Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ταμείο Ανασυγκρότησης, εφόσον γίνει δεκτή, μπορεί να αποτρέψει τις διαλυτικές τάσεις που εμφανίστηκαν στην Ένωση με την κρίση του κορονοϊού. Τις διαλυτικές τάσεις τροφοδότησε η ευρωκόπωση των κρατών του Νότου – που είχαν πληγεί περισσότερο από την κρίση του 2009 και δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν με δικές τους δυνάμεις την οικονομική κρίση ως συνέπεια της πανδημίας – και της πλειονότητας των κρατών του Βορρά – τα οποία δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε νέες μεταβιβαστικές πληρωμές και ζητούν να δοθεί μεν βοήθεια, αλλά με τη μορφή δανείων και με αυστηρούς όρους, δηλαδή Μνημόνια. Αυτό δεν θα γινόταν δεκτό από τα δύο μεγάλα κράτη του Νότου, την Ισπανία και την Ιταλία, για τις οποίες η άρνηση να συνάψουν μνημόνια, δηλαδή να βρεθούν στη θέση που οδήγησαν την Ελλάδα οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας το 2010, είναι, εκτός της οικονομικής ανοησίας και ζήτημα γοήτρου.
Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών ώστε να υπάρξει συμφωνία που θα γίνει ομόφωνα δεκτή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η δήλωση του αντιπροέδρου της Κομισιόν Ντομπρόβσκις ότι θα ισχύει η ενισχυμένη εποπτεία για την Ελλάδα και ότι τα κράτη που θα πάρουν ευρωπαϊκή ενίσχυση θα πρέπει να καταθέσουν προγράμματα που, εκτός από επενδύσεις με τους ευρωπαϊκους πόρους θα περιέχουν και «μεταρρυθμίσεις», έχει βέβαια σκοπό να καθησυχάσει τους «σκληρούς του Βορρά», αλλά αυτό σημαίνει ότι θα είναι μέρος της τελικής απόφασης.
Και καλά, στην Ελλάδα έχουμε κυβέρνηση προθύμων που έτσι κι αλλιώς ασκεί πολιτική μνημονίων, τι όμως θα πουν η Ιταλία, η Ισπανία πόσο μάλλον η Γαλλία; Διότι οι «μεταρρυθμίσεις» που εννοεί ο Ντομπρόβσκις θα έχουν σκοπό την «ανταγωνιστικότητα» με μέτρα για τις εργασιακές σχέσεις, την προσέλκυση επενδύσεων με ιδιωτικοποιήσεις σαν τη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση του νερού στην Ελλάδα, νέες παρεμβάσεις στα ασφαλιστικά συστήματα των κρατών μελών.
Στην πανδημία αποδείχτηκε παντού πόσο κρίσιμο είναι το δημόσιο σύστημα υγείας – μάλιστα η γερμανική Ακαδημία Φυσικών Επιστημών αποφάνθηκε ότι ο ρόλος του Δημοσίου και των δημόσιων Πανεπιστημίων στην Υγεία είναι αναντικατάστατος – όμως θα ήταν αφέλεια να θεωρήσει κανείς ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις σε αυτόν τον τομέα θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια να τον ιδιοποιηθούν και ότι στο άμεσο μέλλον θα λείψουν οι πολιτικοί υποστηρικτές τους. Βέβαιο είναι επίσης ότι οι πλουσιότερες χώρες που μπορούν να δανειστούν και να δαπανήσουν μεγάλα ποσά από εθνικούς πόρους θα βγουν σχετικά ενισχυμένες, δηλαδή οι ανισότητα στην ΕΕ στο τέλος θα είναι μεγαλύτερη.
Το πρότυπο των «θεσμών» και οι αντιστάσεις
Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι, όπως και αν διαμορφωθεί το τελικό σχέδιο για τη διάθεσή τους, θα χρησιμοποιηθούν με σκοπό να επιβληθεί το πρότυπο που «οι θεσμοί» πήγαν να επιβάλουν και σε μεγάλο βαθμό επέβαλαν στην Ελλάδα, το ίδιο που εδώ και δεκαετίες επιβάλλεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Ως έναν βαθμό αυτό δεν θα μπορέσει να αποτραπεί, βλέπεις ακόμα και στις χώρες με προοδευτική ή σχετικά προοδευτική κυβέρνηση δεν έχει εκλείψει η ισχύς του νεοφιλελευθερισμού στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ακόμα και στο εσωτερικό κομμάτων της Αριστεράς.
Μέχρι πού όμως θα μπορέσουν να πάνε, αυτό θα εξαρτηθεί από τις αντιστάσεις που θα υπάρξουν, αλλά και από τα σχέδια που θα προβάλουν προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και προοδευτικές επιστημονικές κοινότητες, σχέδια τέτοια που θα μπορούν να πείσουν, ώστε π.χ. οι κινητοποιήσεις κατά των «βιομηχανικών αιολικών πάρκων» να μην έχουν τη μορφή «όπου αλλού αλλά όχι στον τόπο μου», αλλά την έγνοια για την καθαρή ενέργεια με προστασία του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Ή: η έξοδος από την παραγωγή ενέργειας με λιγνίτη να μην περιέχει την οικονομική καταστροφή των περιοχών του λιγνίτη ή την παράδοσή τους στις «αρπαχτές» μεγάλων οικονομικών ομίλων, όπως φαίνεται να σχεδιάζει ο κ. Χατζιδάκης. Τα παραδείγματα είναι κάθε άλλο παρά άτοπα, γιατί εκεί θα πέσουν τα πολλά λεφτά.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ετοιμάζεται. Η επιστημονική επιτροπή που συστήθηκε κάθε άλλο παρά καλά προοιωνίζεται. Ο πρόεδρος της, ο κ. Πισσαρίδης, πήρε, μαζί με άλλους, το βραβείο Νόμπελ για μια εργασία σχετική με την ανεργία και την καταπολέμησή της που ρίχνει την ευθύνη στους άνεργους και τις άνεργες. Ο αναπληρωτής του είναι επικεφαλής του «θινκ-τανκ» των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων. Μια ομάδα δηλαδή που εγγυάται τα χειρότερα. Εν παρόδω, οι μαρξιστές, γενικότερα οι προοδευτικοί οικονομολόγοι έχουν μεγάλη ευθύνη που αφήνουν τους αντιπάλους τους χωρίς δημόσιο αντίλογο – δεν λέω ότι θα τους «εξαφάνιζαν» επιστημονικά, αλλά κάτι θα έμενε στο δημόσιο χώρο από την κριτική, ο τίτλος «νομπελίστας» θα έχανε κάτι από τη λάμψη του και τα προοδευτικά ρεύματα της οικονομικής επιστήμης θα είχαν μεγαλύτερο κύρος.
Οι ανάγκες υπέρτερες
Τέλος: φτάνουν τα λεφτά; Τα ποσά εντυπωσιάζουν: το δάνειο εκατοντάδων δισεκατομμυρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρηματοδότηση του Ταμείου, οι δεκάδες και εκατοντάδες δισεκατομμυρίων που θα κατευθυνθούν στα κράτη μέλη. Μια πιο προσεκτική ματιά όμως μετριάζει τον εντυπωσιασμό. Πρώτ’ από όλα ο χρόνος. Χρήματα θα εκταμιευθούν το 2021, όταν η κρίση θα κορυφώνεται. Έπειτα οι ανάγκες. Ένα σημαντικό μέρος θα χρειαστεί για την προστασία των ανέργων, των ανθρώπων που θα φτωχύνουν – και αυτοί φτάνουν μέχρι βαθιά στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα, ακόμα και στα ανώτερα, γενικά των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.
Έπειτα θα χρειαστούν πόροι για την ανάπτυξη των συστημάτων υγείας και την οικοδόμηση εθνικών ή ευρωπαϊκών πηγών και αλυσίδων τροφοδοσίας έπειτα από την αποτυχία των παγκοσμιοποιημένων συστημάτων να ανταποκριθούν στις ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία. Τα συστήματα κοινωνικης ασφάλισης έχουν ήδη και θα συνεχίσουν να έχουν μεγάλες απώλειες που θα χρειαστεί να αναπληρωθούν. Και όλα αυτά χωρίς τους αναγκαίους πόρους για την ανάκαμψη της οικονομίας, τον οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής, των μετακινήσεων και των μεταφορών.
Θελω να πω: τα προγράμματα «Μένουμε όρθιοι» Ι και ΙΙ είναι πολύ καλά, λεπτομερή, μελετημένα, και πειστικά και κατάλληλα για να κινητοποιήσουν. Χρειαζόμαστε τώρα το πρόγραμμα «Βγαίνουμε από την κρίση», και το χρειαζόμαστε τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή