Η κρίση εμπιστοσύνης όσον αφορά στους δεσπόζοντες νομισματικούς μηχανισμούς οδηγεί, ιστορικά, στην αναζωπύρωση συζητήσεων σχετικά με την επινόηση εναλλακτικών λύσεων για το ξεπέρασμά της ή για την άμβλυνση των συνεπειών που αυτή προκαλεί. Δεν είναι, επομένως, δυσεξήγητο πως ο κλονισμός εμπιστοσύνης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων έναντι του συμβατικού νομίσματος -που καταγράφηκε και κατά την τελευταία κρίση (2008 και μετά), όπου κυρίαρχη υπήρξε η χρηματοπιστωτική διάσταση αυτής- οδήγησε σε πολλαπλασιασμό σχετικών αναζητήσεων και κοινωνικών πειραματισμών. Πειραματισμών αναφορικά με τις δυνατότητες αξιοποίησης υφιστάμενων ή νεοφυών εναλλακτικών τοπικών (κατ’ άλλους και κοινωνικών) νομισμάτων. Ήδη μέχρι το 2013 είχαν καταγραφεί περίπου 5.000 τέτοια νομίσματα (B. Lietaer, 2013).
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, μάλιστα, τέτοιου τύπου πειράματα έρχονται -ακόμα και όταν οι εμπνευστές τους αποφεύγουν να τα χαρακτηρίσουν ως νομίσματα- να λειτουργήσουν παράλληλα ή συμπληρωματικά προς το επίσημο εθνικό (ή υπερεθνικό) νόμισμα. Τούτο στο βαθμό που εκπληρούν βασικές λειτουργίες του νομίσματος, αφού είναι και μονάδα μέτρησης και μέσο πληρωμής, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν γενικευμένη αγοραστική δύναμη (καθώς λειτουργούν για ορισμένα μόνο αγαθά και υπηρεσίες και σε ορισμένο χωρο-τόπo/territoire). Κατά κανόνα, βέβαια, αυτά εγγράφονται στις τάσεις αμφισβήτησης του κρατικού εξουσιαστικού μονοπωλίου στο πλαίσιο της ανάδυσης μιας νομισματικής ποικιλότητας, η οποία, εκτός των άλλων, επιχειρεί να αμβλύνει ορισμένες, τουλάχιστον, από τις δυσμενείς συνέπειες που έχει επιφέρει στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες η νεοφιλελεύθερη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση. Τα Τοπικά Συμπληρωματικά Νομίσματα (ΤΣΝ) αντισταθμίζουν την «ύβρη» του νομισματικού συστήματος και πλούτου.
Πράγματι, τα νομίσματα αυτά θεωρείται (Chr. Fourel et al. 2015) ότι απαντούν στις σύγχρονες δυσλειτουργίες της (χρηματιστικής) οικονομίας, ανανεώνοντας τη φύση των ανταλλαγών και ενισχύοντας τον κοινωνικό δεσμό, ευνοώντας έτσι την χωρο-τοπική ανάπτυξη και τις ανταλλαγές σε μια κυκλική οικονομία και μέσα από ένα πνεύμα αλληλεγγύης και υπευθυνότητας. Επίσης, ενισχύεται η τοπική ανθεκτικότητα ως θετική επίδραση (εξωτερικότητα) που μπορούν να έχουν αυτά τα νομίσματα σε περιόδους κρίσης των επίσημων νομισμάτων, φέρνοντας στην επιφάνεια κρυμμένο (και άλλου είδους –«ποιοτικό») πλούτο.
Έτσι, τα Τοπικά Συμπληρωματικά Νομίσματα (ΤΣΝ) επιτρέπουν τον επαναπροσδιορισμό του νομίσματος, αλλά και των χωρο-τοπικών ενοτήτων (territoires) ως σύνθεσης πολλών διαστάσεων (οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής, πολιτιστικής), όπως και τη σχέση γενικότερα με την οικονομία και την ευημερία. Εδώ πλέον το νόμισμα ως συλλογική κοινωνική κατασκευή, και όχι μόνο ως εργαλείο ανταλλαγών (P.O Ahmed, 2016), γίνεται « κοινό», όχι μόνο ως πόρος, αλλά και ως συλλογική ρυθμιστική πρακτική, άρρηκτα δεμένο με τον χωρο-τόπο.
Αναβάθμιση της εργασίας έναντι του κεφαλαίου
Μια κύρια και ενδιαφέρουσα, ανάμεσα σε άλλες, λειτουργία των εναλλακτικών κοινωνικών νομισμάτων (κοινοτικών νομισμάτων, εναλλακτικών μικρονομισμάτων, τοπικών συστημάτων ανταλλαγών κ.ά.) είναι ότι ενθαρρύνουν την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τοπικές επιχειρήσεις. Έτσι, το χρήμα ανακυκλώνεται εντός της τοπικής οικονομίας, περιορίζοντας τη διαρροή πλούτου από την τοπική κοινότητα και ενισχύοντας στρατηγικές τοπικής επανεπένδυσης και ανάπτυξης, ιδίως στο βαθμό που τούτα συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με ενεργοποίηση και τοπικών συνεταιριστικών τραπεζών. Ειδικότερα, ένας μηχανισμός που συνδυάζει ΤΣΝ και πίστωση, δημιουργεί ισχυρή δυναμική για τη δημιουργία δικτύου εναλλακτικών επιχειρήσεων σ’ ένα χωρο-τόπο απεξαρτημένο από εξωτερικές αβέβαιες και τοξικές ροές. Τα παραπάνω έχουν, κατά κανόνα, ως συνέπεια τη δημιουργία συνθηκών ευνοϊκών για την αναβάθμιση (ποιοτική και ποσοτική) του ρόλου των δυνάμεων της εργασίας έναντι εκείνων του κεφαλαίου.
Με άλλα λόγια, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί (J. Rifkin, 2014), μέσα σε μια συγκεντρωτική οικονομία της αγοράς που γίνεται όλο και πιο δυσλειτουργική, τέτοια εναλλακτικά μικρονομίσματα έχουν αναδειχτεί σε νέο μηχανισμό συναλλαγών, καταφέρνοντας παράλληλα να δίνουν δουλειά σε κάποιο κόσμο και μάλιστα στις περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Πέρα από αυτό, το νόμισμα δημοκρατικοποιείται και γίνεται «κοινό», όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς, μέσω του νομισματικού πλουραλισμού και της διαφυγής από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς των επίσημων νομισμάτων, προκύπτουν μέσα συναλλαγών που διοικούνται άμεσα από τους χρήστες για να αντιμετωπίσουν τη σπανιότητα του χρήματος και γίνονται έτσι μηχανισμοί διανομής και όχι συγκέντρωσης (τοπικού) πλούτου.
Τώρα, μιλώντας πιο συγκεκριμένα, είναι φανερό πως τα κοινωνικά και συμπληρωματικά νομίσματα προσπαθούν να επιτύχουν μερικούς στόχους που δεν ικανοποιούνται από ένα εθνικό (ή υπερεθνικό) νόμισμα (M. Fare, Altern. Econom. Hors-serie, no 105/2016): χωροτοπική (ενδογενής) ανάπτυξη, ανάδειξη και αξιοποίηση οικο-συμπεριφορών και ενίσχυση της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης.
Τούτο στο βαθμό που ειδικότερα οι χωροτόποι, ως συλλογικές πολυσύνθετες δημιουργίες και όχι απλώς εδαφικές και διοικητικές περιοχές, αποτελούν προνομιακές κλίμακες τόσο για τον υπολογισμό και τη ρύθμιση των ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, όσο και για μετασχηματιστικές πρωτοβουλίες «εκ των κάτω» (πολίτες, ΜΚΟ, επιχ/σεις κ.λπ.), και με αναφορά και απεύθυνση «προς τα κάτω» σε συνάρθρωση – δικτύωση και με άλλες μάλιστα χωροτοπικές κλίμακες.
Από άλλη οπτική (Chr. Fourel, et al., 2015), καταγράφονται τρεις ιδεότυποι τέτοιων νομισμάτων, τα οποία μπορούν και να συνδυάζονται πολλές φορές. Πρώτον, τα τοπικά «θεματικά» νομίσματα (π.χ. χορήγηση δανείων με πολύ χαμηλό επιτόκιο σε αποκλεισμένα και μειονεκτούντα άτομα ή νομίσματα που κυκλοφορούν σ’ ένα μόνο τομέα δραστηριότητας). Στη συνέχεια, τα νομίσματα «αντι-κρίσης», που διευκολύνουν τις διεπιχειρησιακές συναλλαγές και τη ρευστότητα σε περιόδους ύφεσης. Και, τέλος, τα «κλασσικά» τοπικά συμπληρωματικά νομίσματα, τα οποία βασίζονται σε ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών εντός ενός τοπικού μικρού δικτύου και που έχουν κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα και στόχο.
Κοινωνική επανένταξη μέσω ανταλλαγής
Έχει παρατηρηθεί πως στην εμπειρική πραγματικότητα υπάρχουν δυο, κυρίως, προσεγγίσεις – στόχοι των εναλλακτικών συμπληρωματικών νομισμάτων (St. Demeulenaere, 2005).
Η πρώτη «αξιοποιεί» το συμπληρωματικό νόμισμα μέσω της κοινωνικής εμπιστοσύνης και του κοινοτικού δεσμού (επιχειρεί έτσι να απαντήσει στην κλονισμένη εμπιστοσύνη έναντι των συμβατικών νομισμάτων). Το νόμισμα δηλαδή, εκδίδεται εδώ τοπικά και υπό τον έλεγχο της κοινότητας – ένωσης πολιτών ή τοπικού δήμου. Στόχος είναι η κοινωνική συνοχή, η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη, η αξιοποίηση των παραδοσιακών υποτιμημένων δραστηριοτήτων (γυναικεία εργασία, ανταλλαγή γνώσεων και τεχνικών, αγαθών, υπηρεσιών). Πρόκειται για την καθαρή και κυριολεκτική έννοια του κοινωνικού νομίσματος από τη δεκαετία του ‘80, κυρίως για μη εμπορευματικές συναλλαγές (νομίσματα πρώτης γενιάς, όπως τα Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγών LETS -Local exchange Trading System-, ή, από το 1994 στη Γαλλία, τα SEL -Systèmes d’ Echange Local- οι τράπεζες χρόνου, ειδικότερα για υπηρεσίες ως νομίσματα δεύτερης γενιάς, με πιο παλιό και σημαντικότερο το fureai Kippu στην Ιαπωνία από το 1973 και ουσιαστικά από το 1990, οπότε γνώρισε μεγάλη επέκταση). Τα νομίσματα αυτά είναι μη μετατρέψιμα, και ειδικότερα τα SEL προσανατολίσθηκαν σταδιακά σε αποκλεισμό εμπορικών και επαγγελματικών ανταλλαγών (σε αντίθεση με τα LETS στη Μεγάλη Βρετανία). Υπολογίζεται ότι ήδη το 2013 υπήρχαν πάνω από 2.500 δίκτυα και δομές τέτοιων εγχειρημάτων πρώτης γενιάς στον κόσμο (J. Blanc, M. Fare, in Chr. Fourel et al. οπ. παρ. , 2015). Εδώ έχουμε να κάνουμε συνήθως με συστήματα – «κύκλους» κλειστών ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών (τράπεζες χρόνου) ανάμεσα σε άτομα, τα οποία κυρίως ανήκουν σε διάφορες μη κερδοσκοπικές ενώσεις. Η αρχική ιδέα ήταν να δοθεί στα κοινωνικά (αλλά και νομισματικά) αποκλεισμένα άτομα η δυνατότητα κοινωνικής επανένταξης μέσω της ικανότητας ανταλλαγών.
Χρηματοδοτική λύση στην κρίση
Η δεύτερη προσέγγιση περιλαμβάνει νομίσματα μετατρέψιμα, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί το συμπληρωματικό εναλλακτικό νόμισμα συνδέοντάς το με φυσικούς πόρους ή με το εθνικό νόμισμα. Πρόκειται για πρωτοβουλίες, πέραν των ανταλλαγών και της αμοιβαίας πίστωσης, που βασίζονται στη δημιουργία νέων τοπικών νομισμάτων. Οι νομισματικές αυτές δομές συχνά δημιουργούν εταιρικές σχέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτως ώστε δημόσιες υπηρεσίες (μεταφορών, υγείας κ.λπ.) και τοπικοί φόροι να πληρώνονται με το τοπικό νόμιμα (J. Blanc, M. Fare ό.π.). Τέτοιο είναι το σύστημα Ithaka – hour από το 1991, που αντλεί σημαντικό μέρος της ισχύος του από την υποστήριξη (και το κύρος) που του παρέχει το τοπικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Διευκρινίζεται, βέβαια, σχετικά πως τα νομίσματα αυτού του τύπου γίνονται δεκτά από τις τοπικές επιχειρήσεις. Παρόμοια εξάλλου είναι και η περίπτωση του νομίσματος της κοινότητας Wörgl στην Αυστρία (περιφέρεια Τιρόλο, όπου το γνωστό ομώνυμο τοπικό νόμισμα δημιουργήθηκε από το δήμαρχο κατά τη φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης 1932-33). Στην ίδια λογική εγγράφεται και το νόμισμα WIR (που ξεκίνησε το 1934 στην Ελβετία για να φτάσει σήμερα να δικτυώνει 60.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων υπάρχει ένας στενότερος «κύκλος» συμβεβλημένων επιχειρήσεων που δεσμεύονται πως ορισμένο ποσοστό των συναλλαγών τους το πραγματοποιούν στο εναλλακτικό νόμισμα (WIR) και το υπόλοιπο στο επίσημο νόμισμα. Ιδίως δε όσες επιχειρήσεις δανείζονται από την τοπική συνεταιριστική τράπεζα, αναλαμβάνουν και την υποχρέωση να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους στο εναλλακτικό νόμισμα, ενισχύοντας έτσι τη ζήτηση για το παράλληλο νόμισμα (πρόκειται στην ουσία, δηλαδή, για μετεξέλιξη τούτων σε μέσα πληρωμής).
Μια ιδιαίτερη μορφή αμοιβαίας πίστωσης (όχι εδώ χρονονομισματικής), και λειτουργούσα επίσης μεταξύ τοπικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με καθαρά εναλλακτικό οικονομικο-νομισματικό χαρακτήρα, είναι και το σύστημα αμοιβαίας πίστωσης sardex που λειτουργεί από το 2010 στη Σαρδηνία (M. Amato, Altern. Econ., 6/2010). Το σύστημα αυτό βασίζεται (όπως αφετηριακά γινόταν και με το WIR) στο λογιστικό συμψηφισμό (θυμίζει την Κευνσιανικής έμπνευσης – 1944 – Internat. Clearing Union). Στο σύστημα αυτό μετέχουν όλοι, σχεδόν, οι τοπικοί κοινωνικο–οικονομικοί φορείς (μικρομεσαίες επιχ/σεις, σύλλογοι, συνδικάτα εργαζομένων, ενώσεις, τοπική αυτοδ/ση κ.λπ.). Πρόκειται περισσότερο για μονάδα λογαριασμού(S. Cohen, in Chr Fourel et al. οπ παρ.) και φαίνεται να αποτελεί μια χρηματοδοτική λύση στην κρίση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σήμερα η αξία των συναλλαγών σε sardex είναι 100 εκατομμύρια ανάμεσα σε 3.000 επιχειρήσεις (M. Amato, οπ. παρ))
Τονίζεται επιπρόσθετα πως και άλλα πειράματα εμφάνισαν αξιοπρόσεκτη δυναμική από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στη Γερμανία, όπου υπάρχει και Ένωση Εναλλακτικών Νομισμάτων -Regiogeld (S. Moatti, 2006), αλλά και στη Γαλλία. Από τα πιο γνωστά (τρίτης γενιάς) είναι στη Γερμανία το Chiemgauer στη Βαυαρία – Ρόσενχαϊμ, ενώ και στη Γαλλία, πέρα από το SOL, παρατηρείται μετά το 2010 μια νέα άνθηση των τοπικών νομισμάτων, με είκοσι καταγεγραμμένες σχετικές εμπειρίες και με πιο γνωστή περίπτωση αυτή του eusko, με νομισματικό όγκο της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων ευρώ για ένα πληθυσμό μικρότερο των 200.000 κατοίκων. Ανάλογα πειράματα αργότερα αποτελούν τα τοπικά νομίσματα των «πόλεων σε μετάβαση» στη Μεγάλη Βρετανία (Brixton, Βristol, Totnes, Lewes, Stroud) και τα τοπικά εναλλακτικά νομίσματα στη Βραζιλία, τα οποία είναι ενσωματωμένα στις κοινοτικές τράπεζες ανάπτυξης (Palmas -Banco Palmas). Σε αυτού του τύπου νομίσματα (200 περίπου στον κόσμο, εξ ων τα μισά στη Βραζιλία) υπάρχει καθορισμένη ισοτιμία τοπικού και εθνικού νομίσματος και μετατρεψιμότητα. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τα προηγούμενα, εδώ είναι το εθνικό νόμισμα που πρέπει να μετατραπεί σε τοπικό για να μπορέσει το τελευταίο να κυκλοφορήσει στο δίκτυο (M. Fare, 2016), είτε ως κουπόνι είτε σπανιότερα σε ηλεκτρονική μορφή.
Κίνητρο περιβαλλοντικής και καταναλωτικής υπευθυνότητας
Μια ιδιαίτερη, τέλος, περίπτωση αποτελεί αυτή των νομισμάτων της νεότερης (τέταρτης) γενιάς, τα οποία ως συμπληρωματικά του εθνικού νομίσματος εμπεριέχουν, επιπρόσθετα, τα στοιχεία ανταμοιβής και ενίσχυσης συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από περιβαλλοντική και καταναλωτική υπευθυνότητα, πέραν της προώθησης της τοπικής οικονομίας, του αλληλέγγυου δεσμού και της κοινωνικής συνοχής. Σε αυτήν την κατηγορία ΤΣΝ, ολιγάριθμων είναι αλήθεια και δύσχρηστων πέραν άλλων (NU στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας), θα μπορούσε να συμπεριληφθεί, επίσης, και το eco – iris που από το 2012 «ανθεί» στις Βρυξέλλες. Το «νόμισμα», βέβαια, αυτό δεν προήλθε «εκ των κάτω», αλλά προέκυψε από πρωτοβουλία της περιβαλλοντικής και ενεργειακής διοίκησης της περιφέρειας των Βρυξελλών. Συγκεκριμένα, οι πολίτες αποκτούν eco – iris αφού πραγματοποιήσουν δράσεις και πράξεις περιβαλλοντικές (π.χ. μείωση του τιμολογίου της ενέργειας ή μείωση κατανάλωσης νερού ή χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, ή συμμετοχή σε συλλογική κομποστοποίηση, αγορά ποδηλάτου κ.ά.). Όταν μετά απ’ αυτή την επίδοση λάβουν ως ανταμοιβή τα κουπόνια, μπορούν να τα εξαργυρώσουν για διάφορες αγορές αγαθών (διατροφής, ένδυσης) σε συμβεβλημένα καταστήματα, ή και για πληρωμή παρεχόμενων υπηρεσιών. Το eco iris είναι ενεχυριασμένο στο ευρώ (1 eco = 0, 1 ευρώ) και μετατρέψιμο μόνο για τους εμπόρους.
Τα πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων πληρωμών έναντι συστημάτων αμοιβαίας πίστωσης εντοπίζονται στο ότι τα πρώτα διεκδικούν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση, αλλά και προωθούν συνεργασίες (εταιρικές σχέσεις) με τοπικές τράπεζες, ιδίως συνεταιριστικές, την τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ. Παράλληλα, επιδιώκουν να γίνεται η πληρωμή τοπικών φόρων και τελών, αλλά ακόμη και η πληρωμή δημόσιου χαρακτήρα υπηρεσιών (π.χ. μεταφορές), με νομίσματα αυτού του είδους.
Μοχλός αλλαγής
Γίνονται φανερά με τα όσα αναφέραμε, τα πλεονεκτήματα που εμφανίζουν τα τοπικά εναλλακτικά νομίσματα, λειτουργώντας ως παράλληλα ή συμπληρωματικά του «επίσημου» νομίσματος μέσα πληρωμής. Πέρα από τη σπουδαιότητα που έχουν αυτά ως προς την προώθηση εναλλακτικών αξιών των οποίων φορείς είναι οι εμπνευστές τους (αλλά και πολλοί από τους χρήστες τους), συμβάλλουν ποικιλοτρόπως σε μια κατεύθυνση που υπαγορεύεται από προτάγματα περί εναλλακτικής χωρο-τοπικής ανάπτυξης.
Πραγματικά, ο ρόλος ενός τέτοιου νομίσματος ως «συνδημιουργού» χρήματος, μέσω μιας «διαπλαστικής» διαδικασίας που εκφεύγει των χειραγωγικών ορίων του επίσημου τραπεζικού συστήματος, μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικός σε μια τέτοια κατεύθυνση. Η αξιοποίηση σε τοπικό επίπεδο της δημιουργούμενης ρευστότητας, έρχεται τελικά να ενισχύει τον εισοδηματικό πολλαπλασιαστή, γεγονός που συνεπιφέρει θετικές επιπτώσεις στη ζήτηση κάτι που αποτυπώνεται, εντόνως, σε επίπεδο τοπικών αγορών. Τούτο είναι ένας πρόσθετος παράγοντας που λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αύξησης της απασχόλησης με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Τα παραπάνω διευκολύνονται όταν τα νομίσματα αυτού του χαρακτήρα συνδυάζονται τόσο με άλλα εργαλεία και δίκτυα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (μικροπίστωση, αλληλέγγυα χρηματοδότηση και αποταμίευση, μικροσυνεταιρισμοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, συνεταιριστικές και ηθικές τράπεζες, μικρά και άμεσα δίκτυα παραγωγών – καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες, χωροτοπικοί/περιφερειακοί πόλοι συνεργασίας, όπως π.χ. στην Καρδίτσα), όσο και με πειράματα – πολιτικές οικολογικής μετάβασης («πόλεις σε μετάβαση») και, όπως αρχικά αναφέρθηκε, χωροτοπικής ανθεκτικότητας ως θετική επίδραση (εξωτερικότητα), την οποία μπορούν να έχουν αυτά τα νομίσματα σε περιόδους κρίσης των επίσημων νομισμάτων .
Είναι γεγονός πράγματι πως τα ΤΣΝ συνιστούν ισχυρό μοχλό αλλαγής και μετάβασης, αλλά κυρίως ανθεκτικότητας σε εξωτερικά σοκ, όπως επίσης και αυτονομίας (όχι αυτάρκειας) των χωροτοπικών ενοτήτων. Με άλλα λόγια τα ΤΣΝ συμβάλλουν στην χωρο – τοπικοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων ένεκα της περιορισμένης χρήσης των ( M. Fare, 2016).
Τελικά, γίνεται σαφές πως παραμένει πάντα ως κύριο διακύβευμα να αποτελέσουν τα ΤΣΝ όχημα μετάβασης σε μια κοινωνία πιο δίκαιη, οικολογικά υπεύθυνη και βιώσιμη, πολιτικά, ουσιαστικά, (αμεσο)δημοκρατική και ανθρωπιστικά αξιοπρεπή (Μ. Fare 2016). Όμως το νόμισμα ως τέτοιο και από μόνο του δεν αρκεί για ένα κοινωνικό μετασχηματισμό (δεν είναι τυχαίο πως ο Μαρξ δεν επέμεινε στις αναλύσεις του στο θέμα του νομίσματος). Πράγματι , το νόμισμα δεν αλλάζει και πολλά και πάντως όχι τα πάντα. Είναι απλώς ένας ενδιάμεσος κρίκος. Ένας κοινωνικός μετασχηματισμός προϋποθέτει πολιτικό σχέδιο και (συλλογικό) πολιτικό υποκείμενο.
Πάντως, εάν, κατά την εύστοχη προτροπή του K. Polanyi, η οικονομία πρέπει να επανενσωματωθεί στην κοινωνία, μια τέτοια διαδικασία δεν νοείται χωρίς την επανεφεύρευση των σχέσεών μας και των δεσμών μας με το μικρο-χωροτόπο της γεωγραφικής, κοινωνικής οικολογικής και πολιτικής κυτταρικής μονάδας.
Τάκης Νικολόπουλος – Δημήτρης Καπογιάννης
Πηγή: Η Εποχή