οικονομικούς ?προσανατολισμούς της Τουρκίας. Άλλωστε «οικονομία και πραξικόπημα» είναι ένα από τα ζητήματα που ελάχιστα έχουν αναλυθεί μέχρι σήμερα στη χώρα.
Μιλώντας ενώπιον του Τουρκο-Αμερικανικού Πολιτιστικού Συνδέσμου στη Νέα Υόρκη στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Ερντογάν περιέγραψε τον οικονομικό πόλεμο ενάντια στην κοινότητα Γκιουλέν ως εξής: «Στη διαδικασία που υπάρχει τώρα ευτυχώς έχουμε την ισχύ να κάνουμε πολλά πράγματα που σε κανονικές εποχές δε θα μπορούσαμε να κάνουμε. Τι γινόταν στο παρελθόν; Εμείς τους δίναμε οικόπεδα και ακίνητες περιουσίες για να χτίσουν σχολεία και να συμβάλουν στην οικονομία της χώρας μας. Μήπως θα μπορούσαμε να τα πάρουμε πίσω σε κανονικές συνθήκες; Δεν θα μπορούσαμε! Όμως τώρα με τα κυβερνητικά διατάγματα και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης τα παίρνουμε όλα πίσω και τα παραδίδουμε στο κράτος». Αυτή η -κατά πολλούς- αφοπλιστική ειλικρίνεια του Ερντογάν είναι όντως διδακτική από πολλές απόψεις. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας δημοσιοποιεί την αναντίλεκτη πραγματικότητα ενός καθεστώτος εξαίρεσης, το οποίο όπως λειτούργησε ιστορικά, έτσι συνεχίζει να λειτουργεί και στο τουρκικό πλαίσιο: είναι ένα μοντέλο διακυβέρνησης σε ένα συγκεκριμένο στάδιο που οι προηγούμενες «κανονικές» διαδικασίες φτάνουν στα όρια της αποτελεσματικότητας τους. Ζητήματα που ο «κυρίαρχος» ήθελε να προωθήσει αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους δεν μπορούσε, με την «έκτακτη ανάγκη» καθίστανται εφικτά και υλοποιήσιμα.
Η σημασία του αποσπάσματος της ομιλίας Ερντογάν αυξάνεται εάν συνυπολογιστεί ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τα κυβερνητικά διατάγματα δεν αφορούν πλέον μόνο στην κοινότητα Γκιουλέν. Μάλιστα εάν επικεντρωθεί κάποιος στην οικονομία, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι η «εξαιρετική κατάσταση» εργαλειοποιείται και αναπαράγεται από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με τρόπο που να θέτει τις βάσεις μιας ευρύτερης και μακροπρόθεσμης οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής της χώρας. Στο σημείο εκείνο που η εξουσία αντιλαμβάνεται ότι η χρονική διάρκεια της έκτακτης ανάγκης δεν είναι αρκετή για το βάθεμα του μετασχηματισμού, τότε δε θα διστάσει να την επιμηκύνει.
Είναι γεγονός ότι το νομικό και το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που αφορά στην τουρκική οικονομία δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά το πρόγραμμα της κυβέρνησης, έτσι όπως αυτό συγκροτήθηκε επίσημα με το τέλος των επαναληπτικών εκλογών του Νοεμβρίου 2015. Εκείνο όμως που ξεκαθαρίζει είναι ότι διαμέσου των κυβερνητικών διαταγμάτων, η Κυβέρνηση του ΑΚΡ θέλει να επιταχύνει την υλοποίηση τουλάχιστον των βασικών αξόνων του οικονομικού της οράματος.
Οι βασικοί άξονες περιστρέφονται κυρίως γύρω από την αναζήτηση απαντήσεων στους σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας που σημειώνονται ιδιαίτερα μετά το 2012. Το κυβερνών κόμμα στοχεύει στην εφαρμογή μιας πολιτικής με επίκεντρο την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής που να αγγίζει και το δύσκολο πεδίο των προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Όμως η τουρκική Κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει λύσεις στην οικονομική στασιμότητα των τελευταίων χρόνων χωρίς την ύπαρξη ενός ισορροπημένου αναπτυξιακού πλάνου. Ενώ από τη μια πλευρά οικοδομούνται οι βάσεις ενίσχυσης της ενθάρρυνσης των τοπικών επενδύσεων, ενώ παραχωρούνται νέες πηγές κερδοφορίας προς τους επιχειρηματικούς κύκλους της χώρας, από την άλλη δεν σημειώνεται καμιά απαίτηση για συγκεκριμένα αποτελέσματα σε επίσης συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εκ μέρους του κράτους.
Και «κρατικό ταμείο πλούτου»
Η δημιουργία του «κρατικού ταμείου πλούτου» είναι μια επιπλέον αξιοπρόσεχτη πολιτική του ΑΚΡ στο μεταπραξικοπηματικό οικονομικό πλαίσιο. Ουσιαστικά η ίδρυση του εν λόγω επενδυτικού ταμείου γίνεται για να υποστηριχθούν τα τεράστια έργα υποδομής, τα οποία βρίσκονται σε στάδιο σχεδιασμού ή υλοποίησης. Το διάσημο «κανάλι Κωνσταντινούπολης» το οποίο αναμένεται να δημιουργήσει τεχνητό νησί, το τρίτο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, νέες υποθαλάσσιες γραμμές τρένων και μετρό, καθώς και ο σταθμός πυρηνικής ενέργειας στην περιοχή Άκουγιου, είναι μεταξύ των έργων που θέλει να στηρίξει το εν λόγω ταμείο. Εξαιτίας της οικονομικής στασιμότητας των τελευταίων χρόνων, έργα αυτού του μεγέθους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να αυτοχρηματοδοτούνται ή και να ενισχύονται από το κράτος. Για κάποιο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση ΑΚΡ επέλεξε τον δρόμο της παροχής εγγυήσεων αυτών των επενδύσεων μέσα από το κρατικό ταμείο. Όμως αυτή η επιλογή τελικά προκαλούσε επιπρόσθετα βάρη στον κρατικό προϋπολογισμό. Το «ταμείο πλούτου» έγινε με στόχο να αποτελέσει μια ιδιότυπη οικονομική εγγύηση εκτός των πλαισίων του κρατικού προϋπολογισμού.
Πέραν όμως από αυτή τη διάσταση, ο τρόπος που προωθείται το ταμείο παραπέμπει στην εμφάνιση ενός «παράλληλου προϋπολογισμού», ο οποίος δεν θα υπόκειται σε κανένα ουσιαστικό δικαστικό ή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Οι πηγές χρηματοδότησης του ταμείου, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, φαίνεται να είναι τα έσοδα από τις νέες μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, από τα ανεργιακά ταμεία και τα διάφορα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων των εργαζομένων, καθώς και από την εισροή ξένων κεφαλαίων τα οποία σύμφωνα με τα κυβερνητικά διατάγματα δεν θα περνούν από τους παραδοσιακούς ελέγχους. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση του ΑΚΡ πετυχαίνει μεταξύ άλλων και έναν παράλληλο στόχο, αυτόν της κατακόρυφης αύξησης των ιδιωτικοποιήσεων. Για παράδειγμα στο πρώτο πλάνο των επόμενων ιδιωτικοποιήσεων τέθηκαν οι ακίνητες περιουσίες και γενικότερα οι υποδομές κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών όπως κρατική ραδιοτηλεόραση, η Διεύθυνση Βακουφίων, η κρατική εταιρεία ζάχαρης, η κρατική εταιρεία κάρβουνου, η Εταιρεία Πετρελαίων Τουρκίας. Ο συνολικός αριθμός των κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών των οποίων σε πρώτη φάση σχεδιάζεται η ιδιωτικοποίηση των ακινήτων τους, φτάνει τους 113, πάντα σύμφωνα με τα κυβερνητικά διατάγματα. Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον ότι η ιδιωτικοποίηση των υποδομών αυτών των οργανισμών προέκυψε ως απάντηση του ΑΚΡ στις μεγάλες αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατάφεραν να εμποδίζουν την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Και σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση διευκολύνθηκε μέσα από το καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Η έκτακτη ανάγκη για τους εργαζομένους…
Οι οικονομικές ρυθμίσεις του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία δεν αφορούν μόνο στο επίπεδο του επιχειρηματικού κόσμου. Αντίθετα επηρεάζουν καθοριστικά τα ευρύτερα στρώματα των εργαζομένων, δημιουργώντας νέες εστίες αντιπαραθέσεων και πόλωσης. Άλλωστε η ιστορική εμπειρία τόσο των στρατιωτικών πραξικοπημάτων όσο και των καθεστώτων εξαίρεσης ή στρατιωτικών νόμων στην Τουρκία επιβεβαιώνει τις συνέπειες όχι μόνο στην υπόθεση της αναδιάταξης των οικονομικών ισορροπιών στα επιχειρηματικά στρώματα, αλλά και τη βίαιη αλλαγή των εργασιακών σχέσεων. Τα κυβερνητικά διατάγματα που εκδόθηκαν μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση του ΑΚΡ περιορίζουν αισθητά ή και καταργούν βασικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως αυτό της συνδικαλιστικής δράσης.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία σε αυτό το επίπεδο αποκαλύπτουν ότι σε περίοδο λιγότερη των τριάντα ημερών μετά την αποτυχημένη πραξικοπηματική απόπειρα, έγινε χρήση ευρείας αστυνομικής βίας για την καταστολή απεργιών σε τέσσερις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις και δήμους, σημειώθηκαν απολύσεις εργαζομένων με αιτιολογικό τη συντεχνία στην οποία ήταν οργανωμένοι, ενώ συνελήφθηκαν εκατοντάδες εργαζόμενοι μόνο με την «υποψία» ότι ήταν οργανωμένοι σε «ύποπτες συντεχνίες». Στην εταιρεία ΙΜΕΣ, η απάντηση που πήραν οι εργαζόμενοι στο αίτημά τους για μισθολογικές αυξήσεις ήταν παραπάνω από χαρακτηριστική: «Ελάτε στα σύγκαλά σας! Υπάρχει καθεστώς έκτακτης ανάγκης!». Ο χώρος δοκιμής των νέων εργασιακών σχέσεων που σχεδιάζει η κυβέρνηση είναι ο χώρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί είναι ήδη απολυμένοι, ενώ τα κυβερνητικά διατάγματα έθεσαν το πλαίσιο της νέας εργοδότησης: πέραν των εξετάσεων θα υπάρχει πλέον προσωπική συνέντευξη και ο υποψήφιος θα εργοδοτείται στη βάση προσωπικού συμβολαίου τεσσάρων χρόνων. Η πληρωμή θα γίνεται «με την ώρα» και δεν θα έχει το δικαίωμα επιλογής μετάθεσης πριν συμπληρώσει έξι χρόνια συνεχούς υπηρεσίας.
Λαμβανομένου υπόψη του δεδομένου ότι η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί περίπου το 40% του δημόσιου τομέα της Τουρκίας, τότε γίνεται πιο εύκολα κατανοητό το μέγεθος της σημασίας του μοντέλου εργοδότησης που εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή στα σχολεία. Και είναι ακριβώς το συγκεκριμένο μέγεθος και το περιεχόμενο του μοντέλου των εργασιακών σχέσεων που φαίνεται να γεννούν και τα νέα πεδία της κοινωνικής αντιπαράθεσης του επόμενου χρονικού διαστήματος στη χώρα.
Ο Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος